Κυβέρνηση: Η στόχευση πίσω από την άρση της μονιμότητας

Κοινοποίηση

Την πρόθεση της κυβέρνησης να άρει τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων προανήγγειλε με τον πλέον επίσημο τρόπο χθες ο πρωθυπουργός κατά τη συνέντευξη που παραχώρησε στον ΣΚΑΪ 100,3. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης τόνισε χαρακτηριστικά πως «έχει έρθει η ώρα για την αναθεώρηση του άρθρου 103, για την άρση της μονιμότητας στο Δημόσιο», αποκαλύπτοντας πως σχετική εισήγηση θα κάνει η Νέα Δημοκρατία κατά την επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση, που θα ξεκινήσει στο τέλος του 2025.

Οπως είναι λογικό, ο πρωθυπουργός συνέδεσε την πρόταση της άρσης της μονιμότητας με την αξιολόγηση, η οποία, όπως είπε, «δεν είναι προαιρετική διαδικασία, αλλά αυτονόητο να γίνεται στη δημόσια διοίκηση».

Η κυβέρνηση ουσιαστικά θέλει να προχωρήσει σε μια συνολική μεταρρύθμιση του δημοσίου τομέα, κατά την οποία σε πρώτη φάση αυτοί που κάνουν «καλά τη δουλειά τους» θα πρέπει «να επιβραβεύονται» και όσοι δεν την κάνουν σωστά δεν θα απολαμβάνουν τη σιγουριά της μονιμότητας.

Η πρόταση του πρωθυπουργού συνοδεύτηκε από το αμιγώς πολιτικό μήνυμα που έλεγε πως «θα χρειαστούμε συνεργασία και άλλων κομμάτων». Ουσιαστικά, όπως ομολογούν κυβερνητικές πηγές, ο πρωθυπουργός με τη συγκεκριμένη πρόταση εντάσσει στον δημόσιο διάλογο ένα «καυτό» θέμα που μπορεί να αποτελέσει διαιρετική τομή στο πολιτικό σύστημα και να διαχωρίσει, όπως λένε οι ίδιες πηγές, ποια κόμματα «είναι με την πρόοδο» και «ποια με την οπισθοδρόμηση».

Δύο λόγοι

Πολιτικά, πάντως, η κυβέρνηση ευνοείται από αυτή την αντιπαράθεση για δύο λόγους: πρώτον, όλες οι μετρήσεις δείχνουν πως η άρση της μονιμότητας και η αξιολόγηση στον δημόσιο τομέα έχουν θετική αποδοχή στην πλειονότητα των πολιτών. Δεύτερον, η κυβέρνηση μεταφέρει τη συζήτηση σε ένα πεδίο όπου η αντιπολίτευση και ειδικά το ΠΑΣΟΚ θα δυσκολευτεί πολύ να «απαντήσει» πολιτικά στην κυβέρνηση, καθώς ένα σημαντικό κομμάτι του ΠΑΣΟΚ βλέπει θετικά πρωτοβουλίες που αφορούν «τον εκσυγχρονισμό του κράτους», όπως η αξιολόγηση. Και ο ίδιος ο πρωθυπουργός άλλωστε μετά τις χθεσινές ανακοινώσεις έδειξε τις προθέσεις του, βάζοντας στο επίκεντρο το πολιτικό πρόσημο του θέματος.

«Δεν νοείται κάποιος δημόσιος υπάλληλος να αρνείται την αξιολόγηση», είπε, υπογραμμίζοντας πως «έχουμε τα εργαλεία να εντοπίζουμε αξιολογήσεις που δεν είναι συγκεκριμένες». Την ίδια ώρα θύμισε πως «επί ΣΥΡΙΖΑ, το 97% των υπαλλήλων ήταν άριστοι», προσθέτοντας πως «η κυβέρνηση αναγνωρίζει τους καλούς δημοσίους υπαλλήλους, για αυτό αναγνωρίσαμε πρώτη φορά μπόνους».

Ακολούθως, ωστόσο, εστίασε στο ΠΑΣΟΚ, περιγράφοντας ουσιαστικά την επόμενη μάχη του πολιτικού συστήματος: «Εγώ επιδιώκω συναίνεση. Εχω την απαίτηση από το ΠΑΣΟΚ να καταθέσει ένα πλαίσιο προτάσεων για κάποιου είδους διάλογο. Το ΠΑΣΟΚ θα κριθεί στη συνταγματική αναθεώρηση», κατέληξε, τονίζοντας πως «το ΠΑΣΟΚ του Ανδρουλάκη αλληθωρίζει προς άλλου είδους κατευθύνσεις». Ο διαχωρισμός που κάνει διαρκώς η κυβέρνηση μεταξύ του «ΠΑΣΟΚ του κ. Ανδρουλάκη» και του πιο παλιού ΠΑΣΟΚ δείχνει πως το Μαξίμου δεν θα σταματήσει να απευθύνεται στους ψηφοφόρους του χώρου.

Πανεπιστήμια και Τέμπη

Την ίδια ώρα, η κυβέρνηση προσανατολίζεται στην αναθεώρηση και του άρθρου 86, περί ευθύνης υπουργών, όπου και εκεί όμως θα χρειαστεί τη συναίνεση των κομμάτων. Είναι σαφές λοιπόν πως μπαίνουμε σε μια διαφορετική πολιτική φάση, που το Μαξίμου ανακτά την πρωτοβουλία της πολιτικής σκακιέρας και θα πιέσει μέχρις εσχάτων κυρίως το ΠΑΣΟΚ.

Οσον αφορά τα υπόλοιπα θέματα, ο πρωθυπουργός στη χθεσινή του συνέντευξη αναφέρθηκε στα πανεπιστήμια λέγοντας πως «υπάρχει βελτίωση εικόνας», ενώ αποκάλυψε πως έχει ζητήσει από το υπουργείο Περιβάλλοντος να βρει μια νέα λύση για τα όρια των οικισμών.

Για τα Τέμπη ανέφερε πως «η κυβέρνηση έστειλε τον κ. Τριαντόπουλο στον φυσικό δικαστή και το ίδιο θα κάνει και με τον κ. Καραμανλή», τονίζοντας πως «δεν βλέπουμε κακούργημα» και «σύντομα θα καταθέσουμε πρόταση».

Κλείνοντας, για τον Αντώνη Σαμαρά ήταν λιτός λέγοντας πως «δεν με απασχολεί η κριτική Σαμαρά. Εχει τις απόψεις του και είναι εκτός Ν.Δ.» και πρόσθεσε πως «η Ν.Δ. θα διεκδικήσει να κυβερνήσει τον τόπο αυτοδύναμη, κι αυτό θα κριθεί από τους πολίτες το 2027».

Πηγή

Διαβάστε Περισσότερα

Tελευταία Nέα