Η ανακοίνωση μετά το έκτακτο ΚΥΣΕΑ της Κυριακής με επίκεντρο τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή «φωτογράφιζε» με την προσεκτική διατύπωσή της τη μεγάλη ανησυχία της κυβέρνησης. Ενώ είθισται αυτές οι ανακοινώσεις να είναι απολύτως τυπικές, αυτή τη φορά είχαν λέξεις που έδειχναν δημόσια τον προβληματισμό. «H κυβέρνηση εκφράζει την έντονη ανησυχία της», έλεγε μεταξύ άλλων η ανακοίνωση, ενώ κατέληγε πως «οι ελληνικές αρχές παραμένουν σε επαγρύπνηση σε όλα τα επίπεδα για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων μιας σύνθετης και αβέβαιης γεωπολιτικής συγκυρίας».
«Τα εμπλεκόμενα μέρη να επιστρέψουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων», ανέφερε χθες ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Οι πληροφορίες της «Κ» λένε πως ο προβληματισμός έγκειται στο γεγονός ότι η Μέση Ανατολή ανέκαθεν αποτελούσε μια πυριτιδαποθήκη της Ιστορίας, αλλά αυτή τη φορά η ανάφλεξη γίνεται μέσα σε έναν κόσμο στο οποίο έχουν αλλάξει οι σταθερές. «Μέχρι πού θα το φθάσουν οι ΗΠΑ;» και «πώς θα αντιδράσει η Κίνα;» είναι βασικά ερωτήματα που αυτή τη στιγμή δεν έχουν απαντήσεις, καθώς κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος πώς θα κινηθούν οι δύο μεγάλες δυνάμεις του πλανήτη. Η μεγάλη ανησυχία καταγράφηκε και στη χθεσινή συνάντηση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κώστα Τασούλα. Ο κ. Μητσοτάκης εξέφρασε τον «έντονο προβληματισμό του» για τις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής μετά το χτύπημα των Ηνωμένων Πολιτειών στις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν. «Είναι εκπεφρασμένη θέση όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και της Ευρωπαϊκής Ενωσης: ότι το Ιράν δεν πρέπει να αποκτήσει πυρηνικό οπλοστάσιο. Ομως η περαιτέρω κλιμάκωση σε επίπεδο στρατιωτικών επιχειρήσεων ενδεχομένως να οδηγήσει σε πολύ περισσότερα προβλήματα από αυτά τα οποία θα λύσει», κατέληξε, επαναλαμβάνοντας τη θέση της Αθήνας που είναι «τα εμπλεκόμενα μέρη να επιστρέψουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, έτσι ώστε έστω και την ύστατη στιγμή να αποφευχθεί μια περαιτέρω στρατιωτική κλιμάκωση».

Οικονομικός αντίκτυπος
Στο Μέγαρο Μαξίμου αναλύουν, στον βαθμό που μπορούν, τις πιθανές επιπτώσεις από τη συνέχιση του πολέμου. Η πρώτη με διαφορά είναι ο οικονομικός αντίκτυπος. Χθες ο κ. Μητσοτάκης το παραδέχθηκε δημόσια λέγοντας πως η στρατιωτική κλιμάκωση της πολεμικής σύγκρουσης «όπως αντιλαμβάνεστε μπορεί να έχει και οικονομικές συνέπειες για την παγκόσμια οικονομία και για την πορεία του πληθωρισμού», με την Ελλάδα να μην αποτελεί εξαίρεση. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης, ερωτηθείς για τα σχέδια της κυβέρνησης εάν υπάρξουν αυξήσεις σε πετρέλαιο και ρεύμα λόγω της κρίσης στη Μέση Ανατολή, είπε ότι «στην περίπτωση που δούμε υπέρμετρη και αδικαιολόγητη αύξηση τιμών» η κυβέρνηση έχει δείξει πως στέκεται στο πλευρό των πολιτών όταν υπάρχουν εξωγενείς κρίσεις, όπως ήταν η υγειονομική κρίση και ο πόλεμος στην Ουκρανία. Πρόσθεσε, ωστόσο, ότι «δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή κάτι που να χρειάζεται άμεση παρέμβαση, αλλά το έχει πει και το αρμόδιο υπουργείο, δεν πρόκειται να αφήσουμε τους πολίτες απροστάτευτους σε περίπτωση που υπάρξουν παρεπόμενες συνέπειες αυτής της πρωτοφανούς κατάστασης».
Οσον αφορά την πιθανότητα εμπλοκής της Ελλάδας στον πόλεμο, ξεκαθάρισε πως δεν υπάρχει κανένα τέτοιο ζήτημα, τονίζοντας ότι πρώτο μέλημα του Μαξίμου είναι να διασφαλισθεί η προστασία των πλοίων που φέρουν ελληνική σημαία. Τέλος, απαντώντας σε δημοσιεύματα που λένε πως η βάση της Σούδας χρησιμοποιήθηκε για ανεφοδιαστικούς σκοπούς στην επίθεση των ΗΠΑ στο Ιράν, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος αρκέστηκε να πει: «Δεν έχω να κάνω παραπάνω σχόλιο», ενώ για τη σύλληψη του 26χρονου Αζέρου στη Σούδα, ο οποίος εντοπίστηκε να φωτογραφίζει και να βιντεοσκοπεί τη βάση, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δήλωσε: «Ηταν μια πάρα πολύ σοβαρή υπόθεση και ήταν μια πάρα πολύ σημαντική επιτυχία. Πρέπει να μείνουμε σε αυτό, γιατί είναι η προστασία της χώρας μας».