Στα μπλόκα, μπροστά από τα τρακτέρ που χειρίζονται καθημερινά, και δίπλα στους παλιούς, στέκεται αποφασισμένη η νέα γενιά αγροτών. Παιδιά που γνώρισαν από πολύ μικρά τον κύκλο της παραγωγής κοντά στους γονείς ή στους παππούδες τους, που έμαθαν να φροντίζουν τη γη και συνεχίζουν την οικογενειακή παράδοση πριν καν ενηλικιωθούν. Είναι εκείνοι που πήραν στα χέρια τους τις καλλιέργειες από νωρίς, που επενδύουν, και σήμερα παλεύουν να σταθούν όρθιοι σε μία χρονιά, που όπως λένε στο enikos.gr «είναι η χειρότερη από όλες». Με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον τους, βρίσκονται στην πρώτη γραμμή των μπλόκων, διεκδικώντας το αυτονόητο. Να παραμείνουν στον τόπο τους και να ασκήσουν με αξιοπρέπεια το επάγγελμα που αγαπούν.
Ρεπορτάζ: Κωνσταντίνα Χαϊνά
Με τον 23χρονο αγρότη Βαγγέλη Καραγιάννη, συναντηθήκαμε πρώτη φορά στο μεγαλειώδες συλλαλητήριο που είχε πραγματοποιηθεί πέρυσι στο Σύνταγμα. Τότε, είχε διανύσει 600 χιλιόμετρα, από την Χαλκιδική στην Αθήνα μαζί με τον αδελφό του, και άλλους 100 συναδέλφους του, ώστε να βρεθεί και εκείνος στην πρώτη γραμμή των γεγονότων. Φέτος, ετοιμάζεται και πάλι, σήμερα το απόγευμα να παρευρεθεί στη συνέλευση των αγροτών στη Νέα Τρίγλια Χαλκιδικής, όπου θα αποφασίσουν τις επόμενες κινήσεις τους.
Για ακόμη μία χρονιά, η ανάγκη για επιβίωση από την πολυεπίπεδη καταστροφή των παραγωγών, λειτουργεί ως κινητήριος μοχλός για να διεκδικήσει ο Βαγγέλης τα αυτονόητα. Από μικρό παιδί, από τότε που θυμάται τον εαυτό του, βρισκόταν δίπλα στον πατέρα του στα χωράφια, και βοηθούσε με κάθε τρόπο. «Το πρώτο όχημα που οδήγησα στην ζωή μου, φυσικά ήταν τρακτέρ. Η οικογένειά μου με έκανε να αγαπήσω αυτό το επάγγελμα, και ήξερα πως για εμένα ήταν μονόδρομος. Από σεβασμό στις προηγούμενες γενιές, δεν θα μπορούσα να το παρατήσω και να ασχοληθώ με κάτι άλλο».
«Νιώθω πως υπάρχει ένας πόλεμος απέναντί μας»
Ο 23χρονος αγρότης, θυμάται τις πρώτες κινητοποιήσεις όπου στεκόταν δίπλα στον πατέρα του, τότε που ακόμη προσπαθούσε να καταλάβει τι σημαίνει να παλεύεις για τον τόπο σου. Σήμερα, γυρνώντας το βλέμμα πίσω, νιώθει πως κάθε χρονιά είναι δυσκολότερη από την προηγούμενη. «Πάντα με ενοχλούσε», λέει, «το να βλέπω ανθρώπους που δεν έχουν καμία σχέση με τη δική μας πραγματικότητα να παίρνουν αποφάσεις για εμάς και να βρίσκονται σε καίριες θέσεις. Είναι σαν να μιλάμε μια άλλη γλώσσα». Η απογοήτευση γίνεται οργή όταν σκέφτεται το μέλλον. «Ως νέος, νιώθω ότι υπάρχει ένας πόλεμος απέναντι σε εμάς, στους αγρότες και τους κτηνοτρόφους. Σαν να μας λένε “φύγετε από τον τόπο σας, κάντε κάτι άλλο”».
Όπως παραδέχεται, η σκέψη να φύγει στο εξωτερικό πέρασε πολλές φορές από το μυαλό του. Όμως, όπως λέει, «δεν είναι εύκολη απόφαση». Μεγαλωμένος σε αγροτική οικογένεια, δεμένος με τον τόπο και τους ανθρώπους του, η ιδέα να αφήσει πίσω όσα τον διαμόρφωσαν τον βαραίνει περισσότερο από όσο θα ήθελε. Γνωρίζει πως οι επενδύσεις της οικογένειάς του, οι κόποι μιας ζωής, δεν είναι κάτι που μπορεί να εγκαταλείψει. Κι όσο δύσκολα κι αν γίνουν τα πράγματα, είναι βέβαιος πως δεν θα τα παρατήσει.
«Υπάρχουν αγρότες στην Χαλκιδική που αναγκάζονται να “υπολειτουργούν” τα χωράφια τους, γιατί κάνουν και μία άλλη δουλειά, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να αφοσιωθούν σε αυτά. Υπάρχουν πάρα πολλά χωράφια τα οποία μένουν ανεκμετάλλευτα, παρατημένα στο έλεος του Θεού. Αυτό είναι κάτι που με στεναχωρεί, γιατί καταλαβαίνω πως ο κόσμος δεν μπορεί να ανταπεξέλθει. Το μέλλον μας το βλέπω αβέβαιο εάν δεν υπάρξουν σοβαρές αλλαγές. Θεωρώ τον εαυτό μου καταδικασμένο, φοβάμαι για το αύριο, και τι θα μου ξημερώσει. Σήμερα είναι ο ΟΠΕΚΕΠΕ, αύριο μπορεί να είναι κάτι άλλο».
Αυτό που ζητεί ο Βαγγέλης, ως ένας από τους νεότερους ανθρώπους που μπήκαν σε αυτόν τον δρόμο, είναι την συμπαράσταση όλων. «Εμείς δεν παλεύουμε μόνο για τον εαυτό μας», λέει, «αλλά για κάθε άνθρωπο που προσπαθεί να βγάλει ένα μεροκάματο». Βλέπει τις φετινές κινητοποιήσεις ως από τις πιο μεγάλες και δυνατές των τελευταίων χρόνων, αλλά θεωρεί ότι «το πιο σημαντικό που θα μπορούσε να γίνει είναι να σταθεί ο κόσμος δίπλα μας. Να νιώσει ότι αυτός ο αγώνας αφορά όλους».
«Γινόμαστε ζητιάνοι»
Από την πλευρά του ο 27χρονος Δημήτρης, αγρότης από τον βόρειο Έβρο, αφού φρόντισε τις καλλιέργειές του, στη συνέχεια πήγε και συνάντησε τους συναδέλφους του προκειμένου να αποφασίσουν για το πώς θα κινηθούν τις επόμενες ημέρες. Οι αγρότες του νοτίου και κεντρικού Έβρου θα κατευθυνθούν σήμερα, με τα τρακτέρ τους, στο τελωνείο των Κήπων, ενώ του βόρειου τμήματος του νομού θα βγουν στους δρόμους την Κυριακή 7 Δεκεμβρίου, οπότε και θα προχωρήσουν σε αποκλεισμό της κυκλοφορίας των φορτηγών διεθνών μεταφορών στον κόμβο των Καστανεών, καθώς και όλων των οχημάτων στο τελωνείο των Καστανεών και στον συνοριακό σταθμό Ορμενίου.
«Συμμετέχω σχεδόν σε όλες τις κινητοποιήσεις που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια. Έχω αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση και κουβαλώ στις πλάτες μου σχεδόν τρεις γενιές καλλιεργητών. Το κράτος όμως, δυστυχώς δεν βοηθάει».
Τόσο δύσκολη χρονιά, βιώνει πρώτη φορά. «Δεν έχει ξαναγίνει αυτό το πράγμα» αναφέρει χαρακτηριστικά, τονίζοντας πως ανησυχεί για το μέλλον του. «Πώς να μην νιώθω έτσι όταν δεν έχω εισόδημα; Η οικογένειά μου, επένδυσε σε μηχανήματα, δουλεύουμε και δεν βγάζουμε μεροκάματο. Είναι ξεφτίλα, γιατί γινόμαστε ζητιάνοι. Είναι όλα απλήρωτα και είμαστε στην αναμονή και δεν μπορούμε να καλύψουμε τα έξοδά μας».
Ερωτηθείς εάν έχει σκεφτεί να αλλάξει επάγγελμα, ο ίδιος απαντά πως θα συνεχίσει να ασχολείται με τον αγροτικό τομέα για όσο αντέξει. «Δεν γίνεται να πετάξεις την ζωή σου, όσο δύσκολη και αν είναι η κατάσταση».
«Είναι σαν να μας πετάνε βίαια από αυτό που αγαπάμε»
Στο μεγάλο αγροτικό μπλόκο της Καρδίτσας, στον Ε65, βρίσκεται ο 30χρονος Γιώργος, προκειμένου να διαμαρτυρηθεί για την δυσχερή κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει οι μελισσοκόμοι όλης της χώρας, εξαιτίας των συνεχιζόμενων προβλημάτων που τους οδηγούν σε σημαντική ζημιά και μείωση των εισοδημάτων τους.
Ο ίδιος μαζί με την μητέρα του, έχουν 300 μελίσσια, αλλά και οι δύο αναγκάζονται να κάνουν δύο δουλειές, προκειμένου να επιβιώσουν. Ο Γιώργος, σπούδασε νοσηλευτής, αλλά η μελισσοκομία αποτελεί το βασικό εισόδημα της οικογένειας. «Όμως, ακόμη και τα μελίσσια που έχουμε, τα οποία θεωρούνται αρκετά, δεν φτάνουν για να μπορούμε να ανταπεξέλθουμε, και εάν κάποιος νεότερος θέλει να ασχοληθεί με το συγκεκριμένο επάγγελμα από το μηδέν, είναι απίθανο να τα καταφέρει».
Όπως λέει, «τα μελίσσια δεν μπορούν να ταΐσουν μία οικογένεια», οπότε αναγκάστηκε να εργαστεί και ως νοσηλευτής, ενώ η μητέρα του, ως καθαρίστρια. «Το κόστος παραγωγής είναι πολύ υψηλό, και δεν υπάρχει μία ολοκληρωμένη μελέτη. Όλα αυτά τα χρόνια δεν υπήρξε και κάποια ουσιαστική επιδότηση για εμάς. Είναι σαν να μας πετάνε βίαια από αυτό που αγαπάμε. Δεν είναι ζήτημα τεμπελιάς, αλλά πλέον δεν μπορούμε να ζήσουμε».
Τόσο ο Γιώργος, όσο και οι συνάδελφοί του, σύμφωνα με τον ίδιο, καθημερινά παλεύουν με την φτώχεια τους. «Η παρακαταθήκη των αγροτών όλα τα προηγούμενα χρόνια, μας φέρνει στις σημερινές κινητοποιήσεις, με τα προβλήματα να παραμένουν ίδια, από τότε, μέχρι σήμερα. Απλώς σήμερα, αντί απλώς να τα συζητάμε, τα βιώνουμε στον μέγιστο βαθμό. Τα χρέη τρέχουν, οι τιμές των αγαθών ανεβαίνουν, και εμείς παλεύουμε» λέει και προσθέτει: «Όταν φτάνει ο χειμώνας που για περίπου 1 μήνα οι εργασίες μας δεν είναι εντατικές στα μελίσσια, δεν χρειάζεται δηλαδή συνεχής παρουσία, το μυαλό μου, και της μητέρας μου, είναι διαρκώς σε αυτά. Τα μελίσσια, είναι ζωντανά και τα αγαπάμε, όπως οι κτηνοτρόφοι αγαπάνε τα ζώα τους. Δυστυχώς, είναι ζήτημα επιβίωσης».

