Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι ο Γάλλος πρόεδρος καλείται να βρει έναν πέμπτο επικεφαλής κυβέρνησης σε λιγότερο από δύο χρόνια για να πείσει στις χρηματοπιστωτικές αγορές ότι η χώρα μπορεί να περιορίσει επαρκώς τις άναρχες δημόσιες δαπάνες.
Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι αυτό θα βάλει τέλος στο κοινοβουλευτικό αδιέξοδο που προκάλεσε ο ίδιος, αφού έχασε την κοινοβουλευτική του πλειοψηφία μετά τις πρόωρες εκλογές του 2024.
Από τότε το κοινοβούλιο παραμένει διχασμένο σε τρεις ομάδες – την αριστερά, το κέντρο και την άκρα δεξιά – καμία από τις οποίες δεν έχει πλειοψηφία. Αυτό έχει δημιουργήσει αδιέξοδο στην οικονομική πολιτική και διχασμούς σχετικά με το πιο βασικό πολιτικό έργο: τον καθορισμό του προϋπολογισμού για το 2026.
Ο πονοκέφαλος του Μακρόν
Ο Μπαϊρού έπεσε λόγω του αντιδημοφιλούς προϋπολογισμού λιτότητας που είχε θεσπίσει για τον περιορισμό του δημόσιου χρέους. Η Γαλλία πρέπει τώρα να συμφωνήσει επειγόντως σε έναν προϋπολογισμό για το επόμενο έτος.
Αλλά δεν υπάρχει καμία βεβαιότητα ότι οποιοσδήποτε νέος πρωθυπουργός που θα επιλέξει ο Μακρόν θα μπορούσε να επιτύχει συναίνεση για τον προϋπολογισμό ή αν θα αποφύγει να έχει την τύχη του Μπαϊρού. Ο τελευταίος άντεξε μόλις εννέα μήνες και, πριν από αυτόν, ο δεξιός Μισέλ Μπαρνιέ μόλις τρεις.
Πολλοί είναι εκείνοι πιστεύουν ότι ο μόνος τρόπος για να ξεπεραστεί αυτό το χάος είναι να προκηρυχθούν πρόωρες εκλογές ή ακόμη και να φύγει ο ίδιος ο Μακρόν. Ο ίδιος έχει επανειλημμένα αρνηθεί να παραιτηθεί.
Ακόμα κι αν ο Μακρόν προκηρύξει νέες πρόωρες εκλογές, ένα σενάριο που ούτε καν θέλει να το σκέφτεται, με το ακροδεξιό Εθνικό Συναγερμό της Μαρίν Λεπέν να προηγείται στις δημοσκοπήσεις το κοινοβούλιο θα μπορούσε πιθανώς να παραμείνει εξίσου διχασμένο και αδιέξοδο, χωρίς σαφή πλειοψηφία.
Γεγονός είναι ότι η κατακερματισμένη Εθνοσυνέλευση αποφάσισε όχι με βάση τις προκλήσεις με τις οποίες είναι αντιμέτωπη η Γαλλία, αλλά με βάση τις κομματικές επιδιώξεις. Οι Σοσιαλιστές αισθάνονται ότι έχουν μπει στο περιθώριο από τον Μακρόν και θέλουν να διοριστεί το δικό τους πρόσωπο ως πρωθυπουργός. Ο Εθνικός Συναγερμός, το ακροδεξιό κόμμα της Μαρίν Λεπέν, θέλει νέες εκλογές επειδή είναι σίγουρο για την επιτυχία του, και η Άκρα Αριστερά θέλει απλώς να ρίξει τον Γάλλο πρόεδρο.
Με το βλέμμα στις τοπικές εκλογές του επόμενου χρόνου
Ο Μακρόν, του οποίου η προεδρία λήγει το 2027, μπορεί τώρα να επιλέξει έναν πρωθυπουργό πιο κοντά στην κεντροαριστερά με την οποία υπάρχουν σημαντικές διαφωνίες για την οικονομική πολιτική που πρέπει να ακολουθηθεί.
Αντ’ αυτού μπορεί να στραφεί ξανά προς την κεντροδεξιά για έναν πρωθυπουργό που θα μπορούσε να διατηρήσει το δεξιό κόμμα Les Républicains, το οποίο έχει στηρίξει μέχρι στιγμής την κυβέρνηση μειοψηφίας. Αλλά θα αντιμετωπίσει τις ίδιες διαμάχες για τον προϋπολογισμό.
Εξαιρετικά απίθανο θα πρέπει να θεωρείται το σενάριο δημιουργίας ενός κυβερνητικού συνασπισμού που θα συγκεντρώνει τους κεντροδεξιούς Les Républicains, τους κεντρώους και τους Σοσιαλιστές.
Αυτό γιατί οι Σοσιαλιστές διαφωνούν τόσο με το κέντρο όσο και με τη δεξιά σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης της κρίσης των δημόσιων οικονομικών της Γαλλίας.
Ταυτόχρονα, κανείς δεν είναι πραγματικά πρόθυμος να επιδείξει υποχωρητικότητα απέναντι στον άλλον ενόψει των τοπικών εκλογών που έχουν προγραμματιστεί για τον Μάρτιο, όπου τα κυρίαρχα κόμματα θα ανταγωνιστούν για να καταλάβουν τις μεγάλες πόλεις, και στη συνέχεια των προεδρικών εκλογών το 2027.
Από την άλλη καμία από αυτές τις πολιτικές ομάδες δεν επιθυμεί πρόωρες εκλογές, κάτι που θα καταστεί αναπόφευκτο εάν αποτύχει η επόμενη προσπάθεια για την οικοδόμηση μιας κυβέρνησης που θα έχει διάρκεια.
Αντίθετα η Μαρίν Λεπέν, της οποίας το ακροδεξιό κόμμα Εθνικός Συναγερμός προηγείται στις δημοσκοπήσεις, πιστεύει ότι θα έπρεπε να προκηρύξει βουλευτικές εκλογές. Η διάλυση του κοινοβουλίου δεν είναι «ιδιοτροπία είναι ένας θεσμικός μοχλός για να σπάσει το αδιέξοδο και να επιτρέψει στη δημοκρατία να λειτουργήσει», είπε χαρακτηριστηρικά στην ομιλία της.
Οι πιθανοί μνηστήρες
Γι’ αυτό ο Μακρόν μπορεί να στραφεί σε μια προσωπικότητα που ταυτίζεται ευρέως με τους Σοσιαλιστές, αλλά δεν είναι απαραίτητα από τις τάξεις τους. Δύο τέτοιες προσωπικότητες είναι ο πρώην πρωθυπουργός Μπερνάρ Καζνέβ και ο βετεράνος πρώην υπουργός Πιερ Μοσκοβισί, ο οποίος είναι επί του παρόντος επικεφαλής του Cour des Comptes, του επίσημου λογιστηρίου.
Μια άλλη ενδιαφέρουσα επιλογή είναι ο νυν υπουργός Οικονομικών Ερίκ Λομπάρ, ο οποίος αν και τραπεζίτης στο επάγγελμα είναι γνωστός για τις σοσιαλφιλελεύθερες τάσεις του.
Εάν ο Μακρόν αποφασίσει να μείνει στο κέντρο και τη δεξιά, η πρώτη του επιλογή θα ήταν πιθανώς ο υπουργός Άμυνας Σεμπαστιάν Λεκορνί.
Ο 39χρονος ήταν υποψήφιος τον περασμένο Δεκέμβριο πριν από τον διορισμό του Φρανσουά Μπαϊρού. Λέγεται ότι είναι κοντά στον πρόεδρο Μακρόν, ο οποίος του έχει αναθέσει την αποστολή της ανάπτυξης των γαλλικών στρατιωτικών δυνατοτήτων.
Ο Λεκορνί ήταν μέλος του γκωλικού κόμματος UMP και του διαδόχου του, των Ρεπουμπλικανών (LR). Αποχώρησε για να ενταχθεί στο κόμμα του Μακρόν όταν ο πρόεδρος εξελέγη για πρώτη φορά το 2017.
Μία άλλη πιθανή υποψήφια είναι η νυν υπουργός Εργασίας και Υγείας Κατρίν Βοτρίν.
Δύο άλλες πιθανές θέσεις εντός της κυβέρνησης είναι ο υπουργός Εσωτερικών Μπρουνό Ρεταϊγιό και ο υπουργός Δικαιοσύνης Ζεράλντ Νταρμανέν.
Κίνδυνος κρίσης διαρκείας
Η Αλεξάνδρα Ρουλέ, αναπληρώτρια καθηγήτρια οικονομικών στη σχολή επιχειρήσεων Insead, η οποία ήταν σύμβουλος του Γάλλου προέδρου από το 2022 έως το 2023, δήλωσε ότι τα πολιτικά κόμματα παραμένουν βαθιά διχασμένα σχετικά με τον προϋπολογισμό και τον τρόπο αντιμετώπισης του αυξανόμενου δημόσιου χρέους της Γαλλίας.
«Οι Σοσιαλιστές έλεγαν ότι βρισκόμαστε σε αυτήν την κατάσταση χρέους επειδή ο Μακρόν μείωσε μαζικά τους φόρους από το 2017, πράγμα που σημαίνει ότι για να διορθωθεί αυτό, θα πρέπει να αυξηθεί η φορολογία, ιδιαίτερα στους πλούσιους. Οι κεντρώοι του Μακρόν ότι μειώσαμε τους φόρους, αλλά η Γαλλία έχει γίνει πιο φιλική προς τις επιχειρήσεις… και βρισκόμαστε σε αυτήν την κατάσταση λόγω των δημόσιων δαπανών που έχουν ξεφύγει από τον έλεγχο, της γήρανσης του πληθυσμού και των συνταξιοδοτικών ζητημάτων. Η ακροδεξιά ανέφερε ότι βρισκόμαστε σε αυτήν την κατάσταση επειδή δαπανώνται πάρα πολλά χρήματα για τη μετανάστευση», εξηγεί.
Η ίδια είναι απαισιόδοξη για το μέλλον και προβλέπει μια κρίση διαρκείας μέχρι το τέλος της προεδρίας Μακρόν: «Αυτό που προκαλεί είναι ότι βρισκόμαστε σε μια τροχιά όπου κάθε χρόνο το χρέος προβλέπεται να αυξάνεται. Θα θέλαμε να σταθεροποιηθεί. Για αυτό θα χρειαστεί έναν προϋπολογισμός που μειώνει τις δαπάνες και πιθανώς αυξάνει λίγο τους φόρους, παίρνοντας κάποια χρήματα από παντού: ένας προϋπολογισμός ενοποίησης. Αλλά φαίνεται πολύ δύσκολο πολιτικά να υπάρξει οποιαδήποτε συναίνεση για έναν προϋπολογισμό ενοποίησης. Νομίζω ότι τα πράγματα θα είναι ασταθή μέχρι το τέλος αυτής της προεδρικής θητείας».
Μια οικονομία σε κρίση
Το θέμα είναι αν αντέχει η γαλλική οικονομία, η δεύτερη μεγαλύτερη στην Ευρωζώνη, μια παρατεταμένη κρίση. Η Γαλλία έχει ένα από τα υψηλότερα επίπεδα δαπανών στην Ευρώπη. Πέρυσι, οι δημόσιες δαπάνες αντιπροσώπευαν το 57% του ΑΕΠ της χώρας, για τη χρηματοδότηση της υγειονομικής περίθαλψης και της κοινωνικής πρόνοιας, συμπεριλαμβανομένων των γενναιόδωρων συντάξεων και επιδομάτων ανεργίας.
Αυτό έχει οδηγήσει σε μεγάλα ελλείμματα και αυξανόμενο εθνικό χρέος, το οποίο ανέρχεται σε 3,35 τρισεκατομμύρια ευρώ από το οικονομικό έτος που λήγει τον Μάρτιο του 2025, ποσό που ισοδυναμεί με σχεδόν 114% του ΑΕΠ της. Συγκριτικά, το χρέος του Ηνωμένου Βασιλείου είναι 2,9 τρισεκατομμύρια λίρες, που αντιπροσωπεύει σχεδόν το 96% του ΑΕΠ.
Η κυβερνητική κρίση στη Γαλλία ήρθε ενώ ο Μακρόν, αντιμετωπίζει μια κρίσιμη πρόκληση στη διεθνή σκηνή αυτόν τον μήνα, με την αναγνώριση ενός παλαιστινιακού κράτους στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ και τη διπλωματία για τη Γάζα και την Ουκρανία.