Υπάρχουν στιγμές που οι άνθρωποι μιλούν. Ανοίγουν το στόμα τους, καταθέτουν αυτό που τους βαραίνει, εξομολογούνται. Ξετυλίγουν αναμνήσεις, ενοχές, επιθυμίες, λάθη. Κι όμως, όταν τελειώνουν, δεν νιώθουν ελαφρύτεροι. Κάτι μένει μέσα τους κλειστό, σαν να μην ειπώθηκε τίποτα στ’ αλήθεια. Τι συμβαίνει όταν η εξομολόγηση, αντί για λύτρωση, αφήνει πίσω της ένα ακόμη πιο πυκνό βάρος;
Η εξομολόγηση — είτε γίνεται στον ψυχοθεραπευτή, είτε στον φίλο, είτε στον ίδιο τον εαυτό μπροστά στον καθρέφτη — φέρει την υπόσχεση της κάθαρσης. Η λέξη αυτή κουβαλά ιστορία – από την αρχαία τραγωδία μέχρι τη θρησκευτική πρακτική, η πράξη του να φανερώνεις το κρυμμένο έχει θεωρηθεί λυτρωτική. Όμως η πραγματικότητα είναι συχνά πιο σύνθετη.
Advertisment
Υπάρχουν τουλάχιστον τρεις βασικοί ψυχολογικοί λόγοι που η εξομολόγηση μπορεί να αποτύχει να φέρει ανακούφιση.
1. Όταν δεν υπάρχει αποδέκτης — μόνο ακροατής
Το να μιλάς δεν σημαίνει ότι ακούγεσαι. Ο συνομιλητής μπορεί να ακούει, να γνέφει, να καταλαβαίνει επιφανειακά. Αλλά η αίσθηση ότι κάποιος σε “λαμβάνει” – όχι μόνο τις λέξεις σου, αλλά και την κρυφή απόγνωσή τους — είναι σπάνια. Όταν ο άλλος δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος αυτού που του λες, η εξομολόγηση μένει μετέωρη. Δεν μετασχηματίζεται σε σχέση κι έτσι, δεν απαλύνει.
2. Όταν η αλήθεια λέγεται, αλλά δεν βιώνεται
Μερικές φορές ο άνθρωπος εξομολογείται κάτι που μοιάζει αληθινό, αλλά συναισθηματικά παραμένει αποκομμένος από αυτό. Η μνήμη γίνεται αφήγηση, χωρίς να υπάρχει επαφή με το συναίσθημα παρά μόνο με την περιγραφή του. Έτσι, η εξομολόγηση λειτουργεί περισσότερο σαν αναφορά παρά σαν απελευθέρωση. Η λύτρωση προϋποθέτει επαφή. Και η επαφή προϋποθέτει παρουσία.
Advertisment
3. Όταν η ενοχή είναι πιο ισχυρή από την κατανόηση
Ορισμένες ενοχές έχουν ριζώσει τόσο βαθιά, που ακόμα και όταν ειπωθούν, συνεχίζουν να ζουν. Ο λόγος; Δεν έχουν προσεγγιστεί με κατανόηση. Αντιμετωπίζονται σαν “λάθη που πρέπει να παραδεχτώ” κι όχι σαν τραύματα που χρειάζονται φροντίδα. Η εξομολόγηση, τότε, γίνεται πράξη τιμωρίας αντί για θεραπείας και ο άνθρωπος παραμένει μόνος με το βάρος του.
Όρια και αποτυχία λύτρωσης
Η αποτυχία της εξομολόγησης να προσφέρει ανακούφιση δεν ακυρώνει την αξία της αλήθειας. Απλά σηματοδοτεί ότι ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζουμε την αλήθεια χρειάζεται επανεξέταση.
Μία αλήθεια ειπωμένη μέσα σε μια μη δεκτική σχέση, μπορεί να γίνει ξανά τραύμα, ενώ μια αλήθεια ειπωμένη με αυθεντική συναισθηματική σύνδεση, μπορεί να μετατραπεί σε θεραπευτική εμπειρία.
Η αληθινή εξομολόγηση πέρα από την παράθεση γεγονότων, είναι το άνοιγμα μιας συναισθηματικής πόρτας, με την προσδοκία ότι απέναντι υπάρχει κάποιος που όχι μόνο θα δει, αλλά και θα αντέξει να δει.
Εδώ έρχεται ο ρόλος της θεραπευτικής σχέσης. Η θεραπευτική σχέση προσφέρει χώρο για αποδοχή. Ο θεραπευτής δεν προσφέρει “λύση” ή “δικαίωση” παρά μόνο παρουσία. Ένα βλέμμα που παραμένει ακίνητο μπροστά σε αυτό που αποκαλύπτεται, χωρίς να αποστρέφεται γεννά τη λύτρωση.
Η αξία του να γίνουμε αποδεκτοί χωρίς όρους
Σε κοινωνικό επίπεδο, η έκθεση έχει εξιδανικευτεί ενώ η αληθινή αποκάλυψη σπανίζει. Το να λες την ιστορία σου δημόσια δεν σημαίνει ότι έχεις συμφιλιωθεί μαζί της. Μερικές φορές αποτελεί μια αγωνιώδη προσπάθεια να πάρεις πίσω τον έλεγχο της αφήγησης. Αλλά η λύτρωση δεν έρχεται με το να πεις — έρχεται όταν λέγοντας, ακούς τον εαυτό σου για πρώτη φορά χωρίς να κρυφτείς.
Η εξομολόγηση που φέρνει λύτρωση μοιάζει με άγγιγμα που δεν προσπαθεί να διορθώσει. Δεν υπάρχει εκεί για να επαναφέρει μια τάξη, αλλά για να σταθεί μέσα στο χάος.
Η ανάγκη για εξομολόγηση είναι η ανάγκη να υπάρχουμε κάπου αλλού εκτός από μέσα μας. Να δει κάποιος το σκοτεινό μας κομμάτι και να μείνει, χωρίς αποστροφή, κριτική ή νουθεσίες. Να μας αποδεχτεί και να μας δώσει τη δύναμη να αποδεχτούμε κι εμείς τον εαυτό μας. Γιατί τελικά η λύτρωση δεν έρχεται με την αποκάλυψη αλλά με την αποδοχή.
«Η πράξη του να αποκαλύψεις πλήρως τον εαυτό σου και να γίνεις αποδεκτός ίσως είναι το πιο ισχυρό μέσο θεραπευτικής βοήθειας.» — Irvin D. Yalom