Και πάλι, για την ευθύνη των υπουργών

Κοινοποίηση

Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ είναι ίσως το ενδεικτικότερο των τελευταίων ετών για τις χρόνιες παθογένειες του ελληνικού Δημοσίου. Γιατί δεν μεσολάβησαν ούτε «ακραία καιρικά φαινόμενα» ούτε «ανθρώπινα λάθη» που θα μπορούσαν, όπως στο Μάτι και τα Τέμπη, αν όχι να δικαιολογήσουν, τουλάχιστον να ελαφρύνουν τις ευθύνες των εντεταλμένων κρατικών οργάνων και την έλλειψη επαγγελματισμού των αρμόδιων ελεγκτικών μηχανισμών. Και έπρεπε να έρθει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία –ένας θεσμός που άρχισε να λειτουργεί μόλις το 2021– για να αποκαλυφθεί μια απάτη, την έκταση της οποίας όλοι γνώριζαν, αλλά ουδείς –ούτε η Εθνική Αρχή Διαφάνειας (δημιούργημα του «Επιτελικού Κράτους»!), ούτε το αιωνόβιο Ελεγκτικό Συνέδριο (που και αυτό αναδιαρθρώθηκε το 2021)– τόλμησε να καταγγείλει, παρότι ο ΟΠΕΚΕΠΕ λειτουργεί παρανομώντας εδώ και πάρα πολλά χρόνια!

Δεν είναι της στιγμής να ανατρέξει κανείς στους λόγους για τους οποίους, παρά τις εξαγγελίες των κυβερνώντων –σημερινών και χθεσινών– η γνωστή ρήση του Κώστα Σημίτη «Αυτή είναι η Ελλάδα!» (2000) εξακολουθεί να ισχύει. Θα περιορισθώ μόνο στην κορυφή του παγόβουνου, που είναι ο καταλογισμός, εκτός από τις πολιτικές, και ποινικών ευθυνών στους αρμόδιους υπουργούς, αν βέβαια υπάρχουν. Σε αυτό και μόνο το κεφάλαιο ερωτάται πού στ’ αλήθεια βρίσκεται σήμερα η Ελλάδα; Συμβαδίζουμε με τις ευρωπαϊκές εξελίξεις, ή ζούμε ακόμη στον 19ο αιώνα;


Ξεδιαλύνω, ευθύς εξ αρχής, ότι αν το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ ξεσπούσε στη σημερινή Γερμανία, τη Μεγάλη Βρετανία, την Πορτογαλία και την Ιρλανδία και υπήρχαν αποχρώσες ενδείξεις σε βάρος των αρμόδιων υπουργών, η αντιμετώπισή τους θα ήταν πανομοιότυπη με αυτήν που προβλέπεται και για τον κοινό πολίτη: προκαταρκτική εξέταση, ποινική δίωξη, ανάκριση και ενδεχομένως παραπομπή στο αρμόδιο πλημμελειοδικείο δικαστήριο, χωρίς καμιάν απολύτως απόκλιση από τα όσα προβλέπουν οι ισχύοντες για όλους νόμοι (ποινικός κώδικας και κώδικας ποινικής δικονομίας).

Είναι γεγονός ότι σε πολλές χώρες –και ειδικά για τους υπουργούς και τα αδικήματα που διαπράττουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους– εξακολουθούν να ισχύουν παλαιές ρυθμίσεις, τόσο για την άσκηση της ποινικής δίωξης όσο και για την εκδίκαση των υπουργικών αδικημάτων. Σε αυτές, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, εμπλέκεται και η Βουλή, ο ρόλος της οποίας, ωστόσο, όπως δείχνουν οι εξελίξεις των τελευταίων ετών, συστηματικά αποδυναμώνεται. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, με τη συνταγματική αναθεώρηση του 1993, η άσκηση της ποινικής δίωξης κατά υπουργών ανατέθηκε στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος ενεργεί είτε αυτεπαγγέλτως, είτε ύστερα από πρόταση μιας ειδικής επιτροπής (της commission des requêtes), στην οποία κάθε πολίτης μπορεί να προσφύγει με στοιχεία σε βάρος υπουργού. Αποτελούμενη από επτά ανώτατους δικαστές (τρεις αρεοπαγίτες, δύο συμβούλους Επικρατείας και δύο συμβούλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου), η επιτροπή αυτή εξετάζει τη βασιμότητα των καταγγελιών και προωθεί στο αρμόδιο δικαστήριο, την Cour de Justice de la République, μόνον όσες από αυτές, κατά την κρίση της, ευσταθούν.

Κατάργηση προνομίων – Οι φόβοι για τη λεγόμενη «ποινικοποίηση» της πολιτικής ζωής έχουν παντού αποδειχθεί αβάσιμοι. Τουναντίον, το αίτημα για ίση μεταχείριση των υπουργών και για κατάργηση των προνομίων που άλλοτε τους αναγνωρίζονταν έχει γίνει πλέον πάνδημο.

Παρόμοιες εξελίξεις σημειώνονται και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Εντάσσονται όλες σε μια τάση για «δικαστικοποίηση» μιας διαδικασίας, η οποία ξεκίνησε μεν στην Αγγλία ως απόδοση ποινικών αποκλειστικά ευθυνών στους υπουργούς («impeachment»), βαθμιαία όμως εξελίχθηκε σε αυτό που πλέον ονομάζουμε κοινοβουλευτική/πολιτική ευθύνη των υπουργών. Ειδικά, η εμπλοκή της Βουλής, ενώ αρχικά δικαιολογούνταν για να προφυλαχθούν οι υπουργοί από αυθαίρετες διώξεις του μονάρχη, σήμερα είναι αδικαιολόγητη. Γιατί οι φόβοι για τη λεγόμενη «ποινικοποίηση» της πολιτικής ζωής έχουν παντού αποδειχθεί αβάσιμοι. Τουναντίον, το αίτημα για ίση μεταχείριση των υπουργών και για κατάργηση των προνομίων που άλλοτε τους αναγνωρίζονταν έχει γίνει πλέον πάνδημο.


Και σε μας, σημειωτέον, σημειώθηκε παρόμοια τάση. Με τη μεν αναθεώρηση του 2001 καταργήθηκε ο θεσμός του βουλευτή/κατηγόρου, με τη δε αναθεώρηση του 2019 καταργήθηκε η προβλεπόμενη έως τότε σύντομη παραγραφή των υπουργικών αδικημάτων. Εν τούτοις, η κυριότερη αδυναμία του άρθρου 86 του Συντάγματος, δηλαδή η αποκλειστική αρμοδιότητα της Βουλής για την άσκηση της ποινικής δίωξης κατά υπουργών παραμένει. Και τούτο, παρά τις επιφυλάξεις που διατύπωσε ομόφωνα για την κατ’ εξοχήν «πολιτική» αυτή ρύθμιση το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο του Στρασβούργου, στις δύο υποθέσεις στις οποίες τέθηκε το ζήτημα: την υπόθεση «Αναγνώστου-Δεδούλη κατά Ελλάδος», το 2010 (με Eλληνα δικαστή τον Χρήστο Ροζάκη) και την υπόθεση «Μπακογιάννη κατά Ελλάδος», το 2022 (με Ελληνα ad hoc δικαστή τον Μιχάλη Σταθόπουλο).

Στη λογική της «δικαστικοποίησης» και της ίσης μεταχείρισης των υπουργών με τους κοινούς πολίτες, έχω διατυπώσει από το 2010 την άποψη για σύντμηση –και όχι βέβαια για κατάργηση– της κοινοβουλευτικής φάσης της διαδικασίας για τη δίωξη των υπουργών. Και τούτο, εφ’ όσον βέβαια οι εγκαλούμενοι συμφωνούν. Η κυβέρνηση φάνηκε να υιοθετεί την άποψη αυτή («μοντέλο Τριαντόπουλου») σε μιαν εργαλειακή ωστόσο λογική, που αποβλέπει περισσότερο στον περιορισμό των δικαιωμάτων της αντιπολίτευσης και λιγότερο στην κατάργηση ενός αναχρονιστικού προνομίου.

Από τη στάση που θα τηρήσει για τους υπουργούς που η Ευρωπαία Εισαγγελέας κατονομάζει στο πόρισμά της θα φανεί αν η δέσμευσή της για αποκατάσταση της ισονομίας είναι ειλικρινής ή όχι.

Ο κ. Νίκος Κ. Αλιβιζάτος είναι ομότιμος καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Πηγή

Διαβάστε Περισσότερα

Tελευταία Nέα