Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι. Ο όγκος των αγοραπωλησιών έχει υποχωρήσει σε ιστορικά χαμηλά. Οι πωλητές πολλαπλασιάζονται, οι αγοραστές όμως εξαφανίζονται. Οι εταιρείες που ειδικεύονται στις αγοραπωλησίες αμπελώνων, όπως η Tusker Wine και η Rothschild & Co, λαμβάνουν καθημερινά δεκάδες τηλεφωνήματα, όχι από επίδοξους επενδυτές, αλλά από ιδιοκτήτες που αναζητούν διέξοδο.
Η αλήθεια είναι πως οι υποψήφιοι αγοραστές δεν λείπουν. Υπάρχουν επιχειρηματίες, τεχνολογικοί ιδρυτές, πρώην αθλητές, πλούσιοι κληρονόμοι, όλοι με την οικονομική δυνατότητα να επενδύσουν. Το πρόβλημα είναι ότι οι απαιτήσεις τους έχουν αλλάξει. Πλέον δεν αρκούνται σε ένα όμορφο château και μια ειδυλλιακή θέα στους αμπελώνες. Θέλουν έτοιμες ομάδες, ρεαλιστικά επιχειρηματικά σχέδια, βιωσιμότητα, προβλέψιμα έσοδα. Και αυτά, πολύ συχνά, απουσιάζουν.
Πιο συγκεκριμένα, η κερδοφορία, ακόμη και στις πιο φημισμένες ονομασίες, δεν είναι δεδομένη. Το κόστος παραγωγής αυξάνεται, η κατανάλωση μειώνεται, οι εξαγωγές παρουσιάζουν αστάθεια. Οι περισσότεροι πωλητές δυσκολεύονται να αποτιμήσουν σωστά τα κτήματά τους. Η αξία του brand δεν είναι πάντα μετρήσιμη, και τα υψηλά αποθέματα κρασιού επιβαρύνουν περαιτέρω την εικόνα.
Παράλληλα, η κατάσταση επιδεινώθηκε από την αστάθεια της τελευταίας τετραετίας. Η πανδημία αρχικά γέννησε έναν σύντομο ενθουσιασμό: η ζωή έμοιαζε πολύτιμη και η ιδέα ενός αμπελώνα συνδεόταν με την επιστροφή στις ρίζες. Όμως αυτή η έξαρση κατανάλωσης δεν κράτησε. Σύντομα, οι τράπεζες έγιναν πιο επιφυλακτικές, τα επιτόκια αυξήθηκαν, και η όρεξη για ρίσκο μειώθηκε δραματικά.
Ακόμη και οι μεγάλοι παίκτες της αγοράς, οι Castel, Grands Chais de France, Advini έχουν περιορίσει τις κινήσεις τους. Οι Κινέζοι επενδυτές, που κάποτε έκαναν ουρές για να αποκτήσουν μερίδιο από το γαλλικό όνειρο, αποσύρονται σιωπηλά. Στη θέση των ιδιωτικών jet παραμένει η σιωπή. Η ζήτηση έχει μετατοπιστεί, όχι απαραίτητα εκτός οινικού κόσμου, αλλά ίσως προς τουριστικά projects, boutique ξενοδοχεία, ή πιο φθηνές και αναδυόμενες οινοπαραγωγικές περιοχές εκτός Γαλλίας.
Οι συμφωνίες που τελικά κλείνουν απαιτούν πολλαπλές επισκέψεις, εγγυήσεις ευθύνης, λεπτομερή due diligence και δικαστικές ομάδες σε ετοιμότητα. Η παραμικρή καθυστέρηση ή αμφιβολία μπορεί να διαλύσει μια συμφωνία που χτίστηκε επί μήνες. Το επάγγελμα των συμβούλων πωλήσεων δεν είναι πια μία κομψή διαμεσολάβηση, αλλά ένα πεδίο υψηλής πίεσης, απαιτήσεων και μακροχρόνιων εκκρεμοτήτων.
Έπειτα, η γεωγραφία της κρίσης είναι επίσης άνιση. Το Μπορντό, κάποτε βασιλιάς του οινικού χρηματιστηρίου αντιμετωπίζει έντονη αποστροφή. Στη Βουργουνδία οι τιμές κρατούν, αλλά τα κέρδη συρρικνώνονται. Η Προβηγκία, σε αντίθεση, έχει δει τιμές να καταρρέουν – κτήματα των 100 εκατ. ευρώ πλέον προσφέρονται για λιγότερα από 20, χωρίς να υπάρχει ενδιαφέρον. Ακόμη και η Σαμπάνια, επί χρόνια η λαμπερή εξαίρεση, αρχίζει να δείχνει σημάδια κόπωσης.
Κι όμως, πίσω από τα νούμερα και τις εκτιμήσεις, το κρασί παραμένει συναίσθημα. Η αγορά ίσως να παγώνει, αλλά το πάθος για το γαλλικό terroir δεν πεθαίνει. Απλώς αλλάζει πρόσωπο. Η νέα γενιά επενδυτών δεν αναζητά μόνο τη μαγεία του αμπελώνα θέλει να κατανοήσει, να διαχειριστεί, να εξελίξει. Δεν αγοράζει μόνο με την καρδιά. Θέλει και λογική.
Συνοψίζοντας, το μέλλον του γαλλικού κρασιού δεν είναι μαύρο. Είναι απλώς μεταβατικό. Μια εποχή υπερβολής δίνει τη θέση της σε μια περίοδο περισυλλογής. Όσοι μείνουν, θα είναι πιο αποφασισμένοι. Και όσοι επιστρέψουν, θα αγαπήσουν ξανά το κρασί, όχι γιατί είναι status symbol, αλλά γιατί είναι πολιτισμός.