Η Μάνη ορκίζεται: «Νίκη ή Θάνατος»

Κορυφώνονται σήμερα οι εκδηλώσεις του Δήμου Ανατολικής Μάνης για τον εορτασμό της έναρξης της Ελληνικής Επανάστασης το 1821 στις 17 Μαρτίου στην Αρεόπολη.

Η κήρυξη της επανάστασης στη Μάνη

Η κήρυξη της επανάστασης στην Μάνη, στην ιστορική αυτή περιοχή της Πελοποννήσου, έλαβε χώρα στις 17 Μαρτίου του 1821, στην Αρεόπολη, σύμφωνα με την τοπική προφορική παράδοση. Σύμφωνα με τις γραπτές μαρτυρίες οι πρόκριτοι της περιοχής, ζήτησαν από τον ηγέτη τους να ξεκινήσει πρώτη η Μάνη τον αγώνα της απελευθέρωσης, κάτι που ήταν σύμφωνο και με τους σχεδιασμούς της Φιλικής Εταιρείας.

Έτσι έπειτα από πρόσκληση του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη συγκεντρώθηκαν όλοι οι Μανιάτες οπλαρχηγοί στην Τσίμοβα, τη σημερινή Αρεόπολη, και αποφάσισαν την έναρξη του αγώνα κατά των Τούρκων, που οδήγησε στην απελευθέρωση της Καλαμάτας και τη δημιουργία της Μεσσηνιακής Γερουσίας. Οι γραπτές μαρτυρίες δεν αναφέρουν την τέλεση κάποιας τελετής κήρυξης της επανάστασης, σύμφωνα με το notospress.gr.

Οι πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες στην προεπαναστατική Μάνη

Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας η Πελοπόννησος, όπου οι κοτζαμπάσηδες ήταν η πλέον αντιπροσωπευτική ελληνική ελίτ, αν και δεν ήταν παρά μια σχετικά μικρή περιφέρεια της αυτοκρατορίας, ήταν ωστόσο χωρισμένη σε πολλά βιλαέτια κι ένα μικρό μπεηλίκι, κατά παραχώρηση της Πύλης, την Μάνη. Στην Μάνη, το σύστημα των προυχόντων αρθρωνόταν με τις τοπικές καπετανίες. Η Μάνη εκτός από την σημαντική κοινωνική καθυστέρηση έναντι της υπόλοιπης Πελοποννήσου, χαρακτηριζόταν και από μια σχετική θεσμική αυτοτέλεια. Μάλιστα, από το 1776, μετά τα Ορλωφικά, παρά τη μικρή έκτασή της είχε ονομαστεί από τους Οθωμανούς μπεηλίκι και ως εκ τούτου δεν βρισκόταν στην αρμοδιότητα του πασά της Πελοποννήσου αλλά ελεγχόταν απευθείας από την Υψηλή Πύλη. Επρόκειτο για μια ημιανεξάρτητη, φόρου υποτελή ηγεμονία, υπό την άμεση δικαιοδοσία του Καπουδάν πασά. Τη διοίκησή της αναλάμβανε ένας από τους καπεταναίους της περιοχής, που διοριζόταν μπέης και ήταν υπεύθυνος για την τήρηση της τάξης – τον τίτλο του μπέη της Μάνης στις παραμονές της επανάστασης έφερε ο τοπικός προύχοντας Πέτρος Μαυρομιχάλης, γνωστός λόγω του αξιώματός του και ως Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης.

Οι Μανιάτες διατηρούσαν ακόμη ένα σημαντικό προνόμιο, το δικαίωμα της οπλοφορίας – αν και φυσικά είναι αμφίβολο κατά πόσο οι Μανιάτες χωρικοί διέθεταν τη χρηματική δυνατότητα να αποκτήσουν πυροβόλα όπλα ή σπαθιά. Στην Μάνη, λοιπόν, οι καπετάνιοι ήταν οι ομόλογοι των κοτζαμπάσηδων, ήταν οι κεφαλές υπεύθυνες έναντι του οθωμανικού κράτους για την τήρηση των όρων της κατάκτησης και τις υποχρεώσεις του πληθυσμού. Έτσι, οι καπετάνιοι της Μάνης αποτελούσαν μια νομοκατεστημένη τοπική ελίτ υπό τη μορφή της στρατιωτικής αριστοκρατίας, όπου ο πατριάρχης της κάθε οικογένειας ταυτιζόταν με τον πολέμαρχό της. Αυτή η ελίτ ήταν γεωγραφικά κατανεμημένη σε καπετανίες άνισης ισχύος, οι οποίες βρίσκονταν σε διαρκή ανταγωνισμό μεταξύ τους.

Ωστόσο, παρά τις αντιπαλότητες και τις διαμάχες μεταξύ των μεγάλων οικογενειών της περιοχής, κατά τις τελευταίες δεκαετίες της Τουρκοκρατίας σημειώθηκαν αρκετά επαναστατικά κινήματα και οργανώθηκε η καθολική συμμετοχή των Μανιατών στη μεγάλη επανάσταση. Η συνένωση είχε γίνει με πολύ κόπο, διότι υπήρχαν παλιές αντιζηλίες και μίση μεταξύ των αρχηγών των ισχυρών με πολυάριθμα μέλη οικογενειών της Μάνης, που αποτελούσαν πατριές. Καθένας από αυτούς τους αρχηγούς θεωρούσε τον εαυτό του αυτοτελή σε σχέση τόσο με τους άλλους όσο και με τον ίδιο τον μπέη. Υπήρχαν και οικογένειες σε μέλη των οποίων είχε δοθεί κατά το παρελθόν το αξίωμα του μπέη, γεγονός που δεν ξεχνούσαν. Η εκδίκηση (γδικιωμός) είχε την ισχύ άγραφου αλλά αδυσώπητου και απαρασάλευτου σκληρού νόμου. Όμως ο πόθος της ελευθερίας και ο αγώνας για την αποτίναξη του τυράννου, στον οποίο εξαιτίας της οπλικής τους υπεροχής οι Μανιάτες θα έπαιζαν πρωταγωνιστικό ρόλο, τους έκανε να παραμερίσουν τα πάθη τους.

Στα κέντρα της Αχαΐας και της Μεσσηνίας, αν συνυπολογίσουμε σε αυτά και τη δύναμη της δυτικής Μάνης, υπήρχαν οι περισσότεροι από τους σημαντικούς προκρίτους και αρχηγούς των όπλων της χερσονήσου. Όμως η σημαντική μεταξύ των δύο περιφερειών διαφορά ήταν ότι, ενώ στην Αχαΐα μόνο τις τελευταίες ημέρες πριν την επανάσταση είχε σχηματιστεί επαναστατικό στρατόπεδο στη Μονή Ομπλού, διότι ήταν αδύνατο να γίνει αυτό χωρίς την πρόβλεψη ταχείας δράσης, αντίθετα στη Μάνη χάρη στο ιδιότυπο πολιτικό σύστημά της και στη σχετική της αυτοτέλεια, υπήρχε ικανός αριθμός από μόνιμες και ανεξέλεγκτες ένοπλες δυνάμεις υπό τις εντολές έμπειρων αρχηγών, οι οποίοι παρά τις μεταξύ τους διαφορές ήταν έτοιμοι στις παραμονές του αγώνα να συμπράξουν υπό τη γενική ηγεσία του αναγνωρισμένου από το Σουλτάνο τοπικού άρχοντα με τον τίτλο του μπέη της Μάνης, Πέτρου Μαυρομιχάλη. Φυσικά, η σπουδαιότερη προϋπόθεση προκειμένου να πάρουν μέρος στον αγώνα οι Μανιάτες ήταν να λάβει τη σχετική απόφαση ο Πετρόμπεης, κάτω από την εξουσία του οποίου θα συντάσσονταν όλοι οι πολέμαρχοι.

Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης σηκώνει τη σημαία της επανάστασης στην Μάνη

Ο Καμαρηνός επεδίωξε να τον συναντήσει εκ νέου και του επανέλαβε με φορτικότητα τα αιτήματά του. Τελικά αποχώρησε οργισμένος καταλήγοντας στο αυθαίρετο συμπέρασμα ότι η Φιλική Εταιρεία είχε πάψει προ πολλού να υφίσταται και ότι το κίνημα που ετοίμαζε ο Υψηλάντης δεν είχε σχέση με την εθνεγερσία αλλά με ιδιοτελείς σκοπούς του αρχηγού που επεδίωκε να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα της οικογένειάς του. Με τον τρόπο αυτό κατέστη ύποπτος και παρακολουθούνταν. Κατά την επιστροφή του, όταν οι περί τον Υψηλάντη είχαν αρχίσει τη δράση τους στη Μολδοβλαχία, ενώ βρισκόταν σε ένα σλέπι για να διαβεί το Δούναβη, δολοφονήθηκε από τους ναύτες του πλοιαρίου Καραβιά και Σφαέλλο ύστερα από εντολή του Ευμορφόπουλου που εκτελούσε διαταγή ανωτέρου του. Τα γεγονότα αυτά, για τα οποία ο Πετρόμπεης δεν είχε καμία ενημέρωση, είχαν συμβεί το τελευταίο διάστημα πριν από την επανάσταση.

Ακολουθώντας τις εντολές της Φιλικής Εταιρείας ο Χριστόφορος Περραιβός ξαναπήγε στην Μάνη μετά από τη σύσκεψη στο Ισμαήλιο επιφορτισμένος να ανακοινώσει στους Μανιάτες τις παραγγελίες του Υψηλάντη για σύντομη έναρξη της επανάστασης πρώτα από την πατρίδα τους και να τους ζητήσει να προβούν στις απαραίτητες προετοιμασίες.

Ο Πετρόμπεης είχε με επιτυχία κατορθώσει να καλύψει την παρουσία και τη δράση των οπλαρχηγών. Το γεγονός όμως ότι παράλληλα οι Φιλικοί της Κωνσταντινούπολης είχαν βοηθήσει τον γιο του Γεώργιο, που τον κρατούσαν οι Τούρκοι όμηρο στην Κωνσταντινούπολη ως εγγυητή της πατρικής πίστης προς τον σουλτάνο να δραπετεύσει και η συνακόλουθη άφιξη του νέου στην Μάνη, όπου και μετέδιδε με ενθουσιασμό τις ιδέες του υπέρ της επανάστασης δεν έμειναν άγνωστα στους Τούρκους και ενοχοποίησαν ακόμη περισσότερο τον Πετρόμπεη, που η απειθαρχία του στην εντολή να συλλάβει τον Κολοκοτρώνη και τον Παπαφλέσσα τον είχαν ήδη καταστήσει ύποπτο στην τουρκική διοίκηση, η οποία μάλιστα σχεδίαζε την αντικατάστασή του ως «μπάσμπογλου» της Μάνης.

Οι υποψίες των Τούρκων μετριάστηκαν κάπως όταν στα τέλη Φεβρουαρίου ο Τούρκος διοικητής της Πελοποννήσου, προκειμένου να αποδυναμώσει το ενδεχόμενο της εξέγερσης στην επικράτειά του, κάλεσε όλους τους αρχιερείς και τους προκρίτους της Πελοποννήσου στην Τριπολιτσά, με το πρόσχημα της σύσκεψης, στην πραγματικότητα όμως, για να τους κρατήσει εκεί. Ο Πετρόμπεης κατόρθωσε να αποφύγει τη μετάβασή του στην Τρίπολη προφασιζόμενος ασθένεια έστειλε όμως στη θέση του το γιο του Αναστάσιο, καθησυχάζοντας την απρόσκοπτη δράση των καπεταναίων.

Οι γιοι του Πετρόμπεη, νέοι σε ηλικία, αποφασιστικοί και γενναίοι, εκμηδένισαν τους δισταγμούς του. Δύο σπουδαίοι άνδρες, ο Παπαφλέσσας και ο Περραιβός, λειτουργούσαν ως δίαυλοι επικοινωνίας με τον μπέη και τους άλλους αρχηγούς, ενώ από την νoτιοδυτική Αρκαδία ο Κανέλλος Δεληγιάννης, που συγκέντρωνε από το Φεβρουάριο τρόφιμα και πολεμοφόδια, βρισκόταν σε συχνή επικοινωνία με τους προκρίτους της Αχαΐας που βρίσκονταν στην περιφέρεια των Καλαβρύτων και με τον Πετρόμπεη. Έτσι, επί της ουσίας ο Κανέλλος Δεληγιάννης υπήρξε τρόπον τινά ο συντονιστής της έναρξης του αγώνα στις δύο εκείνες σημαντικές περιφέρειες της Πελοποννήσου και εξαιτίας των ενεργειών του εξηγείται ο συγχρονισμός των γεγονότων στην Αχαΐα και τη Μεσσηνία.

Η κήρυξη της επανάστασης (17 Μαρτίου 1821) και οι πρώτες πολεμικές επιχειρήσεις

Από τις γραπτές πηγές παραδίδεται ότι τις παραμονές της επανάστασης οι αρχιερείς και πρόκριτοι της Αχαΐας, που επίσης είχαν αποφύγει την κράτησή τους στην Τριπολιτσά, ζήτησαν από τον Πετρόμπεη να αρχίσει πρώτη η Μάνη τον αγώνα. Έτσι, ακολούθησε η συγκέντρωση όλων των Μανιατών οπλαρχηγών, ύστερα από πρόσκληση του Πετρόμπεη, την 17η Μαρτίου 1821, στην Τσίμοβα, τη σημερινή Αρεόπολη, που ήταν η πρωτεύουσα των Μαυρομιχαλαίων.

Εκεί «συνεννοήθησαν να λάβωσι τα όπλα κατά των Τούρκων», όπως μαρτυρεί ο Ιωάννης Κολοκοτρώνης, και ο παριστάμενος Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ανέλαβε να διαβιβάσει την απόφαση αυτή στους οπλαρχηγούς της Μεσσηνίας, της Αρκαδίας και της Αχαΐας. Στην μαρτυρία όμως του Ι. Κολοκοτρώνη δεν αναφέρεται ο τόπος που έγινε η συγκέντρωση των Μανιατών, ούτε αν σε αυτή συμμετείχε ο Πετρόμπεης.

Αξιοσημείωτη είναι και η έλλειψη οποιασδήποτε αναφοράς για τα γεγονότα της Αρεόπολης από τον ίδιο το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη ο οποίος συμφώνα με τα απομνημονεύματά του από τις 6 Ιανουαρίου μέχρι τις 22 Μαρτίου του 1821 βρισκόταν στην Καρδαμύλη. Σε συγκέντρωση (σύσκεψη) Μανιατών αναφέρεται και ο Ιωάννης Φιλήμων, με απόντα όμως τον Πετρόμπεη. Και σε αυτήν την αναφορά δεν προσδιορίζεται ο τόπος και ο χρόνος που έγινε η συγκέντρωση αυτή. Ο ίδιος συγγραφέας σε άλλο σημείο του βιβλίου του αναφέρει ότι η Μάνη επαναστάτησε στις 22 Μαρτίου 1821.

Σε αυτό συμφωνεί και Α. Φραντζής. Ο ίδιος ο Πετρόμπεης δύο μέρες μετά την εικαζόμενη ύψωση της επαναστατικής σημαίας στην Αρεόπολη, σε επιστολή του προς του Υδραίους, όχι μόνο δεν τους ενημερώνει για την κήρυξη της επανάστασης, αλλά εμφανίζεται να κρατά επιφυλακτική θέση απέναντί της, επικαλούμενος έλλειψη των απαραίτητων εφοδίων. Στην τοπική παράδοση, το γεγονός διασώθηκε σαν θρύλος, σύμφωνα με τον οποίο όλοι οι οπλαρχηγοί συγκεντρώθηκαν στην πλατεία της πόλης, μπροστά στο ναό των Ταξιαρχών, και στη θέση «Κοτρώνι» ύψωσαν την πρώτη επαναστατική σημαία, πρόχειρα κατασκευασμένη από λευκό ύφασμα, με γαλάζιο σταυρό στο κέντρο. Στην επάνω πλευρά έγραφε «Νίκη ή Θάνατος» (και όχι «Ελευθερία», γιατί η Μάνη θεωρείτο ελεύθερη), και στην κάτω «ταν ή επί τας». Η σημαία ευλογήθηκε από τους ιερείς και όλοι οι αρχηγοί, με προεξάρχοντα τον Κατσάκο Μαυρομιχάλη, ορκίσθηκαν γονυπετείς ότι ενωμένοι θα αγωνιστούν για την ελευθερία του έθνους. Αυτή η παράδοση από παλαιά είχε λάβει το χαρακτήρα βεβαιωμένης ιστορικής πραγματικότητας με την καθιέρωση τοπικών λαϊκών εορτών κάθε 17 Μαρτίου. Μετά από αυτό, το κράτος κήρυξε την 17 Μαρτίου ως ημέρα εθνικού εορτασμού στην Αρεόπολη. Ατυχώς τα οικογενειακά αρχεία των Μανιατών άλλα χάθηκαν και άλλα καταστράφηκαν ενώ από τους Μανιάτες κανείς δεν έγραψε απομνημονεύματα, έτσι ώστε δεν υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες για την τελετή..

Μια άλλη ωστόσο εκδοχή των γεγονότων δίνει ο Μανιάτης ιστορικός Β. Πατριαρχέας. Σύμφωνα με αυτήν, η απόφαση για την έναρξη της επαναστάσεως στη Μάνη πάρθηκε στις Κιτριές (έδρα του Μπέη) και όχι στην Αρεόπολη, λίγες μέρες μετά την 17η Μαρτίου (ημέρα αναχώρησης του Πετρόμπεη από την Αρεόπολη για τις Κιτριές) και μάλιστα μετά από αρκετές συσκέψεις που έκανε ο Πετρόμπεης με τους υπόλοιπους οπλαρχηγούς της Μάνης, στις οποίες συμμετείχε και ο Κολοκοτρώνης.

Τις μέρες που ακολούθησαν σημειώθηκαν δύο εξορμήσεις των Μανιατών. Η πρώτη, από τους αρχηγούς της Ανατολικής Μάνης υπό τους Γρηγοράκηδες, προς τη Μονεμβασιά και το Μυστρά, όπως πιστοποιείται από επιστολή του Πρωτοσύγκελλου Γεράσιμου προς τον Παναγιώτη Κοσονάκο, όπου γνωστοποιείται η έναρξη του πολέμου και μεταφέρεται η προτροπή για τη διάδοση της είδησης.



Πηγή

Tελευταία Nέα