Δικαστήριο του Μπέλφαστ έκρινε αθώο Βρετανό στρατιώτη που αντιμετώπιζε την κατηγορία της δολοφονίας, στη μοναδική δίκη μέχρι σήμερα σε βάρος μέλους των βρετανικών ενόπλων δυνάμεων για τον θάνατο 13 άοπλων Καθολικών διαδηλωτών στη «Ματωμένη Κυριακή» στη Βόρεια Ιρλανδία, στις 30 Ιανουαρίου 1972. Η επίθεση των στρατιωτών κατά των αθώων ανθρώπων είναι ένα ιστορικό γεγονός που σημάδεψε την ιστορία του τόπου και τις σχέσεις Βρετανίας και Ιρλανδίας.
Το 2010 η βρετανική κυβέρνηση ζήτησε συγγνώμη για τους «αδικαιολόγητους και αναίτιους» θανάτους, όταν μέλη του Τάγματος των Αλεξιπτωτιστών άνοιξαν πυρ στην πόλη Λοντοντέρι, εναντίον 10.000 ειρηνικών διαδηλωτών που ζητούσαν την αποχώρηση των Βρετανών από τη Βόρεια Ιρλανδία. Τα γεγονότα εκείνης της ημέρας είναι από τα πιο σκοτεινά στην πρόσφατη ιστορία της Βόρειας Ιρλανδίας. Όλες οι προσπάθειες να ασκηθούν διώξεις στους στρατιώτες απέτυχαν και πολλοί συγγενείς θυμάτων πιστεύουν πλέον ότι απομακρύνεται η πιθανότητα να επιτύχουν την προσαγωγή τους σε δίκη.
«Στρατιώτης Φ»
Στο κατάμεστο δικαστήριο του Μπέλφαστ επικρατούσε σιγή όταν διαβαζόταν η ετυμηγορία. Ο στρατιώτης, που δεν επιτρέπεται να κατονομαστεί και είναι γνωστός μόνο ως «Στρατιώτης Φ», βρισκόταν στην αίθουσα, κρυμμένος πίσω από μια μπλε κουρτίνα για να προστατευτεί η ταυτότητά του. Κρίθηκε αθώος για τον φόνο δύο ανδρών και την απόπειρα ανθρωποκτονίας άλλων πέντε.

Πορεία προς το δικαστήριο, πριν από την έκδοση της απόφασης για τη Ματωμένη Κυριακή
Ο δικαστής Πάτρικ Λιντς είπε ότι θεωρεί πως οι στρατιώτες είχαν χάσει κάθε αίσθηση της πειθαρχίας και άνοιξαν πυρ με σκοπό να σκοτώσουν και «όσοι ευθύνονται θα πρέπει να σκύβουν το κεφάλι από ντροπή». Ταυτόχρονα όμως, αθώωσε τον «Στρατιώτη Φ.» λόγω έλλειψης επαρκών αποδεικτικών στοιχείων. «Όποιες και αν είναι οι υπόνοιες που το δικαστήριο μπορεί να έχει για τον ρόλο του Φ., το δικαστήριο αυτό δεσμεύεται και περιορίζεται από τις αποδείξεις που του παρουσιάζονται». Οι αποδείξεις, είπε, θα πρέπει να είναι «πειστικές και αξιόπιστες», κάτι που δεν συνέβη σε αυτήν την περίπτωση.
Ο Μίκι ΜακΚίνι, αδελφός του Ουίλιαμ ΜακΚίνι, ενός από τα δύο θύματα, είπε αμέσως μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας ότι θεωρεί το βρετανικό κράτος υπεύθυνο για το γεγονός ότι απέτυχε η προσπάθεια να ασκηθούν διώξεις στους στρατιώτες.
«Μαύρη μέρα»
Η Ματωμένη Κυριακή ήταν ένα από τα καθοριστικότερα γεγονότα των Ταραχών, των τριών δεκαετιών συγκρούσεων μεταξύ των βρετανικών ενόπλων δυνάμεων, των εθνικιστών Καθολικών που επιδίωκαν την ένωση με την Ιρλανδία και των ενωτικών Προτεσταντών που ήθελαν η Βόρεια Ιρλανδία να παραμείνει επαρχία του Ηνωμένου Βασιλείου.
Δεκατρείς άνθρωποι, όλοι τους άοπλοι Καθολικοί, σκοτώθηκαν όταν οι στρατιώτες άνοιξαν πυρ στη συνοικία Μπόγκσαϊντ του Λοντοντέρι, στις 30 Ιανουαρίου 1972. Άλλος ένας υπέκυψε στα τραύματά του αργότερα στο νοσοκομείο. Οι στρατιώτες υποστήριζαν ότι πυροβολούσαν ανθρώπους οπλισμένους με όπλα και βόμβες.
Το γεγονός αυτό τροφοδότησε την καχυποψία των Καθολικών απέναντι στις αρχές και υποκίνησε δεκάδες ανθρώπους να ενταχθούν στη βίαιη εκστρατεία του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (IRA) εναντίον της βρετανικής κυριαρχίας.
Η αιματοχυσία, που στοίχισε τη ζωή σε 3.500 ανθρώπους, τερματίστηκε με την ειρηνευτική συμφωνία του 1998.
Αντικρουόμενες καταθέσεις
Ο «Στρατιώτης Φ» δεν κατέθεσε στη δίκη του, που διήρκησε έναν μήνα και διεξήχθη χωρίς ενόρκους. Οι συνήγοροι υπεράσπισης δεν κάλεσαν κανέναν μάρτυρα και είπαν ότι η ουσία της υπόθεσης, οι στρατιωτικές ανακοινώσεις που είχαν εκδοθεί πριν από σχεδόν 50 χρόνια, ήταν εμφανώς αναξιόπιστες, ενώ δεν υπήρχαν και αποδείξεις από ανεξάρτητες πηγές που να στηρίζουν τις κατηγορίες της εισαγγελίας.

Μέλη των οικογενειών των θυμάτων της Ματωμένης Κυριακής με φωτογραφίες τους στην πορεί πριν από την ανακοίνωση της απόφασης / REUTERS/Cathal McNaughton
Τα βασικά αποδεικτικά στοιχεία ήταν οι παλιές καταθέσεις δύο άλλων αλεξιπτωτιστών που βρίσκονταν μαζί με τον Φ. εκείνη την ημέρα. Σύμφωνα όμως με την υπεράσπιση, οι δηλώσεις τους ήταν αλληλοαντικρουόμενες και ταυτόχρονα οι καταθέσεις άλλων μαρτύρων τις αναιρούσαν.
Στη δίκη διαβάστηκε μια λακωνική δήλωση που είχε κάνει στην αστυνομία ο «Στρατιώτης Φ» το 2016, όταν είπε ότι, μολονότι είναι βέβαιος ότι εκτέλεσε σωστά τα στρατιωτικά καθήκοντά του εκείνη την ημέρα, δεν θυμάται πλέον με ακρίβεια τα γεγονότα και επομένως δεν είναι σε θέση να απαντήσει στις ερωτήσεις των αστυνομικών.
Η βρετανική κυβέρνηση ζήτησε συγγνώμη για τους φόνους αφού μια δικαστική έρευνα εξακρίβωσε ότι τα θύματα ήταν αθώοι άνθρωποι που δεν συνιστούσαν απειλή για τον στρατό. Η έρευνα αυτή διατάχθηκε το 1998 από τον τότε πρωθυπουργό της Βρετανίας Τόνι Μπλερ, αφού μια πρώτη έρευνα, το 1972, απάλλαξε τους αλεξιπτωτιστές από κάθε ευθύνη.
Στην ανακοίνωσή της σήμερα η βρετανική κυβέρνηση δήλωσε ότι «δεσμεύεται να βρει έναν τρόπο ώστε να παραδεχτεί το παρελθόν, στηρίζοντας ταυτόχρονα και εκείνους που υπηρέτησαν τη χώρα τους σε μια απίστευτα δύσκολη περίοδο στην ιστορία της Βόρειας Ιρλανδίας».
«Βαθιά απογοήτευση»
Η Μισέλ Ο’Νιλ, πρωθυπουργός στη Βόρεια Ιρλανδία και στέλεχος του εθνικιστικού κόμματος Σιν Φέιν, ανέφερε σε ανάρτησή της στην πλατφόρμα Χ ότι «η συνεχιζόμενη άρνηση της δικαιοσύνης για τις οικογένειες της Ματωμένης Κυριακής είναι βαθύτατα απογοητευτική».
Ο βρετανικός στρατός υποστήριζε επί χρόνια ότι οι αλεξιπτωτιστές απάντησαν σε πυρά «τρομοκρατών» του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (IRA), μια εκδοχή που «επιβεβαιώθηκε» από την έρευνα που είχε γίνει τότε βιαστικά. Παρά τις πολλές μαρτυρίες που διέψευδαν αυτόν τον ισχυρισμό, η βρετανική κυβέρνηση παραδέχτηκε μόλις το 2010 ότι τα θύματα ήταν αθώοι άνθρωποι. Κάποιοι μάλιστα είχαν πυροβοληθεί στην πλάτη ή ακόμη και ενώ ήταν πεσμένοι στο έδαφος και κουνούσαν λευκά μαντίλια.
Μετά την ειρηνευτική συμφωνία του 1998 στη Βόρεια Ιρλανδία, μόνο ένας Βρετανός πρώην στρατιώτης κρίθηκε ένοχος για ανθρωποκτονία: στις αρχές του 2023 στον Ντέιβιντ Χόλντεν επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τριών ετών με αναστολή επειδή σκότωσε έναν άνδρα, πυροβολώντας τον στην πλάτη, σε ένα φυλάκιο, το 1988. Ο Χόλντεν υποστήριξε ότι πυροβόλησε κατά λάθος, επειδή τα χέρια του ήταν βρεγμένα.

