«Τις πταίει;» ήταν ο τίτλος άρθρου το 1874 του Χαρίλαου Τρικούπη με το οποίο ο πολιτικός κατηγορούσε τα Ανάκτορα ότι περιφρονούσαν την αρχή της Δεδηλωμένης και ότι αυτή η πρακτική βρισκόταν στον πυρήνα της πολιτικής κρίσης της εποχής. Εκατόν πενήντα χρόνια μετά, ο Τάσος Γιαννίτσης υπογράφει το οικονομικό «τις πταίει» των τελευταίων εβδομήντα ετών. Το βιβλίο «Ελλάδα 1953-2024: χρόνος και πολιτική οικονομία» (εκδόσεις Πατάκη), που μόλις κυκλοφόρησε, είναι μια ενδελεχής και μάλλον μελαγχολική ετυμηγορία μιας ολόκληρης εποχής. Δεν διαχωρίζει τις δεκαετίες σε «θριαμβευτικές» και «καταστροφικές», ανάλογα με τις κυβερνήσεις, τα οικονομικά «μπουμ» και τα «κραχ» ή τα ιδεολογικά και πολιτικά σλάλομ της εκάστοτε περιόδου. Αντιθέτως, αναζητεί και περιγράφει το «ενοποιητικό θέμα» που διαπερνά ολόκληρη τη μεταπολεμική περίοδο και καταλήγει σε ένα συμπέρασμα που δεν είναι καθόλου κολακευτικό σχεδόν για καμία κυβέρνηση.
Αυτό δεν σημαίνει ότι διαβάζουμε ένα «κατηγορώ». Oσο κι αν ο συγγραφέας έχει αδυναμία στο ελληνικό καλοκαίρι, στην πεζοπορία στις κυκλαδίτικες ερημιές και στο κολύμπι στις απομονωμένες παραλίες των Κυθήρων, της Αμοργού και άλλων νησιών που βρίσκονται έξω από τον χάρτη του υπερτουρισμού, η θερμοκρασία των σελίδων κυμαίνεται στον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Πρόκειται για μια ψύχραιμη και τεκμηριωμένη κριτική 399 σελίδων γραμμένη με τη διεισδυτική αποστασιοποίηση, την επιθετική ηρεμία και τη φανατική ευπρέπεια που χαρακτηρίζει τον δημόσιο λόγο του ακαδημαϊκού και πολιτικού. Με άλλα λόγια, είναι η «προσωπική μαρτυρία του συγγραφέα στη διαδικασία οικονομικού μετασχηματισμού που πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο», όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά στην εισαγωγή του ο ομότιμος καθηγητής του ΕΚΠΑ Κώστας Κωστής. Σίγουρα δεν είναι ένα βιβλίο παραλίας, αλλά ίσως ταιριάζει με το απογευματινό καφεδάκι στη βεράντα και πάντως διεκδικεί μια περίοπτη θέση στα οικονομικά ράφια της βιβλιοθήκης όσων ενδιαφέρονται γι’ αυτά τα ζητήματα.

Χωρίς Ασφαλιστικό
Η λεπτή ειρωνεία και τα κάπου κάπου σαρκαστικά σχόλια που υπάρχουν στις ιδιωτικές συζητήσεις του συγγραφέα δεν εμφανίζονται στον γραπτό επιστημονικό λόγο του, κάτι που ίσως στερεί από τα βιβλία του μια σημαντική διάσταση. Αποζημιώνει όμως τον αναγνώστη με το βάθος της ανάλυσης, την ποιότητα της γλώσσας και την προσεγμένη εκλαΐκευση και απλοποίηση σύνθετων οικονομικών ζητημάτων. Επιπλέον, σε αντίθεση με άλλους καθηγητές και διανοουμένους, δεν υποκύπτει στον πειρασμό της αυταρέσκειας, δεν αξιοποιεί τη γραφή για την προώθηση δημοσίων σχέσεων ούτε επιλέγει εύκολες λύσεις όπως είναι η αποκάλυψη παρασκηνίων ή οι βεντέτες με διάσημα πρόσωπα.
Μία από τις καινοτομίες του βιβλίου είναι ότι ο Γιαννίτσης αφιερώνει μόνο πέντε γραμμές στο Ασφαλιστικό και στη ματαιωθείσα μεταρρύθμιση του 2001. Αντιθέτως, επικεντρώνεται στις πηγές της ανάπτυξης. Σε ποιο βαθμό η ανάπτυξη προέρχεται από την παραγωγή και την ανταγωνιστικότητα και σε ποιο από την κατανάλωση, τις κατασκευές, την παραοικονομία και τα ακίνητα; Εχει μελετήσει συστηματικά τη βιομηχανική πολιτική για όλη τη μεταπολεμική περίοδο και ειδικότερα από τη δεκαετία του ’70, όταν επέστρεψε από τη Γερμανία όπου έκανε το μεταπτυχιακό του στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Δυτικού Βερολίνου. Οι μελέτες αυτές, που αναφέρονται στο βιβλίο, του επιτρέπουν να έχει καταλήξει με βεβαιότητα στο συμπέρασμα για τη «μη ύπαρξη βιομηχανικής πολιτικής» στη χώρα μας. Το ελληνικό θαύμα που μετεξελίσσεται σε τραγωδία και μετά πάλι σε θαύμα οφείλεται στη διόγκωση των τομέων της ακίνητης περιουσίας και των κατασκευών και στη διασύνδεσή τους με το «κεντρικό χαρακτηριστικό» της ελληνικής οικονομίας, που είναι η παραοικονομία και η φοροδιαφυγή. Αυτή η σύζευξη δεν είναι τυχαία. Οφείλεται σε πολιτικές επιλογές και συνθέτει τη λεγόμενη «εύκολη ανάπτυξη». Μια ανάπτυξη που όσο εύκολα εμφανίζεται, άλλο τόσο εύκολα καταρρέει. Γιατί συμβαίνει αυτό; «Η έννοια “εύκολη ανάπτυξη” χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια ανάπτυξη που δημιουργεί την ψευδαίσθηση μιας βελτίωσης στο άμεσο διάστημα, ενώ στην πραγματικότητα, σε μεγαλύτερο διάστημα αυτή ακριβώς η ανάπτυξη ευθύνεται για προβληματικές συνθήκες. Για δεκαετίες διαπιστώνουμε στη χώρα μια συστηματική παλινδρόμηση μεταξύ θετικών εξελίξεων που ακολουθούνται από μικρότερες ή μεγαλύτερες κρίσεις και νέες λάθος επιλογές. Ολη αυτή η παλινδρομική κίνηση μας οδήγησε στην κρίση. Η “ευκολία” έκρυβε οδυνηρές δυσκολίες».

Ωστόσο, αν αυτή είναι η «εύκολη ανάπτυξη», γιατί η ελληνική κοινωνία θα έπρεπε ή θα μπορούσε να επιλέξει μια «δύσκολη ανάπτυξη» στηριγμένη στη βιομηχανία, στην ανταγωνιστικότητα και την τεχνολογία; Οταν έχουμε το βίωμα διαδοχικών διχασμών και πολέμων που διαχρονικά καλλιεργούν το αίσθημα της προσωρινότητας και τη βεβαιότητα πως κάθε περίοδος σταθερότητας είναι προορισμένη να λήξει, γιατί να επενδύσουμε μακροπρόθεσμα; Γιατί ο επιχειρηματίας του 1980 ή του 2020 να απαρνηθεί τη φοροδιαφυγή και να επενδύσει στην τεχνολογία και την παραγωγικότητα, αντί να βάλει τα λεφτά του στα ακίνητα, όταν γνωρίζει ότι μια απλή αλλαγή πολιτικής θα σαρώσει την επιχείρησή του, ενώ το ακίνητο θα μείνει και θα το εκμεταλλεύεται;
Το αληθινό δίλημμα
«Πολύ απλά, γιατί η εύκολη ανάπτυξη έχει πολύ μεγαλύτερο κόστος από τη δύσκολη ανάπτυξη. Το δίλημμα πάντως δεν είναι “εύκολη ή δύσκολη ανάπτυξη”. Το δίλημμα είναι πώς θέλει μια κοινωνία (και πώς μπορεί) να διαμορφώσει το μέλλον και τη θέση της. Κοινωνίες που αδιαφορούν για το αύριο εισπράττουν αναγκαστικά το αποτέλεσμα των επιλογών τους. Δεν συμφωνώ πάντως ότι η “εύκολη ανάπτυξη” είναι μια ορθολογική επιλογή δεδομένων των ελληνικών ιστορικών συνθηκών, όπως φαίνεται ότι μάλλον υπονοείται. Είναι εύκολο να αναζητούμε συνεχώς δικαιολογίες –και μάλιστα μονοσήμαντες και “έξω από εμάς”– για την εξέλιξή μας. Πολλές άλλες χώρες πέρασαν από εξίσου σκληρές καταστάσεις, αλλά δεν άφησαν το μέλλον τους να καθοριστεί μόνο από το πώς θα θεραπεύσουν τα προπατορικά τους τραύματα. Κοίταξαν και το αύριο και οδηγήθηκαν σε πιο ικανοποιητικές κοινωνικές-πολιτικές συνθέσεις».
Προφανώς η Ελλάδα έχει έναν άλλον, ιδιαίτερο τρόπο να «κοιτάζει το αύριο». Οπως χαρακτηριστικά γράφει σε μια από τις πιο «ποιητικές» φράσεις του βιβλίου: «Δεν αναρωτιόμαστε γιατί η άρνησή μας να ακολουθήσουμε μια ρεαλιστική γραμμή χωρίς ψευδαισθήσεις για το αύριο οδηγεί συστηματικά σε αυτό που φοβόμαστε: μια πραγματικότητα που σταθερά διαψεύδει τις συλλογικές προσδοκίες μας για το μέλλον».

Ο Γιαννίτσης δεν είναι δογματικός. Αποδέχεται ότι το λαϊκό αίτημα για τη θεμελίωση συνθηκών κοινωνικής δικαιοσύνης μπορεί να δικαιολογεί εν μέρει επεκτατικές ή ακόμη και πελατειακές πολιτικές, που οδήγησαν κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης σε διογκούμενα ελλείμματα, καθώς και σε συνεχή υστέρηση στην ανταγωνιστικότητα. Η πιθανή απουσία τέτοιων «εύκολων» πολιτικών θα μπορούσε να είχε πυροδοτήσει κοινωνικές εντάσεις, το οικονομικό κόστος των οποίων να ήταν περίπου το ίδιο, δηλαδή ύφεση, διαρθρωτικά προβλήματα και αστάθεια. Πιστεύει ωστόσο ότι μια τέτοια συλλογιστική απαλλάσσει κοινωνικούς φορείς και πολιτικά κόμματα και κυβερνήσεις από την ευθύνη των επιλογών και των συνεπειών τους.
Καταστροφή του τοπίου
«Κάθε νέα πολιτική φάση συνδέεται μεν με βάρη από το παρελθόν, αλλά έχει και την ευθύνη της πολιτικής διαχείρισης των δεδομένων του παρόντος». Με άλλα λόγια, εκτιμά ότι η τεράστια φοροδιαφυγή και παραοικονομία, που σφράγισε τον τελευταίο μισό αιώνα, καθώς και η μαζική παράνομη δόμηση, δεν συνδέονται με το αίτημα κάλυψης της υστέρησης στη θεμελίωση συνθηκών κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά αντίθετα πρόκειται για κλασική συνταγή λαϊκισμού και ψηφοθηρίας. «Παρενέργεια» αυτής της πολιτικής, μεταξύ άλλων, «μια χωρίς προηγούμενο καταστροφή του τοπίου σε πολλά παραδοσιακής ομορφιάς μέρη, ιδίως νησιά».
Ενα ανάγλυφο παράδειγμα στρεβλής νοοτροπίας, στο οποίο αφιερώνει πολλές σελίδες, είναι η εξέλιξη της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας κατά τη Μεταπολίτευση. Ολες οι αμυντικές επιχειρήσεις που ιδρύθηκαν στη δεκαετία του ’70, όχι μόνο κατέληξαν πολύ γρήγορα να γίνουν κέντρα πελατειακής πολιτικής και υπερπαραγωγής ελλειμμάτων, αλλά εξακολουθούν να «καίνε» κεφάλαια και να αντιμετωπίζονται με την ίδια νοοτροπία –και με πολυδάπανα σχέδια «εξυγίανσης»– ακόμη και σήμερα!
Σήμερα, όμως, επικρατεί η αφήγηση ότι τα χρόνια από το 2019 και μετά είναι μια τομή σε σχέση με όλη την προηγούμενη περίοδο. Η διευθύντρια του ΔΝΤ, Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα, δήλωσε πρόσφατα ότι «όλες οι χώρες πρέπει να γίνουν σαν την Ελλάδα». Γιατί εμείς να χαλάμε το ωραίο κλίμα; Πιστεύει ότι η τελευταία πενταετία σηματοδοτεί μια νέα εποχή με διαφορετικά χαρακτηριστικά από εκείνα που είχαν οι προηγούμενες δεκαετίες, ή αντιθέτως ότι εντάσσεται στο ίδιο μοτίβο παλινδρομήσεων το οποίο, όπως περιγράφει στο βιβλίο του, χαρακτήρισε σχεδόν ολόκληρη την προηγούμενη 70ετία;
Το παρελθόν που παρέρχεται
«Οτι η χώρα πηγαίνει καλύτερα από προηγουμένως είναι σωστό. Φαντάζομαι ότι το “προηγουμένως” δεν πάει πίσω από το 2007! Πάντως, η ευχή της Γκεοργκίεβα δεν ξέρω αν θα εκληφθεί ως θετική από πολλές χώρες. Βασικά χαρακτηριστικά του παρελθόντος παραμένουν: κυρίως η έμφαση σε βραχυπρόθεσμη διαχείριση των μακροοικονομικών και η παντελής απουσία μιας σύγχρονης αναπτυξιακής πολιτικής, με έμφαση στην τεχνολογία, στην εκπαίδευση, στα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά της παραγωγικής μας βάσης, η ανάδειξη επενδύσεων στη θέση της κατανάλωσης, η εξασθένηση των βασικών θεσμικών λειτουργιών, η φοροδιαφυγή, οι εντεινόμενες ανισότητες, η αδύναμη παραγωγικότητα που οδηγεί σε ισχνούς μισθούς, η προσφυγή (ξανά) στον δημόσιο δανεισμό μέσα από γνωστές παρεμβάσεις (καθυστέρηση εξοφλήσεων, δανεισμός από άλλους φορείς του Δημοσίου, αύξηση υποχρεώσεων των δημόσιων επιχειρήσεων), το διογκούμενο έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών, οι προβλέψεις διεθνών φορέων για τους ρυθμούς μεγέθυνσης στα επόμενα χρόνια κ.ά. Παλινδρομήσεις ξανά; Δεν θα απαντήσω. Εδώ είμαστε και θα το δούμε».
Τελικά, με βάση τις εξελίξεις και τις εμπειρίες 50 και πλέον ετών, αλλά και τα σημερινά εθνικά και διεθνή δεδομένα για τις προοπτικές, ποιο είναι το πιο κρίσιμο κενό πολιτικής που ανακύπτει για τη χώρα; Τι είναι αυτό που δεν μπορούμε ή δεν θέλουμε να συνειδητοποιήσουμε;
«Θα έλεγα ότι η θεμελιακή αδυναμία της πολιτικής ήταν και είναι η αδυναμία να κατανοήσει ότι οι μεγάλες μακροοικονομικές ανισορροπίες οφείλονται στις προβληματικές επιδόσεις και αδυναμίες του παραγωγικού συστήματος και ότι το βάρος πρέπει πλέον να μετατοπιστεί στη διαμόρφωση μιας αναπτυξιακής – διαρθρωτικής πολιτικής και στην ισχυροποίηση της παραγωγικής βάσης. Ενα σύστημα με χαμηλή παραγωγικότητα, αδυναμία σε εξελιγμένες μορφές παραγωγής, ελλειμματικές υποδομές, αδύναμο θεσμικό περιβάλλον καθορίζει αυτόματα το μέγιστο της ετήσιας μεγέθυνσης της χώρας σε επίπεδα γύρω στο 1,5%. Πολύ λίγο και εύθραυστο». Ιδού λοιπόν το κατά Γιαννίτση «τις πταίει». Είναι η δεδηλωμένη, η ολοφάνερη απόφαση πολιτικών και πολιτών να συνεχίζουμε το ίδιο βιολί, με μικρές μόνο παραλλαγές, που δεν συνιστούν τομή ή ρήξη με την «εύκολη ανάπτυξη», που είναι το μόνιμο, σταθερό και αδιάκοπο κυρίως θέμα της ελληνικής πολιτικής οικονομίας μέσα στον χρόνο.