Μετρώντας τους ίσκιους των «πρώην»

Κοινοποίηση

Εσχάτως, στα κομματικά γραφεία και στο Περιστύλιο της Βουλής, ένα από τα κυρίαρχα θέματα συζήτησης αποτελεί το κατά πόσον οι Αντ. Σαμαράς και Αλ. Τσίπρας είναι έτοιμοι να διαβούν τον Ρουβίκωνα και να προχωρήσουν στην ίδρυση νέων κομμάτων. Παρά τα σενάρια και την έντονη φημολογία, ασφαλή απάντηση στο ερώτημα είναι δυνατόν να δώσουν μόνο ο χρόνος και φυσικά οι ίδιοι.

Επί του παρόντος, ως εκ τούτου, κρίσιμο είναι να ανιχνευθεί το αποτύπωμα που θα μπορούσαν να έχουν στο πολιτικό σκηνικό σχετικές πρωτοβουλίες από τους δύο πρώην πρωθυπουργούς. Σύμφωνα με έμπειρα κομματικά στελέχη, αλλά και δημοσκόπο που προσέγγισε με μεγάλη ακρίβεια τα αποτελέσματα στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις, παρά τις προφανείς και ιδιαίτερα μεγάλες μεταξύ τους διαφορές, πιθανά πολιτικά εγχειρήματα από τους Αντώνη Σαμαρά και Αλέξη Τσίπρα δεν αποκλείεται να έχουν παρεμφερή έκβαση.

Οπως λέγεται, είναι εξαιρετικά δύσκολο κομματικοί σχηματισμοί στους οποίους θα ηγηθούν οι δύο πρώην πρωθυπουργοί να μη συγκεντρώσουν το απαιτούμενο 3% προκειμένου να εκπροσωπηθούν στην επόμενη Βουλή. Το μεγάλο ζητούμενο είναι κατά πόσο θα μπορέσουν να διεκδικήσουν σαφώς υψηλότερα ποσοστά, μεταβάλλοντας ουσιαστικά τα δεδομένα του υφιστάμενου πολιτικού σκηνικού. Και εδώ, σύμφωνα με τις ανωτέρω πηγές, αρχίζουν οι δυσκολίες:

Πρώτον, όπως επισημαίνεται, το σώμα των ψηφοφόρων δεν εμφανίζεται να αντιμετωπίζει θετικά πρώην πρωθυπουργούς, όπως εν προκειμένω ο Αντ. Σαμαράς και ο Αλ. Τσίπρας, που ταυτίστηκαν με τη διαχείριση των μνημονίων. Μάλιστα, η αποδοχή τους είναι χαμηλή ακόμη και εντός των κομμάτων τους. Ενδεικτική είναι η περίπτωση του Γ. Παπανδρέου: ο πρώην πρωθυπουργός απέτυχε το 2015 να οδηγήσει το ΚΙΔΗΣΟ στη Βουλή, ενώ το 2023 ηττήθηκε καθαρά από τον Ν. Ανδρουλάκη στη μάχη για την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ.

Δεύτερον, διεθνώς κυρίαρχη πολιτική τάση –με την «ιδιαίτερη» περίπτωση του Ντόναλντ Τραμπ να αποτελεί την εξαίρεση του κανόνα– είναι οι ψηφοφόροι να αναζητούν νέα πρόσωπα: παρά το πολιτικό τους κεφάλαιο, τόσο ο Αντ. Σαμαράς όσο ο Αλ. Τσίπρας εάν επανακάμψουν στην πολιτική σκηνή δεν θα το πράξουν ως άφθαρτοι ηγέτες, αλλά θα συνοδεύονται από τα βάρη του κυβερνητικού τους παρελθόντος. Πάντως, παρά τα ανωτέρω αρνητικά δεδομένα, είναι προφανές πως τυχόν απόφαση των κ. Σαμαρά και Τσίπρα να επιχειρήσουν την ολική επαναφορά στην πολιτική σκηνή, ευνοείται από το γεγονός ότι τα υφιστάμενα αντιπολιτευόμενα κόμματα αδυνατούν να αναπτύξουν δυναμική, παρά τη φθορά που υφίσταται η κυβέρνηση.


Στα χαρακώματα για τα εθνικά

Ψηλά στην ατζέντα της πολιτικής αντιπαράθεσης θα διατηρήσει το ΠΑΣΟΚ τα εθνικά θέματα, με επίκεντρο τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, στον απόηχο της συμφωνίας για συμμετοχή της Τουρκίας στα ευρωπαϊκά εξοπλιστικά προγράμματα και πλέον με αφορμή τις εξελίξεις περί τη Μονή του Σινά. Η κριτική του ΠΑΣΟΚ θα επικεντρώνεται στο γεγονός ότι η Ελλάδα επί της ουσίας δεν μπορεί να αποτρέψει την τουρκική συμμετοχή στο ευρωπαϊκό αμυντικό οικοδόμημα.

Επίσης, σύμφωνα με το ΠΑΣΟΚ, ο στόχος που έθεσε ο Κυρ. Μητσοτάκης –η Αγκυρα να άρει το casus belli– είναι προσχηματικός, καθώς ακόμη και εάν αποσυρθεί προσωρινά, η Τουρκία μπορεί να επαναφέρει την απειλή πολέμου ανά πάσα στιγμή. Τέλος, στη «βεντάλια» των αιτιάσεων της Χαριλάου Τρικούπη θα ενταχθούν η επισήμανση πως η κυβέρνηση επέτρεψε στην Aγκυρα να αναπτύξει προνομιακές σχέσεις στο πεδίο της άμυνας με χώρες «κλειδιά» της Ε.Ε., όπως η Ιταλία και η Ισπανία –και ως φαίνεται τώρα η Γερμανία–, αλλά και οι καθυστερήσεις που σημειώνονται στην προώθηση του έργου της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας – Κύπρου.

Η ανάδειξη των εθνικών θεμάτων από το ΠΑΣΟΚ γίνεται για λόγους αρχής, αλλά και «πολιτικούς». Ο Ν. Ανδρουλάκης αποδίδει σταθερά ιδιαίτερη σημασία στην ανάσχεση της τουρκικής απειλής: Δεν είναι τυχαίο ότι εδώ και χρόνια προτάσσει την ανάγκη επιβολής ευρωπαϊκού εμπάργκο όπλων στην Τουρκία, όσο η Αγκυρα διατηρεί ακέραιη την απειλή έναντι της Ελλάδος και συνεχίζεται η κατοχή στην Κύπρο. Οπως προαναφέρθηκε, όμως, η στρατηγική της Χαριλάου Τρικούπη έχει και πολιτική διάσταση.

Μέσω της σκληρής αντιπολίτευσης στα εθνικά θέματα, ο Ν. Ανδρουλάκης εκτιμά πως μπορεί να διεμβολίσει την εκλογική βάση της Ν.Δ., καθώς κριτική στους χειρισμούς της κυβέρνησης στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής ασκείται και από «δεξιόστροφες» φωνές εντός και εκτός του κυβερνώντος κόμματος, με κορυφαίες εκείνες των Κ. Καραμανλή και Αντ. Σαμαρά. Επίσης, με την ακολουθούμενη γραμμή, το ΠΑΣΟΚ χαράσσει μια «καθαρή» διαχωριστική γραμμή από τα κόμματα της Αριστεράς.

Οι στοχεύσεις της παραπομπής

Δεδομένη θεωρείται από τα κόμματα της αντιπολίτευσης η υπερψήφιση από 154 βουλευτές της Ν.Δ. –ο Κ. Καραμανλής δεν επιτρέπεται να λάβει μέρος στην ψηφοφορία– της πρότασης για παραπομπή του πρώην υπουργού Μεταφορών, αρχικά σε προανακριτική επιτροπή και στη συνέχεια στο Δικαστικό Συμβούλιο για το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος, παρά τα περί του αντιθέτου σενάρια των τελευταίων ημερών. Οπως αναφέρεται, το πλήγμα για τη Ν.Δ., εάν η πρόταση καταψηφιστεί και δημιουργηθεί η αίσθηση ότι επιχειρείται η «απαλλαγή» του Κ. Καραμανλή, θα είναι ιδιαίτερα ισχυρό και κανείς «γαλάζιος» βουλευτής δεν θα αναλάβει το σχετικό ρίσκο.

Σύμφωνα με στελέχη της Χαριλάου Τρικούπη και της Κουμουνδούρου, ο λόγος για τον οποίο η κυβέρνηση επιτρέπει να διακινείται η άποψη ότι μπορεί η πρόταση για την παραπομπή Καραμανλή να μη συγκεντρώσει τις απαιτούμενες ψήφους, είναι σε μεγάλο βαθμό επικοινωνιακός. Οπως λέγεται, το Μέγαρο Μαξίμου θέλει την επομένη της ψηφοφορίας να μπορεί να υποστηρίξει ότι «πέρασε τον πήχυ» και για πρώτη φορά κυβερνών κόμμα παραπέμπει πρώην υπουργό του με τις ψήφους σύσσωμης της κοινοβουλευτικής του ομάδας.

Επίσης, προστίθεται, στις στοχεύσεις της Ν.Δ. είναι να καλλιεργηθεί η αίσθηση πως το ΠΑΣΟΚ ενδιαφέρεται περισσότερο να κερδίσει τη μάχη των εντυπώσεων αναφορικά με τα πιθανά αδικήματα του Κ. Καραμανλή, προτάσσοντας το «δίπολο» πλημμέλημα ή κακούργημα, και λιγότερο για την κρίση του πρώην υπουργού από το Δικαστικό Συμβούλιο.

Πηγή

Διαβάστε Περισσότερα

Tελευταία Nέα