Φόρτωση Text-to-Speech…
Στις εκλογές του 2019 αλλά και του 2023, η Ν.Δ. ευνοήθηκε από το αντι-ΣΥΡΙΖΑ ρεύμα μέσα στο οποίο μοχλεύτηκαν εύλογες αγωνίες για την ευρωπαϊκή ταυτότητα της χώρας και θεσμικές ευαισθησίες με τυφλό μίσος για οτιδήποτε αριστερό και ιδεολογικοποίηση της ιδιοτέλειας.
Η ένταση και το βάθος του αντι-ΣΥΡΙΖΑ ρεύματος, που δύσκολα μπορούν να κατανοηθούν μόνο με πολιτικούς όρους, κάνει πολλούς στην αντιπολίτευση να ελπίζουν σε μια επανάληψη από την ανάποδη, μέσα από την επένδυση στον αντιμητσοτακισμό με καλλιέργεια αποστροφής για το πρόσωπο του πρωθυπουργού.

Το 2025 δεν είναι 2019
Είναι, όμως, εφικτό κάτι τέτοιο; Ο γενικός διευθυντής της εταιρείας δημοσκοπήσεων Pulse Γιώργος Αράπογλου απαντά αρνητικά και το τεκμηριώνει μελετώντας ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία των μετρήσεων. Οι επιδόσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη παραμένουν σε επίπεδο πάνω από εκείνες του κόμματός του, εξηγεί, ενώ η θετική ψήφος είναι συντριπτικά ισχυρότερη από την αρνητική, δηλαδή πάνω από τους μισούς ψηφοφόρους κάνουν την επιλογή τους με το βλέμμα στο μέλλον και όχι τιμωρητικά ή εκδικητικά.
Mε άλλα λόγια, το αντι-ΣΥΡΙΖΑ ρεύμα και ο αντιμητσοτακισμός δεν είναι συγκρίσιμα μεγέθη. Ο πολιτικός αναλυτής της Aboutpeople Πέτρος Ιωαννίδης εξηγεί γιατί: «Τότε το κόμμα της Ν.Δ. κατάφερε να είναι ο βασικός υποδοχέας της δυσαρέσκειας. Τώρα οι διεκδικητές αυτής της δυσαρέσκειας είναι πολλοί και ετερόκλητοι. Τότε η Ν.Δ. είχε πείσει ότι μπορεί να προσφέρει εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης, είχε δηλαδή δημιουργήσει ένα πειστικό αφήγημα για μεγάλα τμήματα του εκλογικού σώματος σε όλο σχεδόν τον άξονα Αριστεράς-Δεξιάς. Σήμερα τα κόμματα της αντιπολίτευσης ασχολούνται περισσότερο με τα εσωκομματικά τους ζητήματα και λιγότερο με τη δημιουργία και επικοινωνία κυβερνητικού προγράμματος. Ακόμα και το ΠΑΣΟΚ, που παρουσίασε συγκεκριμένες θέσεις στη ΔΕΘ, δεν έχει καταφέρει να τις κάνει γνωστές στην κοινωνία. Υπενθυμίζω ότι το 2019 η Ν.Δ. προηγούνταν σταθερά στις δημοσκοπήσεις για 3 χρόνια. Σήμερα –με μειωμένα ποσοστά– έχει ακόμα σημαντικό προβάδισμα από τους υπολοίπους. Συμπερασματικά: Η φθορά της Ν.Δ. είναι προϋπόθεση, αλλά δεν αρκεί. Η εναλλακτική, πειστική, ρεαλιστική κυβερνητική πρόταση είναι το κλειδί για να κερδίσει κάποιος την εμπιστοσύνη των πολιτών και να διεκδικήσει την εξουσία στις επόμενες εκλογές».
Το «κλειδί» – «Η φθορά της Ν.Δ. είναι προϋπόθεση, αλλά δεν αρκεί. Η εναλλακτική, πειστική, ρεαλιστική κυβερνητική πρόταση είναι το κλειδί για να κερδίσει κάποιος την εμπιστοσύνη των πολιτών». Πέτρος Ιωαννίδης, Πολιτικός αναλυτής Aboutpeople
Η Δανάη Κολτσίδα, πολιτική αναλύτρια και νομικός, πρώην διευθύντρια του Ινστιτούτου Πουλαντζάς, έχει διαφορετική προσέγγιση: «Εν μέρει ο “αντιμητσοτακισμός” έχει βάση ως αντιπολιτευτική πρακτική: όσο περισσότερο η διακυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας αποκτά συγκεντρωτικά και προσωποκεντρικά χαρακτηριστικά, ωθώντας αρκετούς να προειδοποιούν για τον κίνδυνο μετάπτωσης από μια εκλεγμένη κυβέρνηση με θεσμικούς περιορισμούς σε καθεστώς, τόσο πιο λογικό είναι η αντιπαράθεση να μην αφορά γενικώς το κυβερνών κόμμα, τις πολιτικές και την ιδεολογία του, αλλά να στρέφεται κυρίως κατά του πρωθυπουργού. Με απλά λόγια, σε μεγάλο βαθμό, αν υπάρχει “αντιμητσοτακισμός”, οφείλουμε να αναρωτηθούμε μήπως υπάρχει και “μητσοτακισμός”».
Παρ’ όλα αυτά, και στη δική της ανάλυση, η αντιπολίτευση δεν ωφελείται από την επένδυση στον αντιμητσοτακισμό: «Πρώτον, περιορίζει το πεδίο της αντιπαράθεσης και αφαιρεί την ιδεολογική διάσταση – για την Αριστερά το πρόβλημα είναι συνολικά η Δεξιά, όχι ο Μητσοτάκης. Δεύτερον, δεν της επιτρέπει να θέσει η ίδια την ατζέντα και να προβάλει τις εναλλακτικές θέσεις της, αλλά τη στριμώχνει σε μια μόνιμη θέση άμυνας. Τρίτον, αφήνει μεγάλα περιθώρια ελιγμού στη Ν.Δ. να εκτονώσει την κοινωνική δυσαρέσκεια μέσα από αλλαγές σε επίπεδο κορυφής ή ηγεσίας».

Ο πόλεμος των συμβόλων
Ο Γιάννης Κωνσταντινίδης, αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Συμπεριφοράς στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, δεν ξαφνιάζεται από την επικέντρωση της αντιπολίτευσης στον αντιμητσοτακισμό: «Οι κομματικές ηγεσίες στην Ελλάδα δομούν παραδοσιακά τον ανταγωνισμό τους στο επίπεδο των συμβολισμών. Η αντιπαράθεση γύρω από την απουσία της αντιπολίτευσης στην κηδεία του Διονύση Σαββόπουλου ή από την κατάθεση στεφάνων στο Γ΄ Σώμα Στρατού επ’ αφορμή της εθνικής επετείου αποτελούν τα επίκαιρα παραδείγματα αυτής της εμμονής των κομματικών ηγεσιών να μάχονται στο πεδίο των συμβόλων». Αλλά δεν θεωρεί ότι αυτή η επιλογή είναι ωφέλιμη σε όποια πλευρά και αν βρίσκονται τα πολιτικά υποκείμενα: «Το να κρατάς απουσιολόγιο ή να εξαντλείς την αντιπολιτευτική στρατηγική σου στην παρουσία ή την απουσία σου από δημόσιες εκδηλώσεις είναι σαφώς δείγμα πολιτικής πενίας, την οποία μάλιστα σημαντικό κομμάτι του εκλογικού ακροατηρίου –κυρίως μέσης ηλικίας και κεντρώων θέσεων ψηφοφόροι– αντιλαμβάνεται και έναντι της οποίας εκφράζει πλέον ανοιχτά την αποστροφή του. Η αντιπαράθεση επί των συμβολισμών μπορεί να είναι εύκολη στην παραγωγή ατάκας, αλλά και την ποιότητα της δημοκρατίας βλάπτει και την αποξένωση των πολιτών προκαλεί πλέον».
Κάτι στο οποίο δεν υπάρχει απάντηση, ούτε από τους ειδικούς, είναι αν η απουσία των πολιτικών αρχηγών από την κηδεία του Δ. Σαββόπουλου είχε πολιτικό περιεχόμενο (αντιμητσοτακισμός) ή αν είχε σχέση με την ανάπαυλα της 28ης Οκτωβρίου. Και, ακόμη περισσότερο, τι από τα δύο είναι χειρότερο.

