Από την επεξεργασία των στοιχείων στους βασικούς παίκτες-κλειδιά της ενδοκοινοτικής παραγωγής έως 15 Μαρτίου, προκύπτει συνολική παραγωγή 2,07 εκατ. τόνων, η οποία μοιράζεται ως ακολούθως:
- Ισπανία: 1.391.020 τόνους
- Ιταλία: 245.496 τόμους
- Ελλάδα: 229.500 τόνους
- Πορτογαλία: 195.000 τόνους
- Γαλλία: 6.272 τόνους
- Υπόλοιπες χώρες: <3.00 τόνοι
Σε επίπεδο Ελλάδας, η Κομισιόν εκτιμά εγχώρια παραγωγή 229.500 τόνων, με εσωτερική κατανάλωση 110.000 τόνων και… 0 τελικά αποθέματα (δείγμα ότι υπάρχει ένα σοβαρό έλλειμμα πληροφορίας). Ως πλήρες δυναμικό της φετινής σοδειάς, η Κομισιόν αποδέχεται τους 250.000 τόνους, νούμερο που για την ώρα απέχει σχεδόν 20.500 τόνους μακριά από την υπολογιζόμενη λαδιά της 2024/25.
Αξίζει να σημειωθεί ότι παρά την ιδιαίτερα καλή φετινή σοδειά και την ανησυχία περί μη βιώσιμης ανάκαμψης της κατανάλωσης, τα τελικά αποθέματα σε επίπεδο Ισπανίας εκτιμώνται σε 295.000 τόνους και τα συνολικά ενδοκοινοτικά αποθέματα σε 372.000 τόνους.
Τα σχετικά στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι διαθέσιμα εδώ
Το τελικό συμπέρασμα που προκύπτει από την αρνητική (μέχρι στιγμής) εξέλιξη της σεζόν είναι πως αν ο παραγωγός δεν αποκτήσει τον 100% έλεγχο της σοδειάς του από την βασική λίπανση ως την τελική πώληση ως τυποποιημένο προϊόν (μόνος ή σε συνεργατικά σχήματα), τότε η αβεβαιότητα και τα εισοδηματικά σκαμπανεβάσματα από έτος σε έτος θα είναι μονόδρομος. Κάθε χρόνο, μπαίνουν σε παραγωγική φάση εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα ελαιώνων σε παγκόσμιο επίπεδο και οι παραγωγικές αποκλίσεις ελέω κλιματικής κρίσης την επόμενη 10ετία θα είναι πολύ μεγαλύτερες συγκριτικά με την περασμένη 10ετία. Οι πωλήσεις χύμα ελαιολάδου τα επόμενα χρόνια θα προσφέρονται για συμπλήρωμα και όχι ως κύρια πηγή εισοδήματος.