Μέχρι στιγμής, έχουμε διαμορφώσει ένα μοντέλο για τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αλληλεπιδρούν μεταξύ τους κι έχουμε δει πώς αυτές οι δυναμικές προκαλούνται από την απορρύθμιση του νευρικού συστήματος και πώς επηρεάζουν το απορρυθμισμένο νευρικό σύστημα ενός άλλου ατόμου.
Αν αυτό το μοντέλο είναι σωστό, τότε τα μοτίβα αυτά θα πρέπει να εμφανίζονται και στην πραγματική ζωή. Φυσικά, έχουμε ήδη καταβάλει μεγάλη προσπάθεια να εξηγήσουμε το γιατί οι άνθρωποι είναι έτσι όπως είναι. Αν η ιστορία μας για το νευρικό σύστημα είναι σωστή, τότε θα πρέπει να αντανακλάται σε όλες τις προϋπάρχουσες θεωρίες.
Advertisment
Παρακάτω θα εξετάσουμε αυτή την υπόθεση για να δούμε αν ισχύει, ξεκινώντας με την προσκόλληση, τη σχέση μεταξύ μητέρας και βρέφους.
Κατανοώντας την προσκόλληση
Προσκόλληση είναι ο όρος που αποδίδεται σε μια πολύ ιδιαίτερη κατάσταση, όταν από τη μια πλευρά της σχέσης έχουμε το νευρικό σύστημα ενός βρέφους ή παιδιού και από την άλλη το νευρικό σύστημα του βασικού φροντιστή του. Μπορούμε να διαμορφώσουμε αυτό το μοντέλο συμπεριφοράς όπως κάναμε προηγουμένως, με το συνταίριασμα δύο νευρικών συστημάτων, αλλά, αυτή τη φορά, ένα από τα δύο άτομα στο σχέδιο θα φαίνεται πάντα απορρυθμισμένο.
Τα βρέφη έχουν περιορισμένη ικανότητα να ρυθμίζουν το νευρικό τους σύστημα. Καθώς μεγαλώνουν, αυξάνεται η ικανότητά τους, αλλά ενόσω μαθαίνουν να το κάνουν συχνά χρειάζονται τη βοήθεια κάποιου άλλου. Όταν τα πράγματα πηγαίνουν καλά, αυτή η διαδικασία γίνεται με φυσικό τρόπο. Για παράδειγμα, είναι έμφυτο στους γονείς να ηρεμούν το μωρό τους. Το παίρνουν αγκαλιά, του τραγουδούν, το λικνίζουν και του μιλούν γλυκά μέχρι να ησυχάσει.
Advertisment
Καθεμία από αυτές τις ενέργειες είναι μια μηχανική παρέμβαση που σταθεροποιεί το νευρικό σύστημα του μωρού. Η αφή, ο ήχος και η κίνηση συνδέονται με το νευρικό σύστημα, και μπορούμε να το «χακάρουμε» χρησιμοποιώντας αυτές τις μεθόδους. Το κάνουμε και ως ενήλικες· πολλοί ισχυριζόμαστε ότι νιώθουμε πιο ήρεμοι έπειτα από ένα μασάζ, ή πιο ισορροπημένοι όταν ακούμε μουσική, ή ότι νιώθουμε καλύτερα αφού χορέψουμε.
Ένα νεογέννητο υπάρχει μεν εκτός της μήτρας, αλλά ψυχολογικά δεν έχει ακόμα γεννηθεί. Το διάστημα μεταξύ της σωματικής και της ψυχολογικής γέννησης είναι μια περίοδος εξαιρετικά σημαντική και ευαίσθητη. Τότε μαθαίνουμε από τη μητέρα μας πώς να ρυθμίζουμε το νευρικό μας σύστημα. Χωρίς αυτό το πρώτο βήμα, είναι πολύ δύσκολο να επιτύχουμε τη ρύθμιση αργότερα στη ζωή μας. Γι’ αυτό η συγκεκριμένη περίοδος—που θεωρείται πως εκτείνεται από τη γέννηση έως την ηλικία των τριών περίπου ετών— έχει ιδιαίτερη σημασία όταν μιλάμε για τις ανθρώπινες σχέσεις.
Κι αυτό είναι το αντικείμενο της θεωρίας της προσκόλλησης, που μελετάται εδώ και πάνω από πενήντα χρόνια. Πρόσφατα, ο Νταν Σίγκελ παρουσίασε μια συναρπαστική εργασία πάνω στο θέμα, εξετάζοντάς το μέσα από το πρίσμα της νευροβιολογίας και της ανατομίας.
Είδη προσκόλλησης
Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τα μοντέλα των σχέσεων από τις προηγούμενες ενότητες για να εξετάσουμε τις διαφορετικές δυναμικές που μπορεί να προκύψουν μεταξύ ενός βρέφους και της μητέρας του. Η λέξη «μητέρα» εδώ χρησιμοποιείται ενδεικτικά, για να αναφερθούμε στον πιο κοντινό φροντιστή του μωρού, που συνήθως είναι η βιολογική του μητέρα.
Οι μητέρες κάνουν πολύ καλά αυτή τη δουλειά, καθώς έχουν σύνδεση με το βρέφος από τις πρώτες στιγμές της ζωής του. Ωστόσο έχει παρατηρηθεί πως και οι μπαμπάδες ή άλλοι συγγενείς οποιουδήποτε φύλου, ακόμα και μη συγγενείς φροντιστές, το κάνουν αρκετά καλά, ώστε να επιτρέψουν στο μωρό να μάθει να ρυθμίζεται από μόνο του.
Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, από το μωρό. Το νευρικό του σύστημα είναι ευάλωτο και ανίκανο ακόμα να αυτορρυθμίζεται πλήρως. Έτσι, παρόλο που δεν κουβαλάει αποσκευές, μπορεί να μοιάζει αρκετά με έναν απορρυθμισμένο ενήλικα. Δεν διαθέτει όρια ή αυτοσυγκράτηση, ούτε την ικανότητα να επιλέξει κάτι από τα δύο. Χρειάζεται έναν γονέα για να φροντίσει αυτή την ανάγκη.
Σε έναν ιδανικό κόσμο, ο γονέας θα ήταν καλά ρυθμισμένος, και η δυναμική μεταξύ τους θα έμοιαζε κάπως έτσι: Με αυτό το μοντέλο γονεϊκής σχέσης, το μη ρυθμισμένο νεογέννητο θα άρχιζε να διαμορφώνει μια εσωτερική αίσθηση ρύθμισης, βιώνοντας τη ρύθμιση του ενήλικα σε σχέση με τη δική του δυσφορία. Με τον καιρό, το αναπτυσσόμενο παιδί μιμείται αυτό το μοτίβο, ώστε αποκτά σταδιακά την ικανότητα να αυτορρυθμίζεται. Έτσι, μαθαίνει να διαχειρίζεται την εμπειρία του σε σχέση με τον κόσμο κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του.
Αυτή η διαδικασία επιτρέπει στους δύο να εξελιχθούν σε μια καλά ρυθμισμένη σχέση, η οποία αντιπροσωπεύει την ιδανική δυναμική, όπως φαίνεται στο παρακάτω σχέδιο. Αυτό που βλέπετε ονομάζεται ασφαλής προσκόλληση. Το παιδί αισθάνεται ασφαλές και μεγαλώνει διαμορφώνοντας υγιείς δεσμούς στην ενήλικη ζωή του, και ως εκ τούτου καλύτερες σχέσεις. Όχι μόνο ερωτικές σχέσεις· σε γενικές γραμμές, όλες οι σχέσεις του έχουν περισσότερες πιθανότητες να είναι υγιείς και να λειτουργούν ομαλά.
Η οικογένεια, οι φίλοι και οι συνάδελφοί του θα επωφεληθούν από το γεγονός ότι το άτομο αυτό θα προσφέρει ένα καλά ρυθμισμένο νευρικό σύστημα στην απαιτητική διαδικασία της ανθρώπινης συνύπαρξης.
Αλλά η ιστορία δεν τελειώνει εδώ. Αν κοιτάξετε το αρχικό σχέδιο της μητέρας και του βρέφους, μπορείτε να μαντέψετε πόσοι άλλοι τύποι προσκόλλησης υπάρχουν; Αν το μωρό στ’ αριστερά παραμένει το ίδιο, πώς θα μπορούσε να διαφέρει η άλλη πλευρά; Ποιοι άλλοι τύποι φροντιστών θα μπορούσαν να μπουν στη θέση αυτή και πώς θα έμοιαζαν τα πράγματα;
Όπως ήδη γνωρίζουμε, υπάρχουν δύο ακόμα τύποι νευρικών συστημάτων που μπορούμε να συμπεριλάβουμε στην εξίσωση. Και, όπως συμβαίνει, υπάρχουν επίσης δύο ακόμα κοινοί τύποι προσκόλλησης: η ανθεκτική και η αποφευκτική προσκόλληση.
Ανθεκτική προσκόλληση
Ας εξετάσουμε τη δυναμική μιας υπερβολικής αντίδρασης από έναν φροντιστή. Μπορείτε να φανταστείτε πώς αυτό μπορεί να επηρεάσει το μωρό; Αν το μεγαλύτερο μέρος της φροντίδας που λαμβάνει είναι έτσι, τότε θα βρίσκεται διαρκώς αντιμέτωπο με τις ανολοκλήρωτες διεργασίες στις αποσκευές της μητέρας του. Δεν θα νιώθει ασφαλές και δεν θα μάθει πώς να ρυθμίζει το νευρικό του σύστημα από το συγκεκριμένο άτομο. Ενδέχεται μάλιστα να δυσκολευτεί να διαχειριστεί αυτή τη σχέση, η οποία απέχει από το ιδανικό.
Το παιδί θα διαμορφώσει αυτό που είναι γνωστό ως «ανθεκτική προσκόλληση», η οποία χαρακτηρίζεται από ξεσπάσματα θυμού και αμφιθυμία. Ο θυμός πιθανότατα θα γίνεται πιο εμφανής με την πάροδο του χρόνου, καθώς όσο μεγαλώνει και γίνεται πιο δυνατό τόσο πιο ασφαλές αισθάνεται να πολεμήσει, αντί να παγώσει. Αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει τη συμπεριφορά των αποκαλούμενων «τρομερών δίχρονων».
Απόσπασμα από το βιβλίο «Το αόρατο λιοντάρι» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα. Δείτε περισσότερα εδώ

