Ήταν το μακρινό 2012, όταν ο Μπενιαμίν Νετανιάχου -και τότε πρωθυπουργός του Ισραήλ- εμφανίστηκε στο βήμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ με ένα σχεδιάγραμμα, που πολλοί χαρακτήρισαν «καρτούν», προσπαθώντας να πείσει τη διεθνή κοινότητα (και δη τη Δύση) για την απειλή από το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.
Απεικόνιζε μια βόμβα με αναμμένο φυτίλι και χαραγμένες πάνω της δύο γραμμές επιπέδων εμπλουτισμού ουρανίου, με υπογραμμισμένη με κόκκινο μαρκαδόρο αυτή του «τελικού σταδίου» στο 90%.
Από τότε υποστήριζε ότι το θεοκρατικό καθεστώς του Ιράν μπορούσε να κατασκευάσει πυρηνικά όπλα «μέσα σε ένα χρόνο ή και μήνες».
Στην Τεχεράνη διακυβεύεται «το μέλλον του κόσμου», προειδοποίησε, αποσιωπώντας το γεγονός ότι η μόνη χώρα με πυρηνικό οπλοστάσιο στη Μέση Ανατολή θεωρείται έως και σήμερα το Ισραήλ, κι αν μην το παραδέχεται επισήμως…
Σήμερα, 13 χρόνια μετά από εκείνη την ομιλία, ο Μπενιαμίν Νετανιάχου -«γαντζωμένος» στον πρωθυπουργό θώκο του Ισραήλ, εξαρτώμενος από ακροδεξιούς εβραίους εποίκους ως κυβερνητικούς εταίρους και πλέον αντιμέτωπος με πιθανή καταδίκη στη δίκη του για σκάνδαλα διαφθοράς- θέτει σε εφαρμογή σχέδια που είχε στο συρτάρι εδώ και πολλά χρόνια.
Με τον πόλεμο στην αιματοβαμμένη Γάζα να συνεχίζεται εδώ και 20 μήνες, τον υποστηριζόμενο από την Τεχεράνη «Άξονα της Αντίστασης» ξεχαρβαλωμένο και με το αποδυναμωμένο -εσωτερικά και γεωστρατηγικά- ιρανικό καθεστώς των μουλάδων σε διαπραγμάτευση με τις ΗΠΑ για το πυρηνικό του πρόγραμμα, η ηγεσία του Ισραήλ αποφάσισε να ανοίξει το «κουτί της Πανδώρας» στη Μέση Ανατολή.
Έχοντας μόλις επιζήσει οριακά κοινοβουλευτικής ψηφοφορίας, που απειλούσε με κατάρρευση την κυβέρνησή του, ο Νετανιάχου εξαπέλυσε ολομέτωπη επίθεση κατά της Τεχεράνης, πυροδοτώντας ευρεία δημόσια υποστήριξη για έναν νέο πόλεμο έναντι ακόμη μιας «υπαρξιακής απειλής» για το Ισραήλ.
Αυτή τη φορά έκανε λόγο για προληπτική ανάληψη δράσης στο πλαίσιο της «αυτοάμυνας», με το επιχείρημα ότι η Τεχεράνη έχει ξεπεράσει κατά πολύ την πυρηνική «κόκκινη γραμμή».


Πρωτοσέλιδα του ιρανικού Τύπου εν μέσω των ισραηλινών επιθέσεων, στις 15 Ιουνίου (Majid Asgaripour/WANA via REUTERS)
Πυρηνική απειλή και… ευσεβείς πόθοι
Δύο ημέρες αφότου άνοιξε ο «ασκός του Αιόλου» με τη μεγάλη κλίμακας επίθεση του Ισραήλ στο Ιράν, την περασμένη Παρασκευή, ισραηλινά ΜΜΕ ανέφεραν ότι η απόφαση του Τελ Αβίβ βασίστηκε σε πληροφορίες ότι η Τεχεράνη φέρεται να έχει προχωρήσει πολύ περισσότερο στη διαδικασία κατασκευής πυρηνικής βόμβας, απ’ ότι θεωρούνταν έως τώρα.
Αξιωματούχοι των εγχώριων μυστικών υπηρεσιών ενημέρωσαν την πολιτική ηγεσία -γράφουν- ότι πυρηνικοί επιστήμονες της Ισλαμικής Δημοκρατίας είχαν πραγματοποιήσει με επιτυχία σχετικά πειράματα, φέροντας το Ιράν μόλις εβδομάδες κοντά στην απόκτηση πυρηνικών όπλων.
Σύμφωνα δε με τον ραδιοφωνικό σταθμό του ισραηλινού στρατού, η διαδικασία αυτή είχε αρχίσει γύρω στα τέλη του 2023 ή στις αρχές του 2024, λίγο μετά την επίθεση της 7ης Οκτωβρίου από τη Χαμάς στο νότιο Ισραήλ, που πυροδότησε τον εν εξελίξει πόλεμο στη Γάζα.
«Σκεφτείτε τι θα μπορούσε να συμβεί αν το Ιράν είχε πυρηνικά όπλα για να πλήξει ισραηλινές πόλεις», είπε ο Ισραηλινός πρωθυπουργός την Κυριακή, επισκεπτόμενος το βομβαρδισμένο από τους ιρανικούς πυραύλους Μπατ Γιαμ, νότια του Τελ Αβίβ. «Βρισκόμαστε στη μέση ενός υπαρξιακού αγώνα», συμπλήρωσε, «που όλοι οι Ισραηλινοί πολίτες κατανοούν».
Μιλά πλέον διαρκώς υπέρ της καθεστωτικής αλλαγής στην Τεχεράνη, στο πλαίσιο του διακηρυγμένου στόχου του για επαναχάραξη του χάρτη της Μέσης Ανατολής.
Σε αυτό το πλαίσιο, το Ισραήλ αυξάνει διαρκώς το γεωγραφικό και γεωστρατηγικό του «αποτύπωμα», βομβαρδίζοντας τη μαρτυρική Γάζα με σχέδια εκ νέου κατοχής και μαζικού εκτοπισμού του παλαιστινιακού πληθυσμού, σφίγγοντας τον κλοιό γύρω από την κατεχόμενη Δυτική Όχθη, διατηρώντας τη στρατιωτική παρουσία και δράση του στον Λίβανο κατά της Χεζμπολάχ -με συνεχιζόμενα πλήγματα ακόμη και στη Βηρυτό- βομβαρδίζει στρατιωτικούς στόχους στη μετά Άσαντ φιλοτουρκική Συρία, όπου επίσης επεκτείνει την κατοχή του, και εξαπολύει νέες φονικές επιδρομές κατά των φιλοϊρανών Χούθι στην Υεμένη.
Τώρα, το Ιράν φαντάζει το επόμενο μεγάλο, κομβικό κομμάτι στο «παζλ».


Φιλοκυβερνητικές διαδηλώσεις στην Τεχεράνη, στη δεύτερη ημέρα του πολέμου μεταξύ Ισραήλ-Ιράν (Majid Asgaripour/WANA via REUTERS)
«Αλλάζοντας την πραγματικότητα στη Μέση Ανατολή»
«Στόχος μας είναι να αλλάξουμε την πραγματικότητα στη Μέση Ανατολή», λέει τώρα ο πρόεδρος του Ισραήλ Ισαάκ Χέρτζογκ, υποστηρίζοντας ότι η χώρα του υπερασπίζεται όχι μόνο τον εαυτό της, αλλά και τη Μέση Ανατολή, την ανθρωπότητα και την παγκόσμια ειρήνη…
Όμως σε ποιο βαθμό συνιστά πράγματι απειλή στην παρούσα φάση το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν;
Η Δύση δείχνει να κινείται στο θέμα σε θολά νερά.
Οι μουλάδες, που ήρθαν στην εξουσία μετά την Ιρανική Επανάσταση του 1979, επί της ουσίας «κληρονόμησαν» το μη στρατιωτικό πυρηνικό πρόγραμμα του φιλοδυτικού τελευταίου Σάχη του Ιράν.
Χρονολογείται από τα τέλη της δεκαετίας του 1950, ανεπτυγμένο τότε με τη βοήθεια των ΗΠΑ.
Οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών και η Διεθνής Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας (ΙΑΕΑ) του ΟΗΕ είναι πεπεισμένες ότι το θεοκρατικό καθεστώς της Τεχεράνης είχε αναπτύξει ένα μυστικό πρόγραμμα πυρηνικών όπλων μέχρι το 2003.
Παρά τις διεθνείς κυρώσεις που υπέστη, το Ιράν το αρνείται.
Μέχρι και σήμερα -μετά την κατάρρευση της διεθνούς συμφωνίας JPOCA που επιτεύχθηκε επί αμερικανικής προεδρίας Ομπάμα, το 2015, κατέρρευσε το 2018 με ευθύνη της πρώτης προεδρίας Τραμπ, δεν κατέστη δυνατό να αναβιώσει επί της προεδρίας Μπάιντεν και υποσκελίστηκε στις νέες διαπραγματεύσεις υπό τη δεύτερη προεδρία Τραμπ- η Τεχεράνη υποστηρίζει ότι το πυρηνικό της πρόγραμμα είναι αποκλειστικά για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, με στόχο την κάλυψη των εγχώριων αναγκών και την αποδέσμευση μεγαλύτερων ποσοτήτων πετρελαίου προς εξαγωγή.
«Ανώτεροι ηγέτες του Ιράν πιθανότατα δεν έχουν αποφασίσει να επανεκκινήσουν το πρόγραμμα πυρηνικών όπλων που ίσχυε πριν από το 2003», ανέφερε μόλις τον περασμένο Μάιο σε έκθεση η αμερικανική ομοσπονδιακή Υπηρεσία Πληροφοριών Άμυνας (DIA).
Σχεδόν ταυτόχρονη ωστόσο έκθεση της IAEA ανέφερε ότι τα απόθεμα εμπλουτισμένου ουρανίου με καθαρότητα 60% του Ιράν έχει πλέον διπλασιαστεί σε σχέση με το 2018, φτάνοντας τα 408 κιλά.
Εφόσον εμπλουτιστούν περαιτέρω (στο 90%), αρκούν για την κατασκευή 9-10 πυρηνικών βομβών.


Δορυφορική εικόνα των εγκαταστάσεων εμπλουτισμού ουρανίου στο Ισφαχάν, στο κεντρικό Ιράν, προ των ισραηλινών βομβαρδισμών (Maxar Technologies/Handout via REUTERS)
«Και μετά τι;»
Αν και συμβαλλόμενο μέρος της Συνθήκης περί Μη Διάδοσης των Πυρηνικών Όπλων (NPT) του ΟΗΕ -βάσει της οποίας έχει δεσμευτεί να μην αναπτύξει πυρηνική βόμβα- το Ιράν διαθέτει σήμερα τα μεγαλύτερα αποθέματα εμπλουτισμένου ουρανίου, σε επίπεδα πολύ μεγαλύτερα από τις ανάγκες ενός μη στρατιωτικού πυρηνικού προγράμματος.
Παραμονή της ισραηλινής επίθεσης, την περασμένη Πέμπτη, η πλειοψηφία των κρατών-μελών στο διοικητικό συμβούλιο στην IAEA ενέκρινε το πρώτο εδώ και 20 χρόνια καταδικαστικό ψήφισμα για την Τεχεράνη, για μη συμμόρφωση με τις διεθνείς υποχρεώσεις της.
Με πρωτοβουλία των ΗΠΑ, Γαλλίας, Βρετανίας και Γερμανίας, το ψήφισμα θα μπορούσε θεωρητικά να ξανανοίξει το δρόμο των διεθνών κυρώσεων σε βάρος της Τεχεράνης, πέραν των αμερικανικών.
Προσώρας, εκτιμάται ότι προσέφερε νομιμοποιητική βάση στην επίθεση του Ισραήλ.
Το Ιράν απάντησε ανακοινώνοντας σχέδια λειτουργίας ακόμη μιας εγκατάστασης εμπλουτισμού ουρανίου.
Τώρα, δια του ΥΠΕΞ, η ηγεσία της Τεχεράνης διαμηνύει ότι θα προετοιμάσει νομοσχέδιο για την αποχώρηση από τη Συνθήκη για τη Μη Διάδοση των Πυρηνικών Όπλων (NPT).
Αν και η προαναγγελία ερμηνεύεται πρωτίστως ως «μόχλευση» πριν από τυχόν μελλοντικές νέες συνομιλίες με τις ΗΠΑ, υπό την προϋπόθεση κατάπαυσης του πυρός με το Ισραήλ, αξιωματούχοι στην Τεχεράνη είχαν προειδοποιήσει από τον Απρίλιο -παρατηρεί η αμερικανική DIA- «για επανεξέταση του πυρηνικού δόγματος, εάν δεχθούν επίθεση οι πυρηνικές εγκαταστάσεις» του Ιράν.
Προοπτική, που με τη σειρά της οδηγεί στο ερώτημα «και μετά τι;».
Το θέτουν όλο και πιο εμφατικά τα τελευταία 24ωρο ειδικοί και αναλυτές, καθώς ο πόλεμος μεταξύ Ισραήλ και Ιράν κινδυνεύει πια να συμπαρασύρει κι άλλες δυνάμεις.
Περιφερειακές και μη….


Στιγμιότυπο από την επίσκεψη του Ισραηλινού πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου στον Λευκό Οίκο, στις 7 Απριλίου (REUTERS/Kevin Mohatt//File Photo)
Στρατηγικά διλήμματα, ιστορικά διδάγματα
Αν και το Ισραήλ έχει πλήξει σημαντικό μέρος της στρατιωτικής και πυρηνικής υποδομής του Ιράν, εξοντώνοντας επίσης σημαντικό αριθμό υψηλόβαθμων αξιωματούχων και επιστημόνων -καταδεικνύοντας για ακόμη μια φορά την επιχειρησιακή δεινότητα και της Μοσάντ, μετά το φιάσκο της επίθεσης της 7ης Οκτωβρίου- ακόμη και ο ίδιος ο ισραηλινός στρατός παραδέχεται ότι το Τελ Αβίβ δεν έχει μόνο του τη δυνατότητα να εξαλείψει το ιρανικό πυρηνικό οπλοστάσιο.
Για να καταστρέψει θαμμένες βαθιά μέσα στο έδαφος εγκαταστάσεις, όπως στο Νατάνζ και στο Φορντόου, απαιτούνται βόμβες διάτρησης, που έχουν στο οπλοστάσιό τους μόνο οι ΗΠΑ και μπορούν να μεταφέρουν μόνο αμερικανικά βομβαρδιστικά.
Το Ισραήλ πλέον ζητά την εμπλοκή της Ουάσιγκτον, με τη Ρωσία, την Κίνα και την ανήσυχη Τουρκία να παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις και τους επικριτές του Νετανιάχου να τον κατηγορούν για πολιτικό και γεωπολιτικό καιροσκοπισμό, χωρίς στρατηγική εξόδου και από αυτή τη νέα κρίση.
Ο δε Αμερικανός πρόεδρος Τραμπ -που αυτοπροβάλλεται ως «ειρηνοποιός», αν και με μηδενικό αποτέλεσμα έως τώρα στην Ουκρανία, στη Γάζα και τώρα στο Ιράν- κρατά προσώρας κλειστά τα χαρτιά του, αν και οι ΗΠΑ προχωρούν σε αναδιάταξη στρατιωτικών δυνάμεων, με επίκεντρο την περιοχή του Κόλπου, τη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο.
«Ο Νετανιάχου φαίνεται να έχει δώσει στον Τραμπ τις 60 ημέρες που ήθελε για να καταλήξει σε συμφωνία» για το πυρηνικό του πρόγραμμα του Ιράν «αλλά ούτε μια μέρα παραπάνω», γράφει στο Foreign Policy ο Τζέφρι Λιούις, διευθυντής του Προγράμματος Μη Διάδοσης των Πυρηνικών Όπλων στην Ανατολική Ασία στο Ινστιτούτο Διεθνών Σπουδών Middlebury στο Μοντερέι της Καλιφόρνιας.
Υπενθυμίζει ωστόσο «το άθλιο ιστορικό καθεστωτικών αλλαγών μόνο με αεροπορικές επιδρομές»: από τον Μουαμάρ Καντάφι στη Λιβύη το 1986, μέχρι τον Σαντάμ Χουσεΐν στο Ιράκ το 1991 ή τον Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς στην πρώην Γιουγκοσλαβία το 1999.