Η εντολή Τραμπ να αναπτυχθεί η Εθνοφρουρά στο Λος Άντζελες μετά τις διαδηλώσεις που αμφισβητούν έμπρακτα την αντιμεταναστευτική πολιτική του προέδρου των ΗΠΑ ξυπνά μνήμες από την τελευταία φορά που ο στρατός κατέβηκε στους δρόμους της μεγαλύτερης πόλης των ΗΠΑ.
Μπορεί οι κινητοποιήσεις και οι συγκρούσεις που σημειώνονται τις τελευταίες τρεις ημέρες στο Λος Άντζελες με διαδηλωτές να περικυκλώνουν τους πράκτορες της ICE που επιχειρούν να συλλάβουν μετανάστες χωρίς χαρτιά να μην είναι αντίστοιχες της έκτασης των επεισοδίων που συγκλόνισαν τη μεγαλούπολη τον Απρίλιο του 1992, αλλά η διοίκηση Τραμπ επιλέγει να κλιμακώσει παίζοντας με τη φωτιά.
Οι 2.000 στρατιώτες της Εθνοφρουράς δεν έχουν ακόμα αναπτυχθεί στους δρόμους του Λος Άντζελες και το πώς θα συνεχίσουν οι κινητοποιήσεις θα κριθεί εν πολλοίς την Κυριακή (ώρα ΗΠΑ).
Η απειλή της Εθνοφρουράς, χωρίς μάλιστα τη συγκατάθεση του Δημοκρατικού κυβερνήτη της Καλιφόρνιας, ξυπνά τις μνήμες από το 1992 όταν η καταστολή της εξέγερσης που συγκλόνισε τις ΗΠΑ άφησε πίσω της πάνω από 60 νεκρούς.
Η εξέγερση που συγκλόνισε τις ΗΠΑ
Τον Απρίλιο εκείνης της χρονιάς το δικαστήριο αθωώνει τους τέσσερις λευκούς αστυνομικούς που βασάνισαν έναν Αφροαμερικανό ξυλοκοπώντας τον άγρια επειδή δεν σταμάτησε με αυτοκίνητό του σε σήμα για έλεγχο.
Ο ξυλοδαρμός του Ρόντνεϊ Κινγκ καταγράφηκε σε βίντεο από κάτοικο της περιοχής και έκανε τον γύρο του κόσμου. Σε αυτό φαίνονταν οι αστυνομικοί να τον έχουν ακινητοποιημένο στο οδόστρωμα και να τον χτυπούν με λύσσα σε όλο του το σώμα και το κεφάλι χρησιμοποιώντας τα κλομπ και τα τέιζέρ τους.
Οι εικόνες θα επαναλαμβανόταν δεκαετίες αργότερα με τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ και το ξέσπασμα του κινήματος Black Lives Matter.
Η απόφαση του δικαστηρίου τον Απρίλιο του 1992 προκαλεί κύμα οργής με επεισόδια και διαδηλώσεις να ξεσπούν στους δρόμους του Λος Άντζελες. Για έξι ημέρες η πόλη παραδόθηκε στις φλόγες ενώ στα επεισόδια και στους πυρπολισμούς αστυνομικών τμημάτων συμμετείχαν όχι μόνο μαύροι, αλλά επίσης λατινοαμερικάνοι και λευκοί νέοι.
Το σύνθημα «LA LA, fuck the USA!» ηχούσε στους δρόμους της μεγαλούπολης.


Ο συστημικός ρατσισμός δεν ήταν η μοναδική αιτία της εξέγερσης. Μετά τη «νεοφιλελεύθερη επανάσταση» του Ρήγκαν, οι ταραχές έδειχναν την άλλη πλευρά της Αμερικής, πίσω από τα λαμπερά φώτα του Χόλιγουντ. Η Αμερική της φτώχειας και της ανισότητας έβγαινε στο προσκήνιο παρά το γεγονός ότι ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος μπορούσε να περηφανεύεται για τη νίκη του στον πόλεμου του Κόλπου, που δεν έλεγε τίποτα όμως στους νέους των φτωχογειτονιών του Λος Άντζελες.
Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Λούις Ροντρίγκεζ θα έγραφε τότε: “Σε πόλεις σε ολόκληρη τη χώρα, κάθε είδους άνθρωποι διαδήλωσαν ενάντια στην ετυμηγορία της υπόθεσης Ρόντνι Κινγκ, ένα θέμα με το οποίο οι περισσότεροι Αμερικανοί συμφωνούν ανεξάρτητα από το χρώμα. Αν και το ‘φυλετικό’ ζήτημα συνεχίζει να μας καίει, το ζήτημα εδώ είναι ταξικό. Η βία του Λος Άντζελες ήταν η πρώτη μεγάλη κοινωνική απάντηση σε μια οικονομική επανάσταση (σ.σ ο νεοφιλελευθερισμός) που ξεκίνησε πριν από χρόνια».
Ο στρατός χρησιμοποιήθηκε για να καταστείλει την εξέγερση που άφησε πίσω της δεκάδες νεκρούς και ζημιές ενός δισ. ευρώ.
Ρατσισμό και «νόμος και τάξη»
Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει ανάγει ως «νούμερο ένα» θέμα της ατζέντας του την πάταξη της μετανάστευσης. Η ρατσιστική ρητορική σε συνδυασμό με τις επιχειρήσεις σκούπα αμφισβητείται πλέον ανοιχτά, όπως δείχνουν οι διαδηλώσεις στο Λος Άντζελες, με κόσμο να βγαίνει στους δρόμους προσπαθώντας να εμποδίσει τους πράκτορες της ICE να συλλάβουν τους μετανάστες χωρίς χαρτιά.
Η πολιορκία κυβερνητικών κτιρίων από διαδηλωτές και οι συγκρούσεις με την αστυνομία προκαλούν ανησυχία στη διοίκηση Τραμπ που έχει εκλεγεί με το σύνθημα του «νόμου και της τάξης» και δεν θέλει σε καμία περίπτωση να φανεί αδύναμη και σε αυτό το μέτωπο.
Ο ρατσισμός είναι το καταφύγιο του Τραμπ που έχει αναγκαστεί σε υποχώρηση στο μέτωπο των δασμών και δεν παρουσιάζει καμία πρόοδο στην ατζέντα της εξωτερικής του πολιτικής.
Η απόφασή του να κατεβάσει τον στρατό στους δρόμους – και αν αυτό τελικά συμβεί – συνιστά κλιμάκωση με απρόβλεπτες όμως συνέπειες σε μια Αμερική που οι ταξικές ανισότητες και η πόλωση είναι πολύ πιο εμφανείς από το 1992.