Προθεσμίες για να απολογηθούν στις αρμόδιες ανακριτικές αρχές έλαβαν οι 23 συλληφθέντες που κατηγορούνται για συμμετοχή σε τρία κυκλώματα αρχαιοκαπηλίας.
Οι κατηγορούμενοι διώκονται για μία σειρά από κακουργήματα για τα οποία θα κληθούν να λογοδοτήσουν – οι 14 στην γ’ ειδική ανακρίτρια Θεσσαλονίκης και οι υπόλοιποι 9 στην ανακρίτρια Σερρών.
Αναζητούσαν αρχαία και θησαυρούς
Σύμφωνα με την αστυνομία ο τρόπος δράσης τους (modus operandi), ο οποίος για τις δύο εγκληματικές οργανώσεις ήταν πανομοιότυπος, εστίαζε σε παράνομες αρχαιολογικές έρευνες, λαθρανασκαφές, υπεξαίρεση, αποδοχή και διάθεση αρχαίων μνημείων, προϊόντων εγκλήματος, και την εξαγωγή μνημείων εκτός ελληνικής επικράτειας, με σκοπό την πώληση αυτών.
Ως προς τη μεθοδολογία δράσης της τρίτης εγκληματικής οργάνωσης, περιλάμβανε πρώτιστα την έρευνα για θησαυρούς, όπως λίρες και λοιπά πολύτιμα αντικείμενα.
Μεταξύ των συλληφθέντων είναι υπάλληλος της Εφορείας Αρχαιοτήτων Σερρών, με καθήκοντα αρχειοφύλακα, στον οποίο η δικογραφία αποδίδει «καθοδηγητικό» ρόλο όσον αφορά στις παράνομες έρευνες και ανασκαφές ενός εκ των δύο κυκλωμάτων με έδρα τις Σέρρες- το τρίτο κύκλωμα φέρεται να είχε έδρα τη Θεσσαλονίκη.\
Στην Αμφίπολη
Πληροφορίες αναφέρουν ότι μεταξύ των αρχαιολογικών χώρων όπου τελέστηκαν λαθρανασκαφές ήταν ο Τύμβος Καστά και η ευρύτερη περιοχή της Αμφίπολης.
Οι έρευνες των διωκτικών αρχών ξεκίνησαν τους τελευταίους μήνες και κορυφώθηκαν το προηγούμενο 24ωρο με τις συλλήψεις των εμπλεκόμενων προσώπων και την κατάσχεση πλήθους νομισμάτων (χρυσά, χάλκινα και ασημένια διαφόρων περιόδων) και αρχαίων αντικειμένων. Σε κατ’ οίκον έρευνες κατασχέθηκε – επίσης – το συνολικό χρηματικό ποσό των 75.000 ευρώ, εκρηκτική ύλη (ΤΝΤ), συσκευές εντοπισμού και ανίχνευσης μετάλλων, διασκόπησης εδάφους κ.ά.
Η δικογραφία
Η ογκωδέστατη δικογραφία περιλαμβάνει τρεις εγκληματικές ομάδες με κοινό παρονομαστή τις παράνομες αρχαιολογικές έρευνες και λαθρανασκαφές, την υπεξαίρεση, αποδοχή και διάθεση αρχαίων μνημείων που αποτελούν προϊόντα εγκλήματος και την εξαγωγή μνημείων εκτός ελληνικής επικράτειας, με σκοπό την πώλησή τους σε ενδιαφερόμενους και το παράνομο κέρδος.
Τα κατηγορούμενα μέλη των συγκεκριμένων ομάδων φαίνεται να χρησιμοποιούσαν ανιχνευτές μετάλλων και γεωδαιτικά μηχανήματα για την ανεύρεση αρχαιοτήτων, διαθέτοντας πολύ καλές γνώσεις στον χειρισμό τους, εφάρμοζαν εξειδικευμένες τεχνικές σκαψίματος και χρησιμοποιούσαν ακόμη και εκρηκτική ύλη.
Η πιο δραστήρια εγκληματική ομάδα φαίνεται πως ήταν η πρώτη (τα μέλη της οποίας οδηγήθηκαν στις δικαστικές αρχές της Θεσσαλονίκης). Στη δικογραφία περιγράφεται άτομο με «αρχηγικό» ρόλο στη δράση της συγκεκριμένης ομάδας το οποίο διέθετε διασυνδέσεις με αρχαιοκάπηλους από διάφορες περιοχές της ελληνικής επικράτειας με σκοπό την περαιτέρω προώθηση των αρχαίων αντικειμένων τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στο εξωτερικό (φέρεται να συντόνισε την παράδοση απροσδιόριστου αριθμού αρχαίων αντικειμένων στην Γερμανία).
Τα «ψαχτήρια»
Οι κατηγορούμενοι ως αρχαιοκάπηλοι χρησιμοποιούσαν για τις μεταξύ τους επικοινωνίες κωδικοποιημένες εκφράσεις.
Πληροφορίες αναφέρουν ότι το συνθηματικό «ψαχτήρια» συμβόλιζε τα άτομα που έκαναν παράνομες ανασκαφές και αρχαιολογικές έρευνες για ανεύρεση κτερισμάτων, ενώ με την έκφραση «πάω να κόψω ξύλα» τα εμπλεκόμενα πρόσωπα φανέρωναν παράνομες ανασκαφές και αρχαιολογικές έρευνες.
Το «μηχανάκι» ή «μασίνι» χρησιμοποιείτο για να δηλώσει ανιχνευτή μετάλλων, τα «ξύλα» και «κρασιά» συμβόλιζαν αρχαία αντικείμενα, τα «μπιχλιμπίδια» αρχαία νομίσματα και τα «μπερεκέτια» τα μεγάλα ευρήματα από τις ανασκαφές.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση της ΕΛ.ΑΣ.: «Τα μέλη της, για να αποφύγουν τυχόν εντοπισμό τους, εφάρμοζαν τεχνικές αντιπαρακολούθησης ενώ για τις μεταξύ τους επικοινωνίες χρησιμοποιούσαν συνθηματική και κωδικοποιημένη ορολογία, όπως ενδεικτικά «μπιχλιμπίδια» για τα αρχαία νομίσματα, «μπερεκέτια» για τα ευρήματα από ανασκαφές, «μαύρα» για χάλκινα αρχαία νομίσματα τα οποία παρουσίαζαν σημάδια διάβρωσης ή «κάτι ψιλά» αν τα αρχαία είχαν μικρή εμπορική αξία.
Επίσης, προς επίτευξη του σκοπού τους, όλα τα μέλη:
- συνεισέφεραν πληροφοριακά, εντοπίζοντας περιοχές με αρχαιολογικό ενδιαφέρον,
- στρατολογούσαν νέα άτομα («ψαχτήρια»), τα οποία αναλάμβαναν τη διεξαγωγή παράνομων αρχαιολογικών ερευνών, προς ανεύρεση αρχαίων μνημείων,
- αναζητούσαν έτερα πρόσωπα που είχαν στην κατοχή τους αρχαία μνημεία, αποσκοπώντας στη διαπραγμάτευση αγοράς αυτών και
- χρησιμοποιούσαν εξειδικευμένο εξοπλισμό, για την ανεύρεση αρχαιοτήτων, εφάρμοζαν τεχνικές επιφανειακού σκαψίματος και εξέταζαν περιοχές με εκτεθειμένα μνημεία».
Ήδη μέρος των κατασχεθέντων αρχαίων αντικειμένων- η καταμέτρηση τους συνεχίζεται- επιδείχθηκαν στους αρμόδιους αρχαιολόγους που αποφάνθηκαν κατ’ αρχήν ότι εμπίπτουν στις προστατευτικές διατάξεις του νόμου περί προστασίας αρχαιοτήτων.