Την Ματίνα την συνάντησα έναν μήνα μετά τον θάνατο του παιδιού της, μοναχοπαίδι, δέκα χρονών. Ήξερα πως θα έρθω αντιμέτωπος με τον μεγαλύτερο ανθρώπινο πόνο. Με το μεγαλύτερο «γιατί». Και εγώ χωρίς κανένα «επειδή…». Μόνο με το κομποσκοίνι μου. Εξάλλου ο Θεός δεν χρειάζεται κανέναν διαμεσολαβητή για να δώσει τις απαντήσεις Του.
«Έλα πάτερ μου να της πεις δυο κουβέντες. Εσένα θα σε ακούσει. Να την μαλακώσεις λίγο. Να της φύγει ο θυμός. Αμαρτία να τα βάζει με τον Θεό», μου είπε η αδερφή της.
Advertisment
«Θα έρθω», της απάντησα. «Όσο για τον Θεό μην τον φοβάσαι. Αντέχει τον θυμό όλου του κόσμου».
«Ματίνα μου, από δω ο ιερέας που σου έλεγα. Ο πατέρας Αναστάσιος».
«Καλησπέρα Ματίνα», είπα και δεν πήρα καμία απάντηση. Ή μάλλον τώρα που το σκέφτομαι η σιωπή της ήταν η πιο ηχηρή απάντηση. Δεν ήθελε να ακούσει κανέναν και πόσο μάλλον εμένα. Είχε βουλιάξει σε μια πολυθρόνα και κοιτούσε το κενό. Που και που έσφιγγε τα χέρια της τόσο πολύ που μελάνιαζαν και μετά τα άφηνε και αυτά παραδομένα στον πόνο. Τα μάτια της είχαν κιόλας στεγνώσει.
Advertisment
«Κάθισε πάτερ», είπε η αδερφή της. Μου προσέφερε ένα ποτήρι νερό. «Εγώ θα σας αφήσω για λίγο μόνους», συνέχισε και έγνεψε καταφατικά το κεφάλι σαν να μου έδινε την άδεια να ξεκινήσω τον «παρηγορητικό λόγο». Εκείνον που δια μαγείας θα έκανε μια μάνα να πονέσει λιγότερο. Να δώσει εξηγήσεις σε όλα της τα «γιατί». Που θα έδιωχνε τον θυμό της για να μην αμαρτάνει πια. Και εγώ εκεί με την βεβαιότητα πως κάπου εκεί δίπλα καθόταν και Εκείνος. Να πονάει με τον πόνο της και να δέχεται καρτερικά τον θυμό της, μέχρι που να ναι έτοιμη «να συναντηθούν» και «να τα πουν» οι δυο τους.
Προτίμησα να μην καθίσω πολύ κοντά της. Να μην της στερήσω το ελάχιστο οξυγόνο που της είχε απομείνει. Έβγαλα το κομποσκοίνι μου και άρχισα να προσεύχομαι. Τα άφησα όλα πάνω Του.
Πέρασε αρκετή ώρα έτσι. Ούτε που κατάλαβα πως. Έπρεπε να φύγω. Σηκώθηκα, στάθηκα μπροστά της και έσκυψα να της φιλήσω τα χέρια. Πάντα πίστευα πως τα «άδεια χέρια» μιας μάνας είναι αγιασμένα.
«Μανώλη τον λέγανε». «Να ξανάρθεις», μου είπε με όση δύναμη της είχε απομείνει λίγο πριν κλείσω την πόρτα.
«Θα έρθω», της είπα και έφυγα.
Πολυξενη Μαλανδρενη

