Ηταν φανερό από την αρχή και θα έπρεπε να ήταν αναμενόμενο ότι οι επικοινωνιακές υπερβολές της κυβέρνησης στην προώθηση της πολιτικής της για ιδιωτική πανεπιστημιακή εκπαίδευση θα κατέληγαν σε μια οδυνηρή σύγκρουση με την πραγματικότητα.
Τις προεκλογικές εξαγγελίες του πρωθυπουργού για ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων ακολούθησε πλήθος ρεπορτάζ στα μέσα ενημέρωσης για συγκεκριμένα επενδυτικά σχέδια μεγάλων επιχειρηματικών κεφαλαίων. Καθώς όμως αυτή προσκρούει πρόδηλα σε ρητές απαγορεύσεις του άρθρου 16 του Συντάγματος, αντί για τον σεβασμό του και την προώθηση μιας συναινετικής αναθεώρησης, υποστηρίχθηκαν νομικές απόψεις περί παράκαμψης ή διευρυμένης ερμηνείας του.
Σύντομα επομένως οι φιλοδοξίες περιορίστηκαν και το «ίδρυση» μετατράπηκε σε «έλευση» φημισμένων ξένων πανεπιστημίων, που θα ιδρύσουν «μη κερδοσκοπικά» παραρτήματα. Ομως η διόγκωση του θέματος συνεχίστηκε. Οι κυβερνητικές δηλώσεις σκόπιμα και παραπλανητικά αναφέρονταν σε Χάρβαρντ, Κολούμπια κ.λπ., που «έρχονται» λες και επρόκειτο αυτά να ιδρύσουν παραρτήματα στην Ελλάδα, ενώ οι σχετικές ειδήσεις αφορούσαν υφιστάμενες ή νέες διεθνείς συνεργασίες των ελληνικών ιδρυμάτων, ιδίως σε μεταπτυχιακό επίπεδο.

Η παράκαμψη του Συντάγματος με την επινόηση των Νομικών Προσώπων Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης – ΝΠΠΕ του ν. 5045/2024 (τα οποία δεν είναι ΝΠΠΔ, όπως απαιτεί το Σύνταγμα, ούτε ΝΠΙΔ) επικυρώθηκε από το ΣτΕ τον Ιούνιο, με μια απόφαση που δεν έχει ακόμη δημοσιευτεί. Στο μεταξύ, όμως, αποδείχθηκε σαφώς ότι ο νόμος πρακτικά αφορούσε τη μετατροπή των υφιστάμενων κολεγίων σε πανεπιστήμια, τα οποία στο εξής θα δίνουν πτυχία ξένου πανεπιστημίου με ακαδημαϊκή αναγνώριση, πέραν της επαγγελματικής, την οποία είχαν εξασφαλίσει με προηγούμενες ευεργετικές ρυθμίσεις της κυβέρνησης.
Πράγματι, μόνο ένα ξένο (ιδιωτικό κυπριακό) πανεπιστήμιο έκανε αίτηση να δημιουργήσει παράρτημα στην Ελλάδα. Οι υπόλοιπες αιτήσεις υποβλήθηκαν από αγγλικά πανεπιστήμια που συνεργάζονται από ετών με κολέγια και από ένα γαλλικό (αυτό μιας ακόμη κυβερνητικής υπερβολής: «Ερχεται η Σορβόννη!»).
Η σύνδεση των ξένων ιδρυμάτων με κερδοσκοπικά κολέγια, όπως ανακοινώθηκε από την ΕΘΑΑΕ, και η επείγουσα χαλάρωση με τροπολογίες τών, υποτίθεται αυστηρών, απαιτήσεων του νόμου για τις προδιαγραφές των παραρτημάτων (κτίρια χωρίς τις προβλεπόμενες άδειες ή συστεγαζόμενα σε κοινούς χώρους με υφιστάμενες εκπαιδευτικές δομές) εγείρουν αμφιβολίες για την τήρηση του νόμου που ορίζει ότι τα ΝΠΠΕ είναι μη κερδοσκοπικά, αλλά και για τη νομιμοποιητική βάση της απόφασης του ΣτΕ, που απαιτεί να διασφαλίζονται από τον νόμο υψηλού επιπέδου σπουδές. Ζητήματα διαφάνειας για την προέλευση των χρημάτων που κατατέθηκαν ως εγγυητικές επιστολές και παράβολα των αιτούντων θέτει και η Πανελλήνια Ενωση Αναγνωρισμένων Κολεγίων, με 12 μέλη, η οποία αντιδρά νομικά στις ενέργειες της κυβέρνησης που προωθεί τα συμφέροντα συγκεκριμένης μερίδας κολλεγίων, στρεβλώνοντας την αγορά και τον ανταγωνισμό, παρά τις φιλελεύθερες οικονομικές αρχές που υποτίθεται πως πρεσβεύει. Μην ξεχνάμε ότι και τα μεν και τα δε είναι εμπορικές επιχειρήσεις.
Το ουσιαστικό θέμα είναι τι προσφέρει αυτή η πολιτική στην εκπαίδευση και στη χώρα. Ποιες εκπαιδευτικές ανάγκες καλύπτει και τι επιπτώσεις θα έχει στο σύστημα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, και όχι απλά από ιδεολογική εμμονή, είναι σημαία της κυβερνητικής πολιτικής για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, αν αναλογιστούμε ότι κάποιες άλλες πτυχές της είναι η δυσφήμηση του δημόσιου πανεπιστημίου, η ευταξία με διαγραφές και αυστηρότερες ποινές και ο ανορθολογισμός στην κατανομή θέσεων εισακτέων.
Η συγκεκριμένη προσπάθεια με τα ΝΠΠΕ –παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων, που τελικά αποτελεί μετονομασία των κολεγίων– συνεχίζει να αποδομείται. Η διαρροή της (σύμφωνης, όπως απαιτεί ο νόμος) γνώμης της ΕΘΑΑΕ, που εγκρίνει μόνο έξι αιτήσεις λειτουργίας παραρτημάτων και του ΕΟΠΠΕΠ ότι οι κτιριολογικές προϋποθέσεις καλύπτονται μόνο στα κεντρικά κτίρια, προκαλούν αμηχανία στην κυβέρνηση, που δέχεται ισχυρές πιέσεις για περαιτέρω χαλάρωση των απαιτήσεων, καθώς ο χρόνος λιγοστεύει, ο Σεπτέμβριος είναι κοντά και οι ενδιαφερόμενοι έχουν καθυστερήσει τη διαφήμιση των υψηλού επιπέδου υπηρεσιών τους.

Το θέμα όμως δεν είναι ότι ξεφουσκώνει το αφήγημα της δήθεν επιτυχημένης πολιτικής «μη κρατικά πανεπιστήμια», που υποτίθεται πως θα έχει οφέλη για τους φοιτητές και την ελληνική οικονομία, όπως προβλήθηκε ακόμη και από τα χείλη του πρωθυπουργού, ο οποίος σε εβδομαδιαία ενημέρωσή του πανηγύριζε για την αίτηση αγγλικού πανεπιστημίου. Ούτε ότι δεν έρχεται καμία «Σορβόννη». Με διαδικασίες εξπρές, με παρακάμψεις και επιπλέον παραχωρήσεις κάποια παραρτήματα τελικά θα αδειοδοτηθούν – μπορεί και όλα.
Το ουσιαστικό θέμα είναι τι προσφέρει αυτή η πολιτική στην εκπαίδευση και στη χώρα. Oχι μόνο τι σχέση έχει με τις αρχικές εξαγγελίες αυτό που διαμορφώνεται –καθώς το «έρχεται το Χάρβαρντ» καταλήγει σε πανεπιστημιοποίηση, και μάλιστα με το ζόρι, κάποιων κολεγίων–, αλλά το ποιες εκπαιδευτικές ανάγκες καλύπτει και τι επιπτώσεις θα έχει στο σύστημα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Η ισχυροποίηση της χώρας στο ρευστό διεθνές γεωπολιτικό περιβάλλον και υπό το φως των ραγδαίων τεχνολογικών εξελίξεων θα προέλθει σε βάθος χρόνου από την έμφαση στην εκπαίδευση, στην έρευνα και την καινοτομία, που καθόλου δεν υπηρετούνται από την πανεπιστημιοποίηση των κολεγίων.
Η κυβέρνηση (και κάθε κυβέρνηση) αντί για μικροπολιτική και επικοινωνιακή προσέγγιση της εκπαιδευτικής πολιτικής οφείλει να καλλιεργήσει όρους ευρείας πολιτικής συναίνεσης και το πολιτικό σύστημα να ασχοληθεί στρατηγικά με την εκπαίδευση και την έρευνα ως πυλώνες της ανάπτυξης και του μέλλοντος της χώρας.
Ο κ. Γιώργος Λιτσαρδάκης είναι καθηγητής στο ΑΠΘ, γραμματέας της ΠΟΣΔΕΠ.