«Όσο περισσότερο παρατηρούμε, τόσο λιγότερο βιώνουμε.»
Η εποχή της πληροφορίας υπόσχεται διαφάνεια, γνώση, έλεγχο. Με τις οθόνες ανά πάσα στιγμή ανοιχτές, παρατηρούμε τον κόσμο γύρω μας περισσότερο από ποτέ – κοινωνικά δίκτυα, στατιστικά δεδομένα, αναλύσεις, σχολιασμούς. Παρατηρούμε τους άλλους, τον εαυτό μας και την κοινωνία σαν να είναι ανοιχτό εργαστήριο. Κι όμως, όσο πιο πολύ παρατηρούμε, τόσο λιγότερο καταλαβαίνουμε.
Advertisment
Αυτό το παράδοξο —η υπερπαρατήρηση που διαστρεβλώνει την εμπειρία— είναι η βάση μιας νέας κουλτούρας. Μιας κουλτούρας όπου η παρατήρηση έχει γίνει πιο σημαντική από τη συμμετοχή και η εικόνα πιο ισχυρή από την πράξη. Κάθε τι που συμβαίνει, υπάρχει κυρίως επειδή έγινε ορατό κι όχι επειδή είχε νόημα. Η προσοχή γίνεται νόμισμα, και ό,τι δεν παρατηρείται χάνεται, σαν να μην υπήρξε ποτέ.
Το σύνδρομο του παρατηρητή
Όταν κάποιος παρακολουθεί έναν άνθρωπο που χορεύει, αντιλαμβάνεται την κίνηση. Όταν όμως κάποιος χορεύει, τη βιώνει. Η διαφορά ανάμεσα στον θεατή και τον συμμετέχοντα είναι η διαφορά ανάμεσα στην περιγραφή και στη βίωση. Όταν όλη η κοινωνία προτιμά τη θέση του παρατηρητή, τότε δημιουργείται ένα φαινόμενο όπου όλα φαίνονται, αλλά τίποτα δεν κατανοείται σε βάθος.
Η συνεχής παρατήρηση —η καταγραφή, η αποθήκευση, η αναμετάδοση— δημιουργεί την ψευδαίσθηση της κατανόησης. Για παράδειγμα, οι άνθρωποι που διαβάζουν αμέτρητες αναλύσεις για τις πολιτικές εξελίξεις, αλλά δεν συμμετέχουν σε καμία συλλογική διαδικασία. Ή εκείνοι που γνωρίζουν τα πάντα για τις ψυχολογικές διαταραχές, αλλά αποτυγχάνουν να σχετιστούν συναισθηματικά με τους ανθρώπους γύρω τους.
Advertisment
Πολλές φορές αυτή η στάση παίρνει τη μορφή μιας ψευδοσυμμετοχής. Η παρακολούθηση ενός κοινωνικού κινήματος στο Twitter δίνει την εντύπωση ότι είμαστε μέρος του, ενώ στην πράξη παραμένουμε θεατές. Γινόμαστε, με άλλα λόγια, ειδικοί στην εξωτερική εικόνα της δράσης κι όχι στην ουσία της.
Το βλέμμα που παραμορφώνει
Στην κλασική φυσική υπάρχει το φαινόμενο της “διαταραχής του παρατηρητή”, δηλαδή η ίδια η πράξη της παρατήρησης μεταβάλλει το φαινόμενο που παρατηρείται. Το ίδιο φαίνεται να ισχύει και στην κοινωνική ζωή. Όταν κάποιος νιώθει πως τον βλέπουν, συμπεριφέρεται διαφορετικά. Όταν μια κουλτούρα βασίζεται στο να κοιτάζει συνεχώς τον εαυτό της, χάνει τον αυθορμητισμό της.
Τα social media είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Γινόμαστε παρατηρητές του εαυτού μας. Καταγράφουμε το τώρα για να το δούμε αργότερα, ή για να το δουν οι άλλοι. Η εμπειρία μετατρέπεται σε υλικό. Ζούμε όχι για να αισθανθούμε, αλλά για να προβληθούμε και να παρατηρηθούμε.
Αυτό δημιουργεί μια νέα μορφή «κοινωνικής σκηνοθεσίας». Οι άνθρωποι υιοθετούν στάσεις και λόγο με στόχο να φανούν «κατάλληλοι» για το βλέμμα των άλλων. Ο αυθεντικός εαυτός χάνεται μέσα σε ρόλους που σχεδιάστηκαν για να επιβιώσουν κάτω από το φως του ψηφιακού προβολέα. Ένα παιδί δεν παίζει, ποζάρει. Ένας ταξιδιώτης δεν εξερευνά, βιντεοσκοπεί.
Η κόπωση της υπερσυνείδησης
Όταν όλα γίνονται αντικείμενα παρακολούθησης, δημιουργείται κόπωση. Ο άνθρωπος κουράζεται από την υπερβολική επίγνωση. Κάθε κίνηση, κάθε λέξη, κάθε επιλογή φαίνεται να παρακολουθείται, να κρίνεται, να μετριέται. Και τότε γεννιέται μια νέα μορφή άγχους – το άγχος του να παραμένεις ελέγξιμος, καθαρός, ερμηνεύσιμος.
Η ψυχολογική πίεση δεν εκφράζεται μόνο ως άγχος. Εκφράζεται και ως παθητικότητα. Όταν κάθε αυθόρμητη πράξη είναι δυνητικά αντικείμενο κριτικής, οι άνθρωποι αποσύρονται. Επιλέγουν τη σιωπή ή την ελάχιστη έκθεση κι ο εσωτερικός διάλογος καταναλώνεται στην ερμηνεία της εικόνας που εκπέμπουν.
Σε αυτό το πλαίσιο, η αυθόρμητη πράξη φαίνεται επικίνδυνη, η σιωπή παρεξηγείται κι η αμηχανία καταγράφεται. Όλα γίνονται αντικείμενα ερμηνείας και ο άνθρωπος γίνεται σταδιακά εικόνα του εαυτού του.
Προς μια άλλη μορφή κατανόησης
Η κατανόηση προϋποθέτει παρουσία χωρίς έλεγχο. Να είσαι παρών, χωρίς να προσπαθείς να συλλάβεις ή να εξηγήσεις τα πάντα. Υπάρχει σοφία στην παρατήρηση, αλλά υπάρχει βάθος μόνο στη συμμετοχή. Για να γνωρίσουμε έναν άνθρωπο, δεν αρκεί να τον κοιτάξουμε. Πρέπει να τον αγγίξουμε, να μιλήσουμε μαζί του, να αφήσουμε να μας επηρεάσει.
Στην εκπαίδευση, για παράδειγμα, δεν φτάνει να αξιολογούμε διαρκώς τους μαθητές. Χρειάζεται να βρισκόμαστε σε ανοιχτό διάλογο μαζί τους. Στην εργασία, δεν αρκεί να μετράμε την παραγωγικότητα. Χρειάζεται να εμπιστευόμαστε τη διαδικασία. Η συμμετοχή χωρίς να είναι πάντα μετρήσιμη, είναι απαραίτητη.
Η κοινωνία έχει κορεστεί από παρατήρηση. Αυτό που χρειάζεται είναι σχέση κι αυτή δεν χτίζεται με κάμερες και αναρτήσεις, αλλά με παρουσία. Με το να είμαστε εκεί ακόμα κι όταν δεν καταγράφουμε τίποτα και μάλιστα ακριβώς επειδή δεν καταγράφουμε τίποτα.
Η υπερβολική προσοχή μπορεί να είναι μια νέα μορφή τυφλότητας. Όσο περισσότερο κοιτάμε, τόσο λιγότερο βλέπουμε. Κι αυτό που χάνουμε στην προσπάθεια να τα κατανοήσουμε όλα, είναι η απλή, ανείπωτη εμπειρία του να είμαστε άνθρωποι, ο ένας απέναντι στον άλλον, χωρίς φίλτρα και χωρίς προσδοκία μετάδοσης.