Φαινομενικά το Ισραήλ έδειξε για άλλη μια φορά την επιχειρησιακή του ικανότητα. Κατάφερε να αναχαιτίσει έναν στόλο δεκάδων πλοίων που επιχειρούσαν να σπάσουν τον αποκλεισμό που έχει επιβάλει, χρόνια τώρα στη Λωρίδα της Γάζας και να μεταφέρουν ανθρωπιστική βοήθεια, αναχαίτιση που είχε τη δυσκολία ότι έπρεπε να γίνει με τρόπο που να αποφύγει τα θύματα μεταξύ των ακτιβιστών – σε αντίθεση με όσα είχαν το 2010 στο πλοίο Μαβί Μαρμαρά όπου είχαν σκοτωθεί εννέα ακτιβιστές
Την ίδια ώρα φαίνεται ότι η Ευρώπη και αρκετά καθεστώτα της περιοχής συσπειρώνονται γύρω από το «Σχέδιο Τραμπ», που σε πρώτη φάση έχει αποδεχτεί και ο πρωθυπουργός του Ισραήλ Μπενιαμίν Νετανιάχου, παρότι οι περισσότεροι αναλυτές με γνώση του Παλαιστινιακού υπογραμμίζουν ότι στον βαθμό που δεν περιλαμβάνει σαφή προοπτική Παλαιστινιακού κράτους, δεν ξεκαθαρίζει σε ποιον ακριβώς θα παραδώσει τη Γάζα η υπό τον Τόνι Μπλερ διεθνής επιτροπή, και βεβαίως δεν λέει τι θα γίνει με τη Δυτική Όχθη και τους εποικισμούς, δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ένα σχέδιο με προοπτική.
Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και η πρωτοβουλία για έναν κύκλο – συμβολικών στον πυρήνα τους – αναγνωρίσεων του Παλαιστινιακού Κράτους, από Δυτικές χώρες, δεν ακολουθήθηκε από πολλές κυβερνήσεις – της ελληνικής συμπεριλαμβανομένης.
Και βέβαια παρότι οι αναγνωρίσεις αυτές υποτίθεται ότι έγιναν ως άσκηση πίεσης για να σταματήσουν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Γάζα εντούτοις οι δυτικές χώρες αποφεύγουν να πουν ότι το Ισραήλ διαπράττει γενοκτονία στη Γάζα, παρότι πλέον αυτό αναγνωρίζουν και οι διεθνείς οργανισμοί.
Ακόμη και τώρα που το Ισραήλ προχώρησε σε μια εμφανώς παράνομη ενέργεια, σε διεθνή ύδατα, εκτός των χωρικών του υδάτων, και χωρίς βεβαίως να μπορεί να επικαλεστεί απειλή από έναν μικρό στολίσκο σκαφών, κυρίως ιστιοπλοϊκών, που άοπλα κουβαλούσαν ανθρωπιστική βοήθεια, δηλαδή διέπραξε μια μορφή κρατικής πειρατείας, οι αντιδράσεις των δυτικών και ευρωπαϊκών κυβερνήσεων ήταν από υποτονικές έως και χλιαρές, με έμφαση στην ασφάλεια. Δηλαδή, αντί για οργισμένα διαβήματα, ανακλήσεις πρεσβευτών και απειλές κυρώσεων, αυτό που είχαμε ήταν απλώς δηλώσεις για την ασφάλεια των συλληφθέντων, διανθισμένων με δηλώσεις για το πώς όλα αυτά δεν θέτουν σε διακινδύνευση τη συνεργασία με το Ισραήλ.
Όλα αυτά προφανώς και δεν αποθαρρύνουν το Ισραήλ και το κάνουν να έχει αυτή την αίσθηση ότι διαθέτει υπέρτερη ισχύ. Ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι εξακολουθεί να δέχεται, ποικιλοτρόπως στρατιωτική βοήθεια από τη Δύση.
Πάνω από όλα η ηγεσία του Ισραήλ φαίνεται ότι νιώθει ισχυροποιημένη από το γεγονός ότι είχε σημαντικά στρατιωτικά πλήγματα όχι μόνο σε βάρος της Χαμάς – παρότι βεβαίως οι πρακτικές ένοπλης αντίστασης ουδέποτα σταμάτησαν στο έδαφος της Γάζας – ή της Χεζμπολάχ, αλλά ακόμη και του Ιράν, της δύναμη που θεωρούσε ότι ήταν η μεγαλύτερη απειλή, την ώρα που απαλλάχτηκε από το καθεστώς Άσαντ στη γειτονική Συρία.
Όμως, όλα αυτά αποτελούν τη μία πλευρά του νομίσματος. Και όχι την κυρίαρχη.
Η άλλη πλευρά είναι ότι και με αυτή την του την ενέργεια το Ισραήλ κατοχυρώνεται στα μάτια ενός μεγάλου μέρους της παγκόσμιας κοινής γνώμης ως μια δύναμη που παραβιάζει βάναυσα το διεθνές δίκαιο και δεν έχει καμία πραγματική διάθεση να επιλύσει την ανθρωπιστική κρίση στη Γάζα.
Η εικόνα πάνοπλων στρατιωτών να καταλαμβάνουν ιστιοπλοϊκά σκάφη με άοπλους ακτιβιστές που δεν προβάλλουν αντίσταση, τους ακτιβιστές καταξιώνει και όχι την πλευρά του Ισραήλ.
Δεν είναι τυχαίο ότι υπάρχει ένα παγκόσμιο κύμα αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη, το οποίο έχει διευρύνει την απήχηση όχι μόνο στον Παγκόσμιο Νότο αλλά και στη Δύση, πρωτίστως σε τμήματα της νεολαίας, με τις κινητοποιήσεις να κερδίζουν σε μαζικότητα ακόμη και σε χώρες όπου είχε εμπεδωθεί μια λογοκρισία σε σχέση με το θέμα, όπως η Γερμανία.
Και ακόμη και εάν διάφορες χώρες έσπευσαν να υποστηρίξουν το σχέδιο Τραμπ για την Γάζα, συμπεριλαμβανομένων και κυβερνήσεων της περιοχής, δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι αυτό θα προχωρήσει, πράγμα που θα σημαίνει συνέχιση της σύγκρουσης, άρα και της καταφυγής του Ισραήλ στη γενοκτονική βία, ιδίως όταν αυτή είναι και η θέση που ανοιχτά υποστηρίζουν τα ακροδεξιά στηρίγματα του.
Ας μην ξεχνάμε ότι σε πείσμα της υποτιθέμενης συναίνεσής του στο σχέδιο Τραμπ, το Ισραήλ έχει κάνει σαφές ότι ποτέ δεν θα συναινέσει σε Παλαιστινιακό Κράτος, την ώρα που επιμένοντας στους παράνομους εποικισμούς δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να υπονομεύει αυτή την προοπτική αλλά και να ανοίγει το δρόμο για την προσάρτηση της Δυτικής Όχθης ή τουλάχιστον μεγάλου τμήματός της.
Πράγμα που σημαίνει ότι ουδέποτε το Ισραήλ θα κινηθεί σε μια κατεύθυνση ειρηνευτικής διαδικασίας και επίλυσης του προβλήματος. Αντιθέτως, θα χρησιμοποιεί την καταφυγή στη βία, συμπεριλαμβανομένης αυτή που μόνο ως σχέδιο γενοκτονίας μπορεί να περιγραφεί, για να μπορεί να συνεχίζει να υπάρχει, εκμεταλλευόμενο τον ρόλο που έχει κατοχυρώσει ως προκεχωρημένο φυλάκιο της Δύσης.
Και μπορεί να κατάφερε ισχυρά πλήγματα σε δυνάμεις που θεωρούσε απειλές όπως το Ιράν ή η Χεζμπολάχ, όμως δεν αναιρεί ότι με όλα αυτά το Ισραήλ δεν έγινε περισσότερο σεβαστό στην ευρύτερη περιοχή. Αντιθέτως, αντιμετωπίζεται, σε επίπεδο κοινής γνώμης με ακόμη μεγαλύτερη εχθρότητα.
Όμως, δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι μεσομακροπρόθεσμα αυτό συνιστά μια βιώσιμη λύση και για το ίδιο το κράτος του Ισραήλ. Από ένα σημείο και μετά ο συνειδητά αποσταθεροποιητικός ρόλος της πολιτικής του σε συνδυασμό με την ειδική βαρύτητα του Παλαιστινιακού ζητήματος σε μεγάλο μέρος τα παγκόσμιας κοινής γνώμης, θα μπορούσε να το φέρει σε σύγκρουση ακόμη και σε σύγκρουση με χώρες που το στηρίζουν, ενώ δεν είναι δεδομένο ότι όσο παραμένει ανοιχτό το Παλαιστινιακό θα πάνε οι αραβικές χώρες να συνεργαστούν με το Ισραήλ. Την ίδια ώρα το Ισραήλ χάνει μεγάλο της Διασποράς, ιδίως στην Βόρεια Αμερική, όπου έχουν πολλαπλασιαστεί οι φωνές της εβραϊκής κοινότητας που καταγγέλλουν το κράτος του Ισραήλ και αποστασιοποιούνται ρητά από τις παραδόσεις του σιωνισμού, ενώ την κατάσταση επιδεινώνει ο τρόπος που προσπαθεί να χειραγωγήσει τις κοινότητες της Διασποράς της αντιμετωπίζοντάς τις ως εκπροσώπους της ισραηλινής πολιτικής. Ούτε είναι τυχαίο ότι αυτή τη στιγμή το βασικό πολιτικό στήριγμα του Ισραήλ διεθνώς σε επίπεδο πολιτικών ρευμάτων είναι η Παγκόσμια Ακροδεξιά, οι πολιτικοί απόγονοι αυτών που κάποτε μεθόδευσαν την εξόντωση των Εβραίων της Ευρώπης στο Ολοκαύτωμα, και που σήμερα χρησιμοποιούν την «ενθουσιώδη» υποστήριξη στο Ισραήλ για να ξεπλύνουν το αντισημιτικό παρελθόν τους.
Σε όλα αυτά προστίθενται οι εκρηκτικής αντιφάσεις της Ισραηλινής κοινωνίας. Η ανασημασιοδότηση της αντίθεσης ανάμεσα στους Ασκεναζί Εβραίους από την Ευρώπη και τους Μιζραχί Εβραίους από την ευρύτερη Μέση Ανατολή, με τους τελευταίους να έλκονται από τους σχηματισμούς της Ακροδεξιάς, όξυνε σε εντυπωσιακό βαθμό την εσωτερική κοινωνική και πολιτική κρίση, όπως φάνηκε και σε σχέση με τις μεγάλες κινητοποιήσεις ενάντια στον Νετανιάχου. Στην πραγματικότητα οι πολεμικές επιχειρήσεις στη Γάζα μπορεί να έδωσαν μια ώθηση σε κάποιου είδους συστράτευση όλων των πλευρών, όμως το Ισραήλ δεν παύει να είναι αντιμέτωπο με έναν εν εξελίξει εμφύλιο πόλεμο με αβέβαιη εξέλιξη.
Σε όλα αυτά προστίθεται και η ίδια η αντικειμενική φθορά του όποιου ηθικού πλεονεκτήματος μπορεί να διεκδίκησε για δεκαετίες το Ισραήλ, όταν στα μάτια μεγάλου μέρους της παγκόσμιας κοινής γνώμης διαπράττει γενοκτονία. Την ίδια στιγμή το ίδιο το γεγονός ότι στο εσωτερικό του κανονικοποιείται σε τέτοιο βαθμό αυτή η γενοκτονική βία και εμπεδώνεται η βαναυσότητα ως εθνική πολιτική διαμορφώνει μια εικόνα πολύ διαφορετική από αυτή της «μόνης δημοκρατίας της Μέσης Ανατολής».
Όλα αυτά σημαίνουν ότι σε βάθος χρόνου είναι προτιμότερο να μιλάμε για μια ψευδαίσθηση ισχύος του Ισραήλ. Ναι, είναι μια πολύ ισχυρή στρατιωτική δύναμη που με την υποστήριξη των ΗΠΑ και άλλων δυτικών χωρών μπορεί να έχει στρατιωτικές επιτυχίες, την ώρα που αξιοποιεί τη σχέση με τη συλλογική Δύση για να μεθοδεύει μια γενοκτονία, ενώ ποντάρει και πάνω στους κυνικούς και τακτικούς υπολογισμούς γειτονικών κρατών που και αυταρχικά και διεφθαρμένα καθεστώτα έχουν. Όμως, την ίδια στιγμή δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να καθίσταται μια ολοένα και πιο εχθρική δύναμη στα μάτια μεγάλου μέρους της παγκόσμιας κοινής γνώμης, μια δύναμη που διαπράττει γενοκτονία και που υπονομεύει κάθε προοπτική ειρήνης στην περιοχή. Πράγμα που σημαίνει ότι ολοένα και περισσότερο η υποστήριξη στο Ισραήλ θα καθίσταται προβληματική για ένα ευρύ φάσμα κυβερνήσεων που δεν θα θέλουν να έρθουν σε σύγκρουση με την κοινή γνώμη των χωρών τους, την ώρα που θα σταθμίζουν διαρκώς εάν αξίζει το κόστος η αλληλεγγύη σε ένα κράτος που υπονομεύει κάθε προοπτική ειρήνης και που στην πραγματικότητα διαχειρίζεται μια διαρκώς κλιμακούμενη αποσταθεροποίηση (άρα και μεταφορά κόστους στις πλάτες άλλων) ως μηχανισμό επιβίωσης.
Ούτε θα μπορεί στο διηνεκές να επενδύσει στην ειδική βαρύτητα του Ολοκαυτώματος και της μνήμης γύρω από αυτό, ως λευκή επιταγή για τη δική του πολιτική επιλογή. Στα μάτια ιδίως νεότερων γενιών, είναι ένα πράγμα η μνήμη της Σοά ως προειδοποίηση για το μέγεθος κτηνωδίας στην οποία μπορεί να οδηγήσει ο αντισημιτισμός ως αρχετυπική μορφή κρατικού ρατσισμού, και άλλο πράγμα ότι το σημερινό κράτος του Ισραήλ διαπράττει γενοκτονία και στερεί το δικαίωμα στην πατρίδα από έναν ολόκληρο λαό. Σε πείσμα της προπαγάνδας του Ισραήλ και των απολογητών, πάρα πολλοί άνθρωποι θεωρούν απόλυτα ορθολογικό και καθόλου αντιφατικό να έχουν αυτή ακριβώς την τοποθέτηση.
Στην πραγματικότητα πίσω από την επίδειξη ισχύος από τη μεριά της ισραηλινής ηγεσίας, αυτό που κρύβεται είναι μια βαθύτερη αμηχανία για τον τρόπο που το ίδιο το σιωνιστικό σχέδιο, η ίδια η λογική «ένας λαός χωρίς γη σε μια γη χωρίς λαό» φτάνει στα όριά της ίδιας της βιωσιμότητάς της. Προφανώς και η σωρευμένη στρατιωτική ισχύς μπορεί να δίνει έναν σημαντικό ορίζοντα χρόνου, όπως η πραγματική απώλεια νομιμοποίησης, η μεταστροφή της παγκόσμιας κοινής γνώμης, η απήχηση της αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη, η εσωτερική πολιτική και ηθική κρίση και η ενδεχόμενη κούραση ακόμη και προνομιακών συμμάχων, δουλεύουν στην αντίθετη κατεύθυνση. Και η αναμέτρηση με αυτό το υπαρξιακό ερώτημα δεν θα μπορεί να αναβάλλεται για πάντα.