Φόρτωση Text-to-Speech…
Οι ιδιωτικές και οι δημόσιες επενδύσεις θα διατηρήσουν ψηλά την ανάπτυξη της χώρας μετά το τέλος του 2026, υποστηρίζει ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κυριάκος Πιερρακάκης, απαντώντας –σε συνέντευξή του στην «Κ»– σ’ ένα από τα πιο κρίσιμα ερωτήματα, καθώς μπαίνουμε στο τελευταίο έτος του Ταμείου Ανάκαμψης.
Για τον ίδιο, η νέα χρονιά φέρνει φυσικά και την πρόκληση της καθοδήγησης του Eurogroup, μετά την εκλογή του στη θέση του προέδρου του. Ηταν μια επιτυχία που φιλοδοξεί να αξιοποιήσει, με οδηγό την πεποίθηση ότι η ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα χτίζεται με μεταρρυθμίσεις και αξιοπιστία.
Προαναγγέλλει επίσης ότι πριν από το τέλος του έτους, ενδεχομένως και αύριο, θα δημοσιευθεί η προκήρυξη για τον ανάδοχο του Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης Ακινήτων, ο οποίος αναμένεται να τεθεί σε λειτουργία μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2026.
– Ανησυχείτε για το μέλλον της Ευρώπης; Τι θα επιδιώξετε ως νέος πρόεδρος του Eurogroup, ώστε να έχει ελπίδες στον διεθνή ανταγωνισμό;
– Η Ευρώπη δεν έχει την πολυτέλεια του εφησυχασμού ή της απαισιοδοξίας. Βρίσκεται σε μια περίοδο μεγάλων γεωοικονομικών ανακατατάξεων και ο διεθνής ανταγωνισμός γίνεται πιο έντονος. Αυτός δεν είναι λόγος ανησυχίας, είναι λόγος να κινηθούμε ταχύτερα και πιο αποφασιστικά.
Τριπλή πρόκληση για την Ε.Ε. – Η Ευρώπη αντιμετωπίζει προκλήσεις στην παραγωγικότητα, στο βάθος των κεφαλαιαγορών και στην ταχύτητα λήψης αποφάσεων. Εκεί πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας με πολιτικές που ενισχύουν τις επενδύσεις, με πραγματική πρόοδο στην Eνωση Αποταμιεύσεων και Επενδύσεων και με θεσμική αποτελεσματικότητα.
Η Ευρώπη αντιμετωπίζει προκλήσεις σε τρεις κρίσιμες διαστάσεις: στην παραγωγικότητα, στο βάθος των κεφαλαιαγορών και στην ταχύτητα λήψης αποφάσεων. Εκεί πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας. Πρώτον, με πολιτικές που ενισχύουν τις επενδύσεις σε καινοτομία, ψηφιακές υποδομές, ενέργεια και δεξιότητες. Δεύτερον, με πραγματική πρόοδο στην Eνωση Αποταμιεύσεων και Επενδύσεων, ώστε οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις να χρηματοδοτούνται εντός Ευρώπης και να μη στρέφονται αλλού. Και, τρίτον, με θεσμική αποτελεσματικότητα, με λιγότερη γραφειοκρατία και περισσότερη αξιοπιστία στους κοινούς κανόνες.
Παράλληλα, πρέπει να είμαστε ρεαλιστές. Ο διεθνής ανταγωνισμός δεν κερδίζεται με παραβίαση των κανόνων που διασφαλίζουν τη σταθερότητα. Κερδίζεται με μεταρρυθμίσεις που αυξάνουν την παραγωγικότητα, με επενδυτική ασφάλεια και με συνέπεια στους κανόνες που όλοι έχουμε συμφωνήσει.
Η εμπειρία χωρών όπως η Ελλάδα δείχνει ότι όταν συνδυάζεις σταθερά δημόσια οικονομικά, μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις, μπορείς να ανακτήσεις αξιοπιστία και δυναμική. Αυτό είναι ένα μήνυμα που έχει αξία για ολόκληρη την Ευρώπη.
– Το 2026 είναι η τελευταία χρονιά του Ταμείου Ανάκαμψης και οι προβλέψεις, συμπεριλαμβανομένης της δικής σας στον Πολυετή Δημοσιονομικό Προγραμματισμό, προβλέπουν υποχώρηση του ρυθμού ανάπτυξης στη συνέχεια. Σας προβληματίζει αυτό;
– Το τέλος του Ταμείου Ανάκαμψης δεν σηματοδοτεί το τέλος της ανάπτυξης. Η Ελλάδα περνάει από την εποχή των έκτακτων εργαλείων στην εποχή της κανονικής, βιώσιμης και αυτοτροφοδοτούμενης ανάπτυξης. Αυτό είναι το πραγματικό στοίχημα και αυτό ακριβώς είναι που σκοπεύουμε να κερδίσουμε.
Tο 2026 είναι χρονιά υψηλών εκταμιεύσεων, με περίπου 7,2 δισ. ευρώ σε επιχορηγήσεις και πάνω από 6,9 δισ. ευρώ σε δάνεια από το Ταμείο Ανάκαμψης. Αυτοί οι πόροι πράγματι δεν επαναλαμβάνονται, αλλά η οικονομία δεν μένει χωρίς «καύσιμα».
Η ανάπτυξη διασφαλίζεται, πρώτα απ’ όλα, μέσα από τη σταθερή αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων, που είναι καταλύτης της ανταγωνιστικότητας και ο πιο αξιόπιστος δείκτης εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία. Συνεχίζεται, επίσης, μέσω ενός ισχυρού Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων. Το Αναπτυξιακό Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων ανέρχεται σε 16,7 δισ. για το 2026, ποσό τριπλάσιο από το 2019, ενώ το Εθνικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης 2026-2030 είναι το μεγαλύτερο στην Ιστορία της Ελλάδας, με συνολικό προϋπολογισμό 22,4 δισ. ευρώ. Καλύπτει ένα ευρύ φάσμα παρεμβάσεων σε στρατηγικές προτεραιότητες, όπως οι υποδομές, οι μεταφορές, η ενίσχυση των ιδιωτικών επενδύσεων, η ψηφιακή και πράσινη μετάβαση, η τεχνητή νοημοσύνη και η ενίσχυση της ανθεκτικότητας σε κρίσεις.
Την ίδια ώρα, η χώρα εξασφαλίζει νέους ευρωπαϊκούς πόρους άνω των 8 δισ. ευρώ για την περίοδο 2026-2032, μέσω του Κοινωνικού Κλιματικού Ταμείου, του Ταμείου Εκσυγχρονισμού και του Ταμείου Απανθρακοποίησης Νήσων, που στηρίζουν την κοινωνική συνοχή, την πράσινη μετάβαση και την ανάπτυξη σε κάθε γωνιά της χώρας.
Και, βεβαίως, υπάρχει κάτι που υπερβαίνει ποιοτικά την απλή ποσοτική αποτύπωση: είναι το «μεταρρυθμιστικό πλεόνασμα» που μας μένει από τα έργα που υλοποιούνται. Eργα, που διαμορφώνουν τις προϋποθέσεις για διαρκή ανάπτυξη, μέσα από τον εκσυγχρονισμό της Δικαιοσύνης, την ψηφιοποίηση του κράτους και τη βελτίωση του επενδυτικού περιβάλλοντος.
– Τελικά, θα πλησιάσουμε ποτέ το μέσο κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ε.Ε. ή θα βρεθούμε πίσω κι από τη Βουλγαρία;
– Η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα στο 70% του μέσου όρου της Ε.Ε. στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε όρους αγοραστικής δύναμης, από 66% που το παραλάβαμε. Από το 2019 έως το 2026 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε σταθερές τιμές αυξήθηκε κατά 15,7% στην Ελλάδα έναντι 5,3% στην Ευρωζώνη.
Η σύγκλιση είναι για πρώτη φορά ορατή, με αναγκαία προϋπόθεση να μην υπονομευτεί η οικονομική και πολιτική σταθερότητα η οποία έχει κατακτηθεί τα τελευταία έξι χρόνια ηγεσίας του Κυριάκου Μητσοτάκη.
– Οι ιδιωτικές επενδύσεις, περιλαμβανομένων των ξένων άμεσων επενδύσεων, αυξήθηκαν μεν τα τελευταία χρόνια, αλλά υπάρχουν ερωτήματα για το περιεχόμενό τους. Πολλές κατοικίες, κάποιες εξαγορές ήδη υφιστάμενων επιχειρήσεων. Γιατί δεν έχουμε αρκετές greenfield επενδύσεις και τι πρέπει να γίνει για να τις αυξήσουμε;
– Οι greenfield επενδύσεις είναι, από τη φύση τους, οι πιο απαιτητικές. Χρειάζονται μεγάλο αρχικό κεφάλαιο, χρόνια ωρίμανσης και πλήρη έκθεση σε αδειοδοτικό, τεχνολογικό και μακροοικονομικό ρίσκο. Δεν συγκρίνονται με το real estate ή τις εξαγορές υφιστάμενων επιχειρήσεων, που αποδίδουν γρηγορότερα και με πολύ μικρότερη αβεβαιότητα.
Ακριβώς γι’ αυτό, έπειτα από μια δεκαετία κρίσης, το πρώτο κύμα επενδύσεων που επιστρέφει σε μια οικονομία δεν είναι ποτέ οι greenfield. Είναι εκείνες που «τεστάρουν» το περιβάλλον. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι από το 2019 και μετά το κράτος δουλεύει συστηματικά για να μειώσει το ρίσκο των παραγωγικών επενδύσεων: σταθερότερο φορολογικό πλαίσιο, χαμηλότεροι συντελεστές, ψηφιοποίηση του κράτους. Αυτά είναι τα απαραίτητα συστατικά ώστε να μπορεί να υλοποιηθεί ένα πλήρες φάσμα επενδύσεων, όπως ακριβώς συμβαίνει τα τελευταία χρόνια. Το αποτέλεσμα αρχίζει να φαίνεται. Οι ιδιωτικές επενδύσεις αυξάνονται με ρυθμούς 5,7% το 2025 και 10,2% το 2026, ενώ η Ελλάδα καλύπτει σταδιακά ένα μεγάλο μέρος του επενδυτικού κενού της κρίσης.
Το πιο κρίσιμο στοιχείο, όμως, είναι η αλλαγή στη σύνθεση των επενδύσεων. Το 2026 οι συνολικές επενδύσεις εκτιμώνται στα 46 δισ. ευρώ, με το 61% να προέρχεται από τον ιδιωτικό τομέα. Μέχρι το 2029 θα φτάσουν στα 51,7 δισ. ευρώ, με τις ιδιωτικές επενδύσεις να αντιστοιχούν στο 78%, αποτυπώνοντας έναν σαφή δομικό μετασχηματισμό. Λιγότερη εξάρτηση από το Δημόσιο, περισσότερη παραγωγική πρωτοβουλία.
Στη μεγάλη αύξηση επενδύσεων που παρατηρούμε στη χώρα μας μετά το 2019, καθοριστικός είναι και ο ρόλος των άμεσων ξένων επενδύσεων. Τα προηγούμενα έξι χρόνια οι άμεσες ξένες επενδύσεις ξεπέρασαν τα 32 δισ. ευρώ, ποσό μεγαλύτερο από το σύνολο των προηγούμενων δεκαεπτά ετών από το 2002 έως το 2018. Το 2025 φαίνεται ότι θα έχουμε μια ακόμη πολύ καλή χρονιά, καθώς στο δεκάμηνο του έτους έφτασαν στα 10,3 δισ. ευρώ, ποσό σημαντικά υψηλότερο από το σύνολο του 2022, όταν και καταγράφηκε ρεκόρ άμεσων ξένων επενδύσεων.
– Σχετικά με το στεγαστικό, πέρα από τα μέτρα για την αύξηση της προσφοράς που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός, υπάρχει η εκκρεμότητα του φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης Ακινήτων. Τι να περιμένουν οι ενδιαφερόμενοι;
– Πρόκειται για μία ακόμη εκκρεμότητα που κλείνει πριν από το τέλος του έτους, ενδεχομένως ακόμη και αύριο, οπότε αναμένεται να δημοσιευθεί η προκήρυξη για την τελική φάση του διαγωνισμού, δηλαδή για την υποβολή δεσμευτικών προσφορών για τον ανάδοχο του Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης Ακινήτων. Είναι ένα κρίσιμο εργαλείο κοινωνικής πολιτικής, που δίνει πραγματική δεύτερη ευκαιρία στους ευάλωτους οφειλέτες και διασφαλίζει την προστασία της κύριας κατοικίας τους, ακόμη και σε περιπτώσεις πτώχευσης ή αναγκαστικής εκτέλεσης.
Ο φορέας θα αποκτά την κατοικία και θα την επαναμισθώνει στον πολίτη, με κρατική επιδότηση του ενοικίου και με σαφές, θεσμοθετημένο δικαίωμα επαναγοράς, εφόσον βελτιωθεί η οικονομική του κατάσταση.
Στόχος μας είναι ο φορέας να τεθεί σε πλήρη λειτουργία εντός του πρώτου εξαμήνου του έτους. Μέχρι τότε, το ενδιάμεσο πρόγραμμα στήριξης παραμένει σε ισχύ, αναστέλλοντας τη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης της κύριας κατοικίας και παρέχοντας κρατική επιδότηση της δόσης του δανείου έως και 210 ευρώ.
– Eχετε μιλήσει κατ’ επανάληψιν για την ανάγκη αξιοποίησης της περιουσίας του Δημοσίου. Τι περιλαμβάνει ο προγραμματισμός για το 2026 και πώς προχωράει ειδικότερα το σχέδιο για την αξιοποίηση των ακινήτων της ΕΤΑΔ;
– Η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας είναι ένα εργαλείο οικονομικής πολιτικής που συνδέεται άμεσα με την ανάπτυξη, τις επενδύσεις και τη βελτίωση της καθημερινότητας των πολιτών.
Αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας – Η δημόσια περιουσία αντιμετωπίζεται ως αναπτυξιακό κεφάλαιο και όχι ως αδρανές βάρος. Ο προγραμματισμός για το 2026 επικεντρώνεται στη συστηματική καταγραφή, στη μετάβαση από την παθητική διαχείριση στη δημιουργία αξίας και, τέλος, στη διασύνδεση της
αξιοποίησης με ευρύτερους αναπτυξιακούς στόχους.
Ο προγραμματισμός για το 2026 επικεντρώνεται σε τρεις κατευθύνσεις: Στη συστηματική καταγραφή και ωρίμανση της δημόσιας περιουσίας, ώστε να γνωρίζουμε με ακρίβεια τι διαθέτουμε και τι μπορεί ρεαλιστικά να αξιοποιηθεί. Στη μετάβαση από την παθητική διαχείριση στη δημιουργία αξίας με μακροχρόνιες μισθώσεις, συμπράξεις και στοχευμένες επενδύσεις. Και, τέλος, στη διασύνδεση της αξιοποίησης με ευρύτερους αναπτυξιακούς στόχους, όπως ο τουρισμός υψηλής προστιθέμενης αξίας, η αστική αναζωογόνηση και η τοπική ανάπτυξη.
Το κρίσιμο στοιχείο είναι ότι η δημόσια περιουσία αντιμετωπίζεται πλέον ως αναπτυξιακό κεφάλαιο και όχι ως αδρανές βάρος.
– Το 2026 είναι ένα προεκλογικό έτος και λογικά αναμένονται παροχές και εξαγγελίες. Εσείς, τι νομίζετε ότι πρέπει να υποσχεθεί η κυβέρνηση με βάση τις δυνατότητες και τις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας;
– Eχουμε αποδείξει τα τελευταία χρόνια ότι μπορούμε ταυτόχρονα να στηρίζουμε την κοινωνία μέσα από ισχυρά πλεονάσματα, τα οποία προκύπτουν από τον περιορισμό της φοροδιαφυγής και το μέρισμα της ανάπτυξης και την ίδια ώρα να θωρακίζουμε τα θεμέλια της οικονομίας και της δημοσιονομικής σταθερότητας.
Μάθαμε στα πολύ δύσκολα χρόνια της κρίσης τι σημαίνει να μην έχεις σταθερότητα και δεν πρόκειται να επιστρέψουμε σε εκείνες τις πρακτικές. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το 2026 είναι προεκλογική χρονιά, μπορώ να σας πω με σαφήνεια ότι θα γίνουν όλες εκείνες οι ενέργειες που απαιτούνται ώστε να διασφαλιστούν η κοινωνική συνοχή και η αναπτυξιακή δυναμική της χώρας, τηρώντας πάντοτε τη δημοσιονομική ισορροπία.

