Αν και η προεδρία Ντόναλντ Τραμπ εγκαινιάστηκε με εκείνο το δασμολογικό σοκ του Απριλίου -με απειλές για δασμούς 100% σε κινεζικά προϊόντα-, ακολούθησε μια απροσδόκητη ύφεση τον Οκτώβριο στη σύνοδο κορυφής των Τραμπ και Σι Τζινπίγκ στο Μπουσάν της Νότιας Κορέας. Σύμφωνα όμως με Κινέζο πρώην διπλωμάτη μπορεί να μειώθηκε η ένταση, αλλά η σχέση δεν άλλαξε ουσιαστικά.
Σε ανάλυσή του στη κινεζική South China Morning Post, ο Shi Jiangtao σημειώνει πως ειδικοί συμφωνούν σε γενικές γραμμές ότι αυτό δεν συνιστά ούτε επιστροφή στη συνεργασία ούτε στροφή προς έναν «διαχειριζόμενο ανταγωνισμό», αλλά μάλλον μια τακτική παύση.
«Χωρίς στρατηγικές τομές, οι δύο πλευρές συμφώνησαν σε ένα περιορισμένο αλλά συμβολικά σημαντικό πακέτο» λέει Jiangtao, εξηγώντας πως «η Κίνα ανέστειλε για έναν χρόνο τους περιορισμούς στις σπάνιες γαίες και αγόρασε περισσότερη αμερικανική σόγια, ενώ οι ΗΠΑ πάγωσαν νέους δασμούς και χαλάρωσαν τις απειλές για ελέγχους εξαγωγών, με αμφότερες να δεσμεύονται να συνεργαστούν στο ζήτημα της Ουκρανίας».
Ο Ζου Ζικούν, καθηγητής διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Bucknell της Πενσιλβάνια, δήλωσε ότι είναι πρόωρο να ειπωθεί πως η σχέση ΗΠΑ–Κίνας έχει φτάσει σε «ανταγωνιστική συνύπαρξη» ή σε καθεστώς «διαχειριζόμενου ανταγωνισμού».
«Η σημερινή σχετική σταθερότητα στη σχέση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε εσωτερικούς παράγοντες και στις δύο πλευρές, όπως οι ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ και η οικονομική επιβράδυνση της Κίνας», είπε.
Σύμφωνα με τον Ζου, τόσο το Πεκίνο όσο και η Ουάσιγκτον επιθυμούν αυτή η σταθερότητα να συνεχιστεί, τουλάχιστον για τον επόμενο χρόνο, διάστημα κατά το οποίο ο Τραμπ και ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ αναμένεται να συναντηθούν αρκετές φορές.
Ωστόσο, πρόσθεσε ότι μετά το 2026, απαλλαγμένος από εκλογικούς περιορισμούς και αντιμέτωπος με αυξημένες εσωτερικές πιέσεις, ο Τραμπ είναι «πολύ πιθανό να επιστρέψει σε μια πιο γερακίσια και εχθρική στάση απέναντι στην Κίνα, και η διμερής σχέση θα αντιμετωπίσει εκ νέου ισχυρούς αντίθετους ανέμους».
Δεν βλέπω ουσιαστική βελτίωση
Ο Τζορτζ Μάγκνους, ερευνητικός συνεργάτης στο China Centre του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, χαρακτήρισε τη σύνοδο «μια προσπάθεια σταθεροποίησης των σχέσεων, έστω και προσωρινά», έπειτα από «εκτεταμένη εργαλειοποίηση του εμπορίου και από τις δύο πλευρές».
Εκτίμησε ότι μια εμπορική συμφωνία παρόμοια με τη «φάση ένα» του Ιανουαρίου 2020 είναι πιθανή, αλλά τόνισε ότι τα μέτρα αποκλιμάκωσης στερούνται «μονιμότητας ή στρατηγικής σημασίας».
«Δεν βλέπω καμία ουσιαστική βελτίωση στην υποκείμενη ανταγωνιστική φύση της σχέσης», είπε.
Από την πλευρά του ο Αρτιόμ Λούκιν, καθηγητής στο Ομοσπονδιακό Πανεπιστήμιο Άπω Ανατολής της Ρωσίας στο Βλαδιβοστόκ, χαρακτήρισε το αποτέλεσμα «πιθανότατα μια προσωρινή εκεχειρία, όχι μια διαρκή σταθεροποίηση».
«Το βασικό γεγονός είναι ότι η Αμερική και η Κίνα είναι οι ισχυρότερες δυνάμεις στον κόσμο και δεν εμπιστεύονται η μία την άλλη», είπε, επικαλούμενος «δομικές διαφορές» στην πολιτική κουλτούρα και ταυτότητα των δύο χωρών.
Σύμφωνα με τον Λούκιν, ο συνδυασμός «ανταγωνισμού υπερδυνάμεων και πολιτισμικών διαφορών» θα καθορίσει μια διαρκή αντιπαλότητα μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, η οποία θα ενταθεί μόλις οι δύο πλευρές απεμπλακούν από τις αμοιβαίες οικονομικές τους εξαρτήσεις.
Εκτίμησε επίσης ότι ο Τραμπ, προς το παρόν, λειτουργεί ως φρένο σε μια πιο έντονη και στρατιωτικοποιημένη σύγκρουση, χαρακτηρίζοντάς τον φιλειρηνικό και απρόθυμο να εμπλακεί σε πόλεμο.
Λόγω Ταϊβάν
Ο Jiangtao λέει πως οι περισσότεροι αναλυτές θεωρούν την Ταϊβάν την πιθανότερη αιτία που θα μπορούσε να διαρρήξει αυτή την εύθραυστη ισορροπία.
Ο Σουράμπ Γκούπτα χαρακτήρισε αυτή την προσέγγιση «ανησυχητική», υποστηρίζοντας ότι η Ταϊβάν αντιμετωπίζεται πλέον ως εργαλείο γεωστρατηγικού περιορισμού της Κίνας και όχι απλώς ως ζήτημα που αφορά τις δύο πλευρές του Στενού.
«Αυτό που είδαμε ήταν μια προσωρινή προσαρμογή των αμερικανικών προτεραιοτήτων εθνικής ασφάλειας και, κατά συνέπεια, μια αλλαγή προσέγγισης απέναντι στην Κίνα.
Δεν νομίζω ότι υπάρχει συναίνεση στη στρατηγική κοινότητα των ΗΠΑ για την προσέγγιση του Τραμπ προς την Κίνα. Υπάρχει μεγάλη διαφωνία» λέει η Γιουν Σαν, διευθύντρια του προγράμματος Κίνας και συνδιευθύντρια του προγράμματος Ανατολικής Ασίας στο Stimson Center στην Ουάσινγκτον.
«Μακροπρόθεσμα, αυτό που θα αλλάξει την πορεία των σχέσεων ΗΠΑ–Κίνας θα είναι η εσωτερική πολιτική των ΗΠΑ και το ποιος θα βρίσκεται στην εξουσία» προσέθεσε.

