Πολλές φορές τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δίνουν σε παιδιά που έχουν κακοποιηθεί, ή έιναι παραμελημένα, έναν χώρο να εκφραστούν και να βρουν άτομα που τα κατανοούν.
Είναι αυτό, όμως, πραγματικά βοηθητικό ή μπορεί να αποβεί επικίνδυνο;
Αναζητώντας την κατανόηση
Ως έφηβη που μεγάλωσε σε ένα κακοποιητικό περιβάλλον, η Μόργκαν έπρεπε καθημερινά να αντιμετωπίζει τη σωματική και συναισθηματική κακοποίηση από τη μητέρα της. Ωστόσο, ένιωθε ασφαλής και υποστηριζόμενη όταν δημοσίευε για τις εμπειρίες της σε έναν ψεύτικο λογαριασμό στο Instagram – γνωστό ως Finsta – ο οποίος έκρυβε την πραγματική της ταυτότητα.
Η Μόργκαν χρησιμοποιούσε τον Finsta για να μοιράζεται με συνομηλίκους της όσα περνούσε και να στέλνει ή να λαμβάνει ενθαρρυντικά μηνύματα. Χωρίς αυτό το «σωσίβιο», δήλωσε στις Μόργκαν Ε. ΠέτιΤζον και τη Λόρα Σουάμπ Ρις, στο Conversation, πλέον 21 ετών, «πιθανότατα δεν θα τα είχα καταφέρει να επιβιώσω».
Κάποια παιδιά δεν αναγνωρίζουν καν ότι πρόκειται για κακοποίηση. Άλλα νιώθουν ντροπή. Πολλά φοβούνται τι θα ακολουθήσει αν μιλήσουν.
Οι συντάκτριες του δημοσιεύματος διαπιστώσαν ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν γίνει ένα κρίσιμο μέσο ώστε οι νέοι να αποκαλύπτουν κακοποίηση, να συνδέονται με συνομηλίκους που είχαν παρόμοιες εμπειρίες και να μαθαίνουν στρατηγικές προστασίας.
Κάθε χρόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες, εκτιμάται ότι περισσότερα από 1 στα 7 παιδιά αντιμετωπίζουν βία ή παραμέληση στο σπίτι. Αυτές οι εμπειρίες συχνά δεν αναφέρονται. Κάποια παιδιά δεν αναγνωρίζουν καν ότι πρόκειται για κακοποίηση. Άλλα νιώθουν ντροπή. Πολλά φοβούνται τι θα ακολουθήσει αν μιλήσουν. Όταν οι νέοι αποκαλύπτουν παραμέληση ή κακοποίηση, είναι πιο πιθανό να στραφούν σε άτυπα συστήματα υποστήριξης, όπως οι φίλοι, παρά στις αρχές. Στον σημερινό ψηφιακό κόσμο, αυτές οι αποκαλύψεις γίνονται όλο και περισσότερο διαδικτυακά. Μέσα στις αυξανόμενες ανησυχίες για τις βλαβερές επιδράσεις των κοινωνικών δικτύων στους νέους, οι πλατφόρμες προσφέρουν σημαντικά οφέλη για κάποιους ευάλωτους εφήβους.
Οι εμπειρίες
Για να κατανοήσουν πώς και γιατί οι νέοι μιλούν διαδικτυακά για την κακομεταχείριση, ξεκίνησαν αναλύοντας αναρτήσεις σχετικά με «οικογενειακά προβλήματα» σε μια πλατφόρμα υποστήριξης μεταξύ συνομηλίκων, το TalkLife. Στην πορεία της έρευνας εντοπίστηκαν πολλά παραδείγματα νέων που περιέγραφαν κακομεταχείριση.
Έγραφαν ότι άτομα στο σπίτι τους τούς στερούσαν τροφή, τους κακοποιούσαν σεξουαλικά ή τους προκαλούσαν σωματική βία, αφήνοντάς τους με μώλωπες ή εξαρθρώσεις. Συνήθως οι θύτες ήταν φροντιστές – γονείς, πατριοί/μητριές, παππούδες ή άλλοι κηδεμόνες. Οι νέοι που μοιράζονταν αυτές τις εμπειρίες συνήθως εξέφραζαν τα συναισθήματά τους, ζητούσαν απαντήσεις ή υποστήριξη.
Αναλύθηκαν επίσης περισσότερες από 1.000 απαντήσεις σε αυτές τις αναρτήσεις. Οι συνομήλικοι ήταν στη συντριπτική τους πλειοψηφία συμπονετικοί, προσφέροντας συναισθηματική υποστήριξη και συμβουλές ή μοιράζονταν δικές τους εμπειρίες κακοποίησης ή παραμέλησης. Αντιδράσεις που περιγελούσαν, υποβάθμιζαν ή ήταν αδιάφορες απέναντι στις εμπειρίες των θυμάτων ήταν σχετικά σπάνιες.
Οι συντάκτριες πραγματοποίησαν έρευνα σε νέους 18–21 ετών σε όλη την Αμερική. Από τους 641 ερωτηθέντες, περίπου το 1/3 ανέφερε ότι είχε βιώσει κακοποίηση ή παραμέληση κατά την παιδική του ηλικία. Από αυτή την ομάδα, περισσότεροι από τους μισούς – 56% – είχαν μιλήσει για την κακομεταχείριση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
«Όλοι μαζί στηρίζαμε ο ένας τον άλλον λέγοντας: ναι, αυτό που νιώθεις είναι αληθινό και σημαντικό».
Στη συνέχεια, πήραν συνεντεύξεις από ένα υποσύνολο αυτών των συμμετεχόντων για να μάθουν τι τους παρακίνησε να μοιραστούν τις εμπειρίες τους στο διαδίκτυο και πώς αυτές οι αλληλεπιδράσεις τους επηρέασαν. Η Εύα, 21 ετών, είπε:
«…(είναι) ένας χώρος όπου άνθρωποι σαν εμένα, που ήθελαν προσοχή και επιβεβαίωση και ήθελαν να μιλήσουν για όσα βίωσαν σε ένα σχετικά χαμηλού ρίσκου πλαίσιο, συγκεντρώνονταν. Όλοι μαζί στηρίζαμε ο ένας τον άλλον λέγοντας: ναι, αυτό που νιώθεις είναι αληθινό και σημαντικό».
Τι ωθεί στην αναζήτηση βοήθειας στο διαδίκτυο
Οι περισσότεροι νέοι χρησιμοποιούν τα κοινωνικά δίκτυα για να αλληλεπιδράσουν, να εκφραστούν και να μάθουν νέα πράγματα. Μερικοί εκτίθενται σε πληροφορίες που τους βοηθούν να αναγνωρίσουν τις εμπειρίες τους ως κακοποίηση ή παραμέληση.
Ένας συμμετέχων 20 ετών, που δημοσίευσε για τις εμπειρίες του σε ένα Reddit forum αφιερωμένο σε θέματα ψυχικής υγείας, είπε: «Γεννήθηκα μέσα σε αυτό (την κακοποίηση), σωστά; Οπότε αυτό ήταν το φυσιολογικό μου, η καθημερινότητά μου … όσο μεγάλωνα κι άκουγα εμπειρίες άλλων, είπα ‘κάτι σε αυτά που έζησα δεν είναι φυσιολογικό’».
Οι κακοποιημένοι νέοι στρέφονται επίσης στα κοινωνικά δίκτυα επειδή δεν έχουν άλλες επιλογές. Οι ανήλικοι συνήθως δεν έχουν τη νομική ή οικονομική δυνατότητα να φύγουν από ένα κακοποιητικό σπίτι ή να ξεκινήσουν θεραπεία χωρίς τη γονική συναίνεση, αναφέρει το Conversation.
«Όταν είσαι παιδί, δεν έχεις πραγματικά έλεγχο σε πολλά πράγματα στη ζωή σου … αν το μόνο που έχεις είναι τα social media και ανθρώπους στο διαδίκτυο να μιλήσεις, αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος να εκφράσεις ότι έχεις φτάσει στα όριά σου και χρειάζεσαι βοήθεια», ανέφερε η Κάρα, 20 ετών.
Ακόμη και όταν υπάρχουν διαθέσιμοι πόροι, όπως οι σχολικοί σύμβουλοι, πολλοί νέοι τους αποφεύγουν επειδή αυτοί υπόκεινται σε υποχρέωση καταγγελίας. Η ανάρτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επιτρέπει στους νέους να μιλούν για τις εμπειρίες τους, συχνά ανώνυμα, χωρίς τον φόβο ότι η κατάσταση θα ξεφύγει από τον έλεγχό τους.
«Είναι εξαιρετικά επικίνδυνο να ζητάμε από τα παιδιά να αναφέρουν την κακοποίησή τους, ειδικά γνωρίζοντας τις αδυναμίες του συστήματος προστασίας παιδιών», τόνισε ο Ντος, 21 ετών.
Ωστόσο, η στροφή στα κοινωνικά δίκτυα μπορεί επίσης να έχει σοβαρά μειονεκτήματα για νέους που παλεύουν με κακοποίηση ή παραμέληση.
Οι συμμετέχοντες στην έρευνα των Μόργκαν Ε. ΠέτιΤζον και Λόρα Σουάμπ Ρις περιέγραψαν υποστηρικτικές διαδικτυακές σχέσεις τόσο σε προσωπικό επίπεδο όσο και μέσα σε ευρύτερες κοινότητες. Η Εύα, 21 ετών, διαπίστωσε ότι όταν μιλούσε για τις εμπειρίες της, οι άνθρωποι στο διαδίκτυο ήταν «πιο πρόθυμοι να συζητήσουν και να δείξουν κατανόηση απ’ ό,τι θα έβλεπες στον μέσο άνθρωπο στον δρόμο».
Ωστόσο, η στροφή στα κοινωνικά δίκτυα μπορεί επίσης να έχει σοβαρά μειονεκτήματα για νέους που παλεύουν με κακοποίηση ή παραμέληση. Χωρίς υποστηρικτικά δίκτυα εκτός διαδικτύου, είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένοι σε διαδικτυακή πλάνη και συναισθηματικό πλήγωμα. Τα social media μπορούν να τους εκθέσουν σε παραπληροφόρηση, τραυματικό περιεχόμενο ή επιθετική συμπεριφορά που παρουσιάζεται ως υποστήριξη.
Χωρίς ασφαλείς ενήλικες να τους βοηθήσουν να πλοηγηθούν σε αυτούς τους χώρους, τα θύματα κακοποίησης αντιμετωπίζουν ένα παράδοξο: το διαδίκτυο μπορεί να είναι η μόνη τους διέξοδος για σύνδεση, αλλά δεν είναι πάντα ασφαλές ή αξιόπιστο.
Η σημασία των ενηλίκων
Από τις συνεντεύξεις του Conversation προκύπτουν τρία βασικά συμπεράσματα για εκπαιδευτικούς, υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και τεχνολογικές πλατφόρμες:
- Οι νέοι χρειάζονται καλύτερη πρόσβαση σε ασφαλείς και αξιόπιστους πόρους για την αντιμετώπιση κακοποίησης και παραμέλησης, που να προσφέρουν ανωνυμία και να μην ενεργοποιούν υποχρεωτική καταγγελία. Αν και οι νόμοι για την αναφορά κακοποίησης έχουν σχεδιαστεί για να προστατεύουν τα παιδιά, μπορούν να αποθαρρύνουν την αποκάλυψη αν οι νέοι φοβούνται ότι η αναζήτηση βοήθειας θα πυροδοτήσει μια άμεση και ανεπιθύμητη παρέμβαση.
- Πολιτικές που απαγορεύουν τα social media ή απαιτούν γονική συναίνεση για τους ανήλικους μπορεί άθελά τους να αυξήσουν τους κινδύνους για κακοποιημένους νέους. Η δημιουργία ασφαλέστερων διαδρομών για τη χρήση του διαδικτύου είναι πιο αποτελεσματικός τρόπος προστασίας.
- Δεδομένου ότι οι φροντιστές και άλλοι ενήλικες δεν είναι πάντα διαθέσιμοι ή πρόθυμοι να προστατεύσουν τα παιδιά στο διαδίκτυο, είναι χρήσιμο οι πλατφόρμες να πρέπει να λογοδοτούν για χαρακτηριστικά σχεδιασμού – όπως οι αλγόριθμοι, οι ρυθμίσεις απορρήτου και οι στρατηγικές εποπτείας – που μπορεί να καθιστούν τις ιστοσελίδες επισφαλείς για ευάλωτους νέους που αναζητούν στήριξη.
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν μπορούν να αντικαταστήσουν τους πόρους εκτός διαδικτύου για τα παιδιά που κακοποιούνται. Όμως για πολλούς νέους, οι πλατφόρμες αυτές έχουν γίνει ένα πρώτο βήμα προς την αναγνώριση, τη σύνδεση και την επιβίωση. Μαθαίνοντας πώς και γιατί τα κακοποιημένα παιδιά μοιράζονται τις εμπειρίες τους ψηφιακά, οι ενήλικες μπορούν να κατανοήσουν καλύτερα τις ανάγκες τους και να χτίσουν συστήματα που θα τα «συναντούν» εκεί όπου «βρίσκονται», ολοκληρώνει το Conversation.