Οι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο ζουν περισσότερο από ποτέ. Η μακροζωία ανοίγει νέους ορίζοντες, αλλά συνοδεύεται και από προκλήσεις, όπως η αυξημένη πιθανότητα σωματικής και νοητικής φθοράς.
Παράλληλα με τη μείωση της δύναμης ή την επιβράδυνση των κινήσεων, πολλοί ηλικιωμένοι αντιμετωπίζουν δυσκολίες στη μνήμη, τη συγκέντρωση και την εκτέλεση καθημερινών δραστηριοτήτων. Γι’ αυτό και οι επιστήμονες εδώ και χρόνια προσπαθούν να κατανοήσουν γιατί κάποιοι διατηρούν διαύγεια μέχρι βαθιά γεράματα, ενώ άλλοι παρουσιάζουν πιο γρήγορη γνωστική πτώση.
Μία από τις ιδέες που προσελκύει ολοένα και μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι η πολυγλωσσία. Όταν κάποιος μιλά δύο ή περισσότερες γλώσσες, αυτές παραμένουν διαρκώς ενεργές στον εγκέφαλο. Κάθε φορά που ο ετοιμάζεται να μιλήσει, ο εγκέφαλος πρέπει να επιλέξει και να ενεργοποιήσει την κατάλληλη γλώσσα, αποτρέποντας ταυτόχρονα την παρεμβολή των υπολοίπων. Αυτή η συνεχής άσκηση λειτουργεί σαν μία καθημερινή «προπόνηση εγκεφάλου», ενισχύοντας τα δίκτυα που σχετίζονται με την προσοχή και τον γνωστικό έλεγχο, αναφέρει το Science Alert.
Ωφέλιμες οι δύο γλώσσες, ακόμη καλύτερες οι περισσότερες
Παλαιότερες μελέτες έχουν υποδείξει ότι οι δίγλωσσοι ενδέχεται να διατηρούν καλύτερες γνωστικές ικανότητες σε μεγαλύτερη ηλικία, αν και τα αποτελέσματα δεν ήταν πάντα συνεπή. Κάποιες έρευνες κατέγραψαν σαφή πλεονεκτήματα, ενώ άλλες ελάχιστες διαφορές. Ωστόσο, μια νέα, μεγάλης κλίμακας μελέτη προσφέρει πιο ισχυρά δεδομένα και μια σημαντική διαπίστωση: η γνώση μίας επιπλέον γλώσσας φαίνεται ωφέλιμη· η γνώση πολλών φαίνεται ακόμη καλύτερη.
Η έρευνα ανέλυσε δεδομένα από περισσότερους από 86.000 υγιείς ενήλικες ηλικίας 51 έως 90 ετών σε 27 ευρωπαϊκές χώρες. Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν μια μέθοδο μηχανικής μάθησης, δηλαδή εκπαίδευσαν ένα υπολογιστικό μοντέλο να ανιχνεύει μοτίβα σε χιλιάδες δεδομένα που αφορούσαν τη μνήμη, την καθημερινή λειτουργικότητα, το μορφωτικό επίπεδο, την κινητικότητα και την κατάσταση υγείας. Το μοντέλο υπολόγιζε την ηλικία που φαινόταν να έχει κάποιος με βάση τα παραπάνω, σε σχέση με την πραγματική του ηλικία, δημιουργώντας ένα «βιοσυμπεριφορικό χάσμα ηλικίας». Ένα αρνητικό χάσμα σήμαινε ότι κάποιος φαινόταν νεότερος από τη βιολογική του ηλικία· ένα θετικό ότι εμφάνιζε επιταχυνόμενη γήρανση.
Οι περισσότερο και λιγότερο πολύγλωσσες χώρες
Στη συνέχεια, η ομάδα χαρτογράφησε τον βαθμό πολυγλωσσίας ανά χώρα, εξετάζοντας το ποσοστό των πολιτών που δεν μιλούν δεύτερη γλώσσα, εκείνων που μιλούν μία, δύο, τρεις ή περισσότερες. Χώρες όπως το Λουξεμβούργο, η Ολλανδία, η Φινλανδία και η Μάλτα – όπου η ομιλία πολλαπλών γλωσσών είναι συνηθισμένη – εμφάνιζαν μικρότερη πιθανότητα πρόωρης γνωστικής φθοράς. Αντίθετα, σε χώρες με χαμηλότερα επίπεδα πολυγλωσσίας, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ουγγαρία και η Ρουμανία, οι άνθρωποι είχαν μεγαλύτερη πιθανότητα να φαίνονται βιολογικά μεγαλύτεροι από την πραγματική τους ηλικία.
Ακόμη και μία επιπλέον γλώσσα φάνηκε να κάνει αισθητή διαφορά. Η γνώση πολλών γλωσσών ενίσχυε ακόμη περισσότερο το προστατευτικό αποτέλεσμα, υποδηλώνοντας μια σχέση δόσης-απόκρισης: όσο περισσότερες γλώσσες, τόσο μεγαλύτερη η ανθεκτικότητα στη γήρανση. Το φαινόμενο ήταν πιο έντονο στις ηλικίες άνω των 75 ετών.
Οι ερευνητές εξέτασαν αν αυτή η συσχέτιση εξηγείται από άλλους παράγοντες, όπως το εισόδημα, η εκπαίδευση ή η πολιτική σταθερότητα. Ακόμη και μετά την προσαρμογή για δεκάδες εθνικές μεταβλητές – από την ποιότητα του αέρα έως τις ανισότητες φύλου – η προστατευτική επίδραση της πολυγλωσσίας παρέμεινε σταθερή.
Πώς επηρεάζεται ο εγκέφαλος
Αν και η μελέτη δεν εξέτασε άμεσα νευροβιολογικούς μηχανισμούς, σωρός ερευνητικών δεδομένων δείχνει ότι η χρήση πολλαπλών γλωσσών ενεργοποιεί το σύστημα εκτελεστικού ελέγχου του εγκεφάλου, το οποίο ρυθμίζει την προσοχή, την αναστολή ακατάλληλων αντιδράσεων και την εναλλαγή μεταξύ εργασιών. Παράλληλα, άτομα που χρησιμοποιούν δύο γλώσσες σε όλη τους τη ζωή φαίνεται να έχουν μεγαλύτερο ιππόκαμπο, μια περιοχή που είναι κρίσιμη για τον σχηματισμό των αναμνήσεων και γνωστή για το πόσο ευάλωτη είναι σε νευροεκφυλιστικές νόσους όπως το Αλτσχάιμερ.
Η νέα έρευνα, χάρη στην κλίμακα και το εύρος της, αναδεικνύει ένα σαφές μοτίβο: η πολυγλωσσία συνδέεται με υγιέστερη γήρανση, προσφέροντας στον εγκέφαλο περισσότερη ευελιξία και ανθεκτικότητα. Δεν αποτελεί «μαγική ασπίδα», αλλά είναι μια καθημερινή εμπειρία που φαίνεται να βοηθά τον εγκέφαλο να παραμένει νεότερος για περισσότερο.

