Από τους ανυπόφορους καύσωνες, έως τις καταστροφικές πυρκαγιές και τις ξαφνικές πλημμύρες τα καλοκαίρια μας γίνονται όλο και πιο εφιαλτικά με αυξημένης έντασης και συχνότητας ακραία καιρικά φαινόμενα, με «θρυαλλίδα» την ανθρωπογενή κλιματική κρίση.
Σε αυτόν τον φαύλο κύκλο, που δεν έχει καταφέρει να κλείσει η περιώνυμη Συμφωνία του Παρισιού -η προ δεκαετίας υπογραφείσα διεθνής συνθήκη για περιορισμό της υπερθέρμανσης του πλανήτη- οι ευθύνες είναι συλλογικές, όχι όμως ίδιες.
Στην πιο σημαντική έως σήμερα νομική απόφαση για την κλιματική αλλαγή, το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης έκρινε προ ημερών ότι οι χώρες που δεν προστατεύουν τον πλανήτη παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο.
Έκρινε ότι έχουν εξίσου νομική υποχρέωση να αποκαθιστούν τις περιβαλλοντικές ζημιές, που προκαλούνται με τις πολιτικές τους.
Αν και η απόφαση δεν είναι δεσμευτική, δημιουργεί νομική βάση στην αξίωση αποζημιώσεων από μικρά, φτωχά μη ρυπογόνα κράτη, για τα οποία η κλιματική κρίση αποτελεί άμεση υπαρξιακή απειλή.
Υφίστανται δυσανάλογα τις συνέπειες της βιομηχανικής ανάπτυξης του πλούσιου Παγκόσμιου Βορρά.
Η αναλογική κατανομή των ευθυνών αποτελεί ζήτημα κλιματικής δικαιοσύνης.
Σε αυτό το πλαίσιο αναπτύσσονται διάφορες στρατηγικές, χωρίς να υπηρετούν πραγματικά αυτόν τον στόχο.
Το δε ταμείο ειδικού σκοπού που αποφασίστηκε στην τελευταία Διάσκεψη του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή (COP29) για την κάλυψη «απωλειών και ζημιών» που υφίστανται «ιδιαίτερα ευάλωτες» φτωχές χώρες εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής χαρακτηρίζεται από πολλούς προπέτασμα καπνού.
Όχι τυχαία, πολλές χώρες του Παγκόσμιου Βορρά αντιτείνουν στην απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης ότι οι ευθύνες τους περιορίζονται στις δεσμεύσεις της Συμφωνίας του Παρισιού.
Αυτά, ενώ η ραγδαία επιδεινούμενη κλιματική κρίση αλλάζει διαρκώς τα δεδομένα, καθώς κράτη απειλούνται ακόμη και με αφανισμό από τον παγκόσμιο χάρτη.
Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στις εξελίξεις στο γεωγραφικά μεν απόμακρο, πλην όμως όχι και τόσο μακρινό από πλευράς περιβαλλοντικών κινδύνων νησιωτικό κράτος του Τουβαλού, στον κεντρικό Ειρηνικό.


«Να σε κάψω Γιάννη, να σε αλείψω λάδι»
Βρετανική αποικία μέχρι το 1978 και από την ανεξαρτησία του μέλος της (επίσης βρετανικής) Κοινοπολιτείας, το Τουβαλού είναι από τα μικρότερα και πιο απομονωμένα κράτη του κόσμου.
Πλέον εκτιμάται ότι θα είναι από τα πρώτα του θα εξαφανιστούν από προσώπου γης, καθώς η άνοδος της στάθμης της θάλασσας «καταπίνει» σταδιακά την επικράτειά του.
Ήδη το 82% των περίπου 10.600 κατοίκων του έχει αιτηθεί βίζα στην Αυστραλία, βάσει διμερούς συμφωνίας που υπογράφηκε το 2023 -η πρώτη του είδους της διεθνώς.
Σύμφωνα με τη Συνθήκη Ένωσης Φαλεπίλι, η Αυστραλία ανέλαβε τη δέσμευση να υπερασπιστεί το υπό αφανισμό Τουβαλού απέναντι σε φυσικές καταστροφές, πανδημίες και «στρατιωτική επιθετικότητα».
Η συμφωνία τέθηκε σε εφαρμογή πέρυσι τον Αύγουστο, στο φόντο των προσπαθειών της Καμπέρα να αμβλύνει την επεκτεινόμενη επιρροή της Κίνας στην περιοχή του Ειρηνικού.
Παρά τη μεγάλη ζήτηση σε ειδικές βίζες μόνιμης διαμονής στην Αυστραλία για πολίτες του Τουβαλού, έχει συμφωνηθεί ότι δεν θα ξεπερνούν τις 280 σε ετήσια βάση.
Πρακτικά επωφελούνται ελάχιστοι, ενόσω το νησιωτικό κράτος έχει δεσμευτεί για επίλυση των διμερών διαφορών χωρίς «εμπλοκή εθνικού ή διεθνούς δικαστηρίου ή οποιουδήποτε άλλου τρίτου μέρους».
Στο μεσοδιάστημα, το ομοσπονδιακό δικαστήριο της Αυστραλίας απέρριψε προσφυγή των αυτοχθόνων των Νήσων του Πορθμού Τόρες (μέρος της πολιτείας του Κουίνσλαντ, αλλά με ξεχωριστή περιφερειακή αρχή) κατά της περιβαλλοντικής πολιτικής της Καμπέρας.
Με τη στάθμη της θάλασσας στον τόπο τους να αυξάνεται με διπλάσιο ρυθμό από τον παγκόσμιο μέσο όρο, εκτιμάται τα εν λόγω νησάκια θα είναι σε μόλις 25 χρόνια μη κατοικήσιμα.
Το δικαστήριο ωστόσο έκρινε ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Αυστραλίας -χώρα με υψηλές κατά κεφαλήν εκπομπές ρύπων και No1 εξαγωγός άνθρακα παγκοσμίως- δεν έχει νομική υποχρέωση μέριμνας για την προστασία του αυτόχθονου πληθυσμού και του πολιτισμού τους από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.


«Εκεί που είσαι ήμουνα και εδώ που είμαι θα ‘ρθεις»
Τα νησιά του Ειρηνικού βρίσκονται σήμερα στην πρώτη γραμμή της κλιματικής κρίσης, με σταδιακή διάβρωση της ακτογραμμής, παράκτιες πλημμύρες και ερημοποίηση.
Αλλά αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι η απειλή σταματά εκεί.
Ήδη το 2022 οι καταστροφές που σχετίζονταν με το κλίμα προκάλεσαν περισσότερους από τους μισούς νέους εκτοπισμούς παγκοσμίως, ενώ σχεδόν το 60% των προσφύγων και των εσωτερικά εκτοπισμένων ζουν πλέον σε χώρες που είναι από τις πιο ευάλωτες στην υπερθέρμανση του πλανήτη.
Πολλαπλασιαστής δεινών, η κλιματική αλλαγή διευρύνει τις ανισότητες, επιτείνει τη φτώχεια, επιβραδύνει την οικονομική ανάπτυξη κρατών και υποδαυλίζει συγκρούσεις που σχετίζονται με τη μείωση των φυσικών πόρων, οδηγώντας σε νέες μετακινήσεις πληθυσμών.
Η Διεθνής Ομοσπονδία του Ερυθρού Σταυρού και της Ερυθράς Ημισελήνου (IFRC) προειδοποιεί ότι ο αριθμός των εκτοπισμένων θα αγγίξει έως και τα 400 εκατομμύρια ανθρώπους μέχρι το 2050, διεθνώς.
Ενόσω δε τα ανεπτυγμένα κράτη-ρυπαντές της Δύσης (συνυπεύθυνα για μύριους όσους πολέμους και ανθρωπιστικές κρίσεις σε άλλα μέρη του πλανήτη) αυστηροποιούν όλο και περισσότερο την πολιτική μετανάστευσης και ασύλου, ο όρος κλιματικός πρόσφυγας ή μετανάστης παραμένει εκτός διεθνούς νομικού πλαισίου.
Αν και ο εκτοπισμός λόγω της κλιματικής κρίσης αποτελεί πλέον αναγνωρισμένο ζήτημα που σχετίζεται με τα ανθρώπινα δικαιώματα, η ισχύουσα Σύμβαση του 1951 για τους Πρόσφυγες προσφέρει προστασία μόνο σε όσους διαφεύγουν από πολέμους, βία, συγκρούσεις ή διώξεις και έχουν διασχίσει διεθνή σύνορα για να βρουν ασφάλεια.
Με βάσει αυτά τα στενά πλέον κριτήρια οι ΗΠΑ και η ΕΕ αναζητούν τώρα λύσεις εκτός της επικράτειάς τους για τη διαχείριση του μεταναστευτικού/προσφυγικού, μέσω συμφωνιών με τρίτες «ασφαλείς» χώρες.
Είτε π.χ. στη βόρεια Αφρική και στις ακτές της Μεσογείου -από τα hotspot της κλιματικής κρίσης- στην περίπτωση της ΕΕ, είτε ακόμη και στο μακρινό Παλάου του Ειρηνικού στην περίπτωση των ΗΠΑ, με αντάλλαγμα μεγάλα χρηματικά ποσά.