Η πρόσφατη απόφαση των ΗΠΑ να επαναλάβουν πυρηνικές δοκιμές αναζωπύρωσαν φόβους για πυρηνική κλιμάκωση. Εύλογα, οι σκεπτικιστές ίσως φρίξουν με την ιδέα ενός κόσμου με περισσότερες πυρηνικές δυνάμεις, αλλά Αμερικανοί ειδικοί εκτιμούν ότι τέτοιες ανησυχίες δεν είναι και τόσο δικαιολογημένες, αρκεί να τα πυρηνικά όπλα να δοθούν εκεί που «πρέπει».
Με μια κάπως αιρετική ανάλυσή τους στο γνωστό περιοδικό Foreign Affairs, οι επίκουροι καθηγητές Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο της Οκλαχόμα, Μόριτζ Γκρέιφραθ και Μαρκ Ρέιμοντ, επιχειρούν να καθησυχάσουν του φόβους από τη διάδοση των πυρηνικών.
«Η αντίθεση στη διάδοση μεταξύ αναξιόπιστων κρατών και αντιπάλων έχει λογική» σημειώνουν, «αλλά μια συνολική αντίθεση στην περαιτέρω εξάπλωση των πυρηνικών όπλων συσκοτίζει τα σημαντικά οφέλη που αυτά μπορούν να προσφέρουν». Έτσι, συνεχίζουν πως θα ήταν προς το συμφέρον των ΗΠΑ να επανεξετάσουν την αυστηρή προσήλωσή τους στη μη διάδοση και να ενθαρρύνουν μια μικρή ομάδα συμμάχων, δηλαδή Καναδά, Γερμανία και Ιαπωνία- να αποκτήσουν πυρηνικά όπλα.
Γιατί ειδικά αυτές τις χώρες;
Όπως υπογραμμίζουν οι ίδιοι, οι τρείς αυτές χώρες διαθέτουν όλες την επιστημονική και βιομηχανική ικανότητα να αναπτύξουν πυρηνικά όπλα αυτόνομα.
Για τους δύο ειδικούς όμως, οι λόγοι είναι γεωπολιτικοί.
Η ανάπτυξη μιας ανεξάρτητης πυρηνικής δύναμης θα προστάτευε τη Γερμανία από το ενδεχόμενο μιας αιφνίδιας αμερικανικής αποχώρησης από την Ευρώπη, ενώ ταυτόχρονα θα προσέφερε έναν ρεαλιστικό και ουσιαστικό τρόπο εκπλήρωσης της υπόσχεσης για δαπάνες στο 5%.
Η πυρηνική διάδοση στην Ιαπωνία, συνεχίζουν, θα συνέβαλλε καθοριστικά στην επίτευξη του κύριου στόχου των ΗΠΑ στην Ανατολική Ασία, δηλαδή της ανάσχεσης της Κίνας μέσω ισχυρών τοπικών συμμαχιών.
«Η Ιαπωνία ήδη απολαμβάνει το αμυντικό πλεονέκτημα του να είναι ένα αρχιπέλαγος που χωρίζεται από τους αντιπάλους του από θάλασσα. Αν αυτό συνδυαζόταν με ανεξάρτητες πυρηνικές δυνατότητες, το πλεονέκτημα αυτό θα εγγυόταν ουσιαστικά την ασφάλεια της Ιαπωνίας απέναντι σε εξωτερικές απειλές — και θα διασφάλιζε ότι δεν θα έπεφτε υπό κινεζικό έλεγχο».
Πέρα από την καλύτερη αυτοάμυνα, μια πυρηνικά οπλισμένη Ιαπωνία, τονίζουν, θα προσέφερε μια πιο αξιόπιστη και άμεση μορφή εκτεταμένης αποτροπής στην Ανατολική Ασία από ό,τι μπορούν να προσφέρουν οι ΗΠΑ. «Η Κίνα μπορεί να αμφιβάλλει για τη βούληση της Ουάσιγκτον να ρισκάρει πυρηνικό πόλεμο λόγω εξελίξεων στην Ανατολική Ασία, αλλά η γεωγραφική εγγύτητα της Ιαπωνίας και το άμεσο ενδιαφέρον της για τη σταθερότητα της περιοχής καθιστούν τις δεσμεύσεις της πολύ πιο αξιόπιστες».
Στη Βόρεια Αμερική, η πυρηνική διάδοση στον Καναδά θα ενίσχυε την ασφάλεια της αμερικανικής επικράτειας, υπογραμμίζουν. «Δεδομένης της στενής ενσωμάτωσης των καναδικών και αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και του διμερούς συστήματος αεράμυνας NORAD, οι δύο χώρες θα πολεμούσαν μαζί σε σχεδόν οποιοδήποτε σενάριο άμυνας της ηπείρου. Παρότι ο Καναδάς δεν αντιμετωπίζει άμεσες απειλές για την εδαφική του ακεραιότητα από τη Ρωσία ή την Κίνα, οι σχέσεις του με αμφότερες τις χώρες έχουν επιδεινωθεί σημαντικά την τελευταία δεκαετία. Μια καναδική πυρηνική αποτρεπτική δύναμη μειώνει την πιθανότητα οι ΗΠΑ να υποχρεωθούν να υπερασπιστούν τον βόρειο γείτονά τους, απελευθερώνοντας ουσιαστικά αμερικανικές δυνατότητες και κλείνοντας ένα πιθανό παράθυρο γεωπολιτικής διείσδυσης».
Μη φοβάστε
Στη συνέχεια, οι δύο διεθνολόγοι επιχειρούν να καθησυχάσουν για τους κινδύνους, καθώς όπως παραδέχονται, σύμφωνα με την κλασική σκέψη, ένα κράτος με πυρηνική αποτροπή μπορεί να συμπεριφέρεται επιθετικά, επειδή πλέον είναι θωρακισμένο απέναντι σε προσπάθειες να το συγκρατήσουν.
Ωστόσο, θεωρούν αυτή την οπτική λανθασμένη, διότι, λένε, υποθέτει ότι όλες πυρηνικές δυνάμεις θα συμπεριφερθούν με τον ίδιο τρόπο. «Όταν όμως κράτη που είναι δεσμευμένα στην υπεράσπιση διεθνών κανόνων και θεσμών αποκτούν πυρηνικές δυνατότητες, η διάδοση στην πραγματικότητα αυξάνει τη σταθερότητα και τη συνοχή της διεθνούς τάξης».
Εξάλλου, σύμφωνα με τους δίους, οι τρεις παραπάνω χώρες συγκαταλέγονται στα πλέον αφοσιωμένα κράτη στην διεθνή τάξη που βασίζεται σε κανόνες.
Επίσης, η διάδοση των πυρηνικών όπλων σε αυτά τα κράτη, σύμφωνα με τους ίδιους, δεν πρέπει να καλλιεργούν τις κλασικές πυρηνικές ανησυχίες. «Για παράδειγμα, δεν υπάρχει λόγος να φοβόμαστε ότι τα καναδικά, γερμανικά ή ιαπωνικά πυρηνικά όπλα θα καταλήξουν στα χέρια «παρανοϊκών» κρατών ή τρομοκρατικών οργανώσεων∙ και οι τρεις χώρες αποτελούν πρότυπα υπευθυνότητας, κρατικής ικανότητας και εσωτερικής σταθερότητας».
«Δεν υπάρχει επίσης ανάγκη ανησυχίας σχετικά με τον ορθολογισμό αυτών των κρατών. Αν ο ηγέτης της Βόρειας Κορέας Κιμ Γιονγκ Ουν μπορεί να επιδείξει σύνεση και προσοχή σε σχέση με το πυρηνικό του οπλοστάσιο, τότε είναι εύλογο να περιμένουμε παρόμοιο βαθμό φροντίδας από τους ηγέτες στην Οτάβα, το Βερολίνο και το Τόκιο».
Τέλος, οι ίδιοι σημειώνουν ότι αν και είναι αλήθεια ότι η εξάπλωση των πυρηνικών όπλων αυξάνει τεχνικά την πιθανότητα ακούσιου πυρηνικού πολέμου, «ο κίνδυνος παραμένει τόσο μικρός που πιθανότατα θα αντισταθμιστεί από τα απτά οφέλη για τη διεθνή σταθερότητα και ασφάλεια. Ακόμη και στο απόγειο του Ψυχρού Πολέμου, εποχή έντονου στρατηγικού και ιδεολογικού ανταγωνισμού, οι δύο υπερδυνάμεις απέφυγαν επιτυχώς μια πυρηνική ανταλλαγή».
Ποιός ξέρει, ίσως έχουν δίκιο. Με 9 πυρηνικά κράτη σήμερα, 5 δισεκατομμύρια από εμάς θα είμαστε παρελθόν σε λίγα λεπτά.

