Πρώτη στη μαύρη δασμολογική λίστα των ΗΠΑ, είναι η Κίνα, η οποία πλέον θα βλέπει να προϊόντα της να ζορίζονται να εισέρχονται στην αμερικανική αγορά με δασμούς 54%. Το σοκαριστικό όμως αυτό ποσοστό, ίσως ενισχύσει παρά θα βλάψει τον «κίτρινο δράκο».
Πράγματι το Πεκίνο έχει στοχοποιηθεί από δασμούς ενώ απαντάει με στοχευμένα αντίποινα, κάτι που εγκυμονεί κινδύνους για ορισμένες αμερικανικές βιομηχανίες που εξαρτώνται από την κινεζική αγορά.
Ωστόσο, περά από αυτό, σύμφωνα με τον αρχισυντάκτη του περιοδικού The National Interest, Τρέβορ Φίλσεθ, αν και η Κίνα υποφέρει από τις πολιτικές του Τραμπ, η ηγεσία της φαίνεται μάλλον… ικανοποιημένη με την πεποίθηση ότι οι ΗΠΑ θα πονέσουν πιο πολύ.
Αντιμέτωπε με την προοπτική τόσο μεγάλων δασμών, Ιαπωνία και Νότια Κορέα, οι σημαντικότεροι ασιατικοί εταίροι των ΗΠΑ, συναντήθηκαν με τους ομολόγους τους στην Κίνα και συζήτησαν μια κοινή προσέγγιση για τους δασμούς του Τραμπ κατά τη διάρκεια μιας προκαθορισμένης συνάντησης οικονομικού διαλόγου, σύμφωνα με κινεζικές πηγές.
Αν και οι λεπτομέρειες της συζήτησης δεν είναι γνωστές, ο Φίλσεθ εκτιμά πως μια τέτοια συνάντηση θα σήμαινε ότι Σεούλ και Τόκιο ενδιαφέρονται για πολιτική συνεργασία με το Πεκίνο εναντίον της Ουάσιγκτον, κάτι που θα ήταν αδιανόητο μέχρι σήμερα.
Οι εκπρόσωποι των τριών χωρών είχαν ήδη προγραμματίσει να συζητήσουν μια τριμερή συμφωνία ελεύθερου εμπορίου και ως εκ τούτου, για τον αναλυτή, είναι αδύνατο να μη συζητήθηκαν οι αμερικανικοί δασμοί.
«Κατά μία έννοια, οι αναφορές αυτής της συνάντησης δεν πρέπει να αποτελούν έκπληξη. Η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα έχουν ήδη πολύ περισσότερο διμερές εμπόριο με την Κίνα από ό,τι με τις ΗΠΑ. Και είναι βασική αρχή της ανθρώπινης φύσης ότι η εγκατάλειψη φίλων θα τους κάνει να αναζητήσουν αλλού νέους φίλους» σημειώνεται στην ανάλυση.
Κόντρα σε Τρούμαν και Κίσινγκερ
Στην πραγματικότητα, ο Αμερικανός αναλυτής βλέπει ότι ο Τραμπ κάνει το αντίθετο από αυτό που έκανε ο Χενρι Κίσινγκερ τη δεκαετία του 1970 –φέρνοντας Μόσχα και Πεκίνο ακόμα πιο κοντά- και το αντίθετο από αυτό που κατάφερε ο Χάρι Τρούμαν μετά τον Β’ ΠΠ, αποσπώντας τις ΗΠΑ από το δίκτυο των μεταπολεμικών συμμαχιών οι οποίοι πλέον μπορούν να βρουν έναν πιο αξιόπιστο εταίρο στο Πεκίνο.
Η κρατική εφημερίδα Global Times, εικάζει ότι οι δασμοί του Τραμπ θα έβλαπταν πρωτίστως τις ΗΠΑ. Επαίνεσε επίσης την εκπληκτική νέα σχέση του Πεκίνου με το Τόκιο και τη Σεούλ, υπονοώντας ότι η αποσύνδεση με τις ΗΠΑ είναι αναπόφευκτη: «Υπάρχει μια αυξανόμενη αντίληψη ότι οι στρατηγικές των ΗΠΑ δίνουν προτεραιότητα στην αντιμετώπιση της Κίνας από την οικοδόμηση σωστής σταθερότητας στην Ασία. Ενώ η Αμερική τοποθετείται ως υπερασπιστής του «ελεύθερου κόσμου», προσφέρει περιορισμένες οικονομικές λύσεις στην περιοχή».
O Τρέβορ Φίλσεθ προειδοποιεί πως αν η αμερικανική κρίση διαρκέσει -αν οι αγορές συνεχίσουν να πέφτουν, ο δυτικός κόσμος οδηγηθεί σε ύφεση και οι μακροχρόνιοι δεσμοί των ΗΠΑ με τους συμμάχους τους οδηγηθούν ανεπιστρεπτί σε ρήξη- δεν υπάρχει λόγος να περιμένουμε ότι η Κίνα δεν θα εκμεταλλευτεί την κατάσταση για δικούς της εδαφικούς σκοπούς.
Πράγματι, η Κίνα έχει αξιοποιήσει μέχρι σήμερα επιδέξια τις οικονομικές αδυναμίες της Δύσης.
Το αυτογκόλ Τραμπ
Ο Τρέβορ Φίλσεθ παραδέχεται ότι στην πρώτη του προεδρική θητεία ο Τραμπ είχε εφαρμόσει μια αποτελεσματική πολιτική περιορισμού της Κίνας. Μετά το 2017, επέκτεινε δραματικά την παρουσία των ΗΠΑ στον Ινδο-Ειρηνικό και ξεκίνησε νέα διπλωματικά έργα στην περιοχή – με πιο αξιοσημείωτο τη συνεργασία «Quad» μεταξύ Αμερικής, Ιαπωνίας, Αυστραλίας και Ινδίας.
Κάθε μία από αυτές τις κινήσεις ήταν εξαιρετικά επιζήμια για τις κινεζικές φιλοδοξίες στον Ινδο-Ειρηνικό και οδήγησε σε ξεσπάσματα από το Πεκίνο. Είχαν επίσης, θυμίζει ο Φίλσεθ, δικομματική υποστήριξη στο Κογκρέσο και στους Αμερικανούς ψηφοφόρους, και μέχρι τώρα, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι η στρατηγική του Τραμπ για τη δεύτερη θητεία θα συνέχιζε να βασίζεται σε αυτήν την επιτυχημένη τάση.
Αλλά το θεαματικό αυτογκόλ του Τραμπ για τη δασμολογική πολιτική φαίνεται να το έχει αλλάξει αυτό, υπογραμίζεται στην ανάλυση. «Και καθώς ο Σι Τζινπίνγκ αντιμετωπίζει τη διεθνή τάξη σήμερα, πρέπει κανείς να αναρωτηθεί αν τη θεωρεί όπως την αντιμετώπιζε ο προκάτοχός του Χου το 2008: εύθραυστη, αποτυχημένη και ανίκανη να εμποδίσει την Κίνα να επιδιώξει τις εδαφικές της φιλοδοξίες».
Ο Κινέζος πρόεδρος, λέει ο Αμερικανός αναλυτής, είναι ένας πολύ γνωστός σκεπτικιστής του δυτικού μοντέλου ελεύθερου εμπορίου. Όπως ο Τραμπ, κατανοεί ότι η βιομηχανική δύναμη ενός έθνους είναι η πηγή της ισχύος του και αυτή η δύναμη είναι πιο σημαντική από το απόλυτο ελεύθερο εμπόριο.
«Όμως, σε αντίθεση με τον Τραμπ, έχει περάσει χρόνια θέτοντας προσεκτικά τις βάσεις για μια εναλλακτική τάξη πραγμάτων -προωθώντας ένα οικονομικό μοντέλο «διπλής κυκλοφορίας» στο οποίο η εγχώρια προσφορά και ζήτηση συνδέονται μεταξύ τους, δίνοντας στην κινεζική οικονομία ένα προστατευτικό δίχτυ ασφαλείας έναντι εξωτερικών κραδασμών. Οι απόψεις του Σι φαίνεται να έχουν επιβεβαιωθεί αποφασιστικά από τις ενέργειες του Τραμπ και η Κίνα βρίσκεται σε καλή θέση για να κάνει τις επόμενες κινήσεις του» λέει ο Αμερικανός αναλυτής.
Άστοχοι οι δασμοί
Ωστόσο, προσθέτει ότι ευτυχώς, για τις ΗΠΑ, το μοντέλο «διπλής κυκλοφορίας» έχει μια αδυναμία. Είναι σταθερό, αλλά εγγενώς περιορισμένο για τον ίδιο λόγο που είναι όλα τα αυταρχικά οικονομικά μοντέλα, λέει.
Εάν η κυβέρνηση Τραμπ επιθυμεί πραγματικά να υπερβεί τον ανταγωνισμό της Κίνας τα επόμενα χρόνια, υποστηρίζει ο Φίλσεθ, το μεγαλύτερο πλεονέκτημά της, κάπως ειρωνικά, θα είναι το εξωτερικό εμπόριο. «Οι δασμοί για την προώθηση μιας αμερικανικής αμυντικής-βιομηχανικής βάσης, ακόμη και από τον ανταγωνισμό των συμμάχων, μπορεί να είναι απαραίτητοι για λόγους εθνικής ασφάλειας. Αλλά οι γενικοί δασμοί σε όλα τα ξένα αγαθά, λόγω της αίσθησης της αδικίας στα μαμούθ εμπορικά ελλείμματα της Αμερικής, είναι άστοχοι».
Όταν οι ΗΠΑ είναι αδύναμες, η Κίνα είναι ισχυρή καταλήγει, σημειώνοντας πως οι δασμοί του Τραμπ αποδυναμώνουν τις ΗΠΑ, τόσο στην αντίληψη της Κίνας όσο και στην πραγματικότητα.