Ο χορός των αξιολογήσεων της ελληνικής 0ικονομίας για το 2025 άνοιξε με καλούς οιωνούς: το βράδυ της Παρασκευής η Morningstar DBRS αναβάθμισε το ελληνικό αξιόχρεο στο δεύτερο σκαλοπάτι της επενδυτικής βαθμίδας, σε BBB, με σταθερό outloοκ, από BBB (χαμηλό) με θετικό outlook.
Η αναβάθμιση αντικατοπτρίζει την άποψη της Morningstar DBRS ότι οι κίνδυνοι που κληρονόμησε το τραπεζικό σύστημα έχουν υποχωρήσει, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι συνεχίζεται η υπεραπόδοση σε σχέση με τους δημοσιονομικούς στόχους.
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν βελτιώσει τα θεμελιώδη μεγέθη τους, είναι πιο ανθεκτικές και είναι σε καλή θέση να παρέχουν πιστώσεις στην οικονομία, ακόμη και μετά το τέλος του Ταμείου Ανάκαμψης. Αυτό αντανακλά τη μείωση των κινδύνων για τις τράπεζες, με σημαντική υποχώρηση του δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων, που πλησιάζει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, σε συνδυασμό με την προσδοκία ότι τα στοιχεία αναβαλλόμενου φόρου στους ισολογισμούς τους θα μειωθούν ταχύτερα των αρχικών εκτιμήσεων.
To σταθερό outlook αντανακλά την άποψη της Morningstar DBRS ότι οι κίνδυνοι για τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας είναι ισορροπημένοι
Επιπλέον, με την υποστήριξη της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας και του ισχυρού επενδυτικού ενδιαφέροντος, το Ελληνικό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) μείωσε τα μερίδιά του στις συστημικές τράπεζες χαλαρώνοντας τη σχέση μεταξύ κράτους και τραπεζικού τομέα.
Η DBRS σημειώνει επίσης ότι ο λόγος δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ πρέπει να έχει μειωθεί κατά σχεδόν 10 ποσοστιαίες μονάδες από το 2023 σε περίπου 154% το 2024.
Τα δημοσιονομικά έσοδα συνεχίζουν να υπεραποδίδουν τους δημοσιονομικούς στόχους με αυξανόμενα πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία αναμένονται να παραμείνουν υψηλά στο μέλλον. Αυτό πιθανότατα θα διευκολύνει μια περαιτέρω σημαντική μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ, που προβλέπεται να πέσει κάτω από το 140% έως το 2027 .
To σταθερό outlook
To σταθερό outlook αντανακλά την άποψη της Morningstar DBRS ότι οι κίνδυνοι για τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας είναι ισορροπημένοι. Η αξιολόγηση BBB υποστηρίζεται από ένα αξιόπιστο πλαίσιο πολιτικής χάρη στην ένταξη στην ΕΕ και στη ζώνη του ευρώ και στην εφαρμογή παλαιότερων θεσμικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων που έχουν ενισχύσει την ανθεκτικότητα της οικονομίας.
H Ελλάδα εκτίθεται σε γεωπολιτικούς κινδύνους που θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά τις εξαγωγικές βιομηχανίες της ή να οδηγήσουν σε άνοδο των τιμών των εμπορευμάτων και να ασκήσουν ανοδικές πιέσεις στις τιμές.
Οι οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας φαίνεται να είναι σημαντικές και ενισχύονται από τη διακυβέρνηση, τις επενδύσεις, τις εξαγωγές και τις μεταρρυθμίσεις, υποστηρίζοντας τη βιωσιμότητα του χρέους του δημόσιου τομέα.
Η υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, αναφέρει ο διεθνής οίκος, διατηρείται σε καλό δρόμο, οι οποίες, μαζί με υψηλότερες επενδύσεις που υποστηρίζονται από πόρους της ΕΕ, θα μπορούσαν να βελτιώσουν το επιχειρηματικό περιβάλλον, να ενισχύσουν την παραγωγικότητα και να συμβάλουν στη μείωση του επενδυτικού χάσματος με τους ομοτίμους της στη ζώνη του ευρώ.
Οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι
Οι οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας εξαρτώνται από γεωπολιτικούς κινδύνους, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων εμπορικού προστατευτισμού που ενδέχεται να επηρεάσουν την ανάπτυξη Ευρώπη και στην Ελλάδα.
Όπως και άλλες μικρές οικονομίες, η Ελλάδα εκτίθεται σε γεωπολιτικούς κινδύνους που θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά τις εξαγωγικές βιομηχανίες της ή να οδηγήσουν σε άνοδο των τιμών των εμπορευμάτων και να ασκήσουν ανοδικές πιέσεις στις τιμές.
Η επιβολή δασμών από τις ΗΠΑ είναι πιθανό να έχουν κυρίως έμμεσο αντίκτυπο στην Ελλάδα, δεδομένου του μικρού μεριδίου εξαγωγών της προς τις ΗΠΑ, η χώρα παραμένει επίσης ευάλωτη στα ακραία καιρικά φαινόμενα εκδηλώσεις.
Σε ένα περιβάλλον υψηλής αβεβαιότητας, η ενίσχυση των επενδύσεων και της παραγωγικότητας μέσω επιταχυνόμενων μεταρρυθμίσεων μαζί με η χρήση εξωτερικών κονδυλίων θα στηρίξει περαιτέρω τις προσπάθειες της Ελλάδας να αντιμετωπίσει τις κληρονομιές κρίσεων, να αντιμετωπίσει με επιτυχία τις διαρθρωτικές προκλήσεις και
περαιτέρω διατήρηση της ανάπτυξης μετά τη λήξη των κεφαλαίων της NGEU.
Πλέον το ενδιαφέρον στρέφεται την επόμενη Παρασκευή, στις 14 Μαρτίου, με την ελληνική οικονομία να δίνει ραντεβού με την «αυστηρή» Moody’s.
Οι προκλήσεις παραμένουν
Σύμφωνα με το σκεπτικό του οίκου, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις βρίσκονται ψηλά στην ατζέντα πολιτικής, αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν κίνδυνοι για την εκτέλεση
Οι πρόσφατες εξελίξεις, συμπεριλαμβανομένου του αποτελέσματος των ευρωεκλογών του περασμένου έτους, υποδεικνύουν μια στενότερη υποστήριξη για το κυβερνών κόμμα. Ωστόσο, το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, υπό τον Κυριάκο Μιστοτάκη, υποστηρίζεται από ισχυρή πλειοψηφία στο κοινοβούλιο που παρέχει πολιτική σταθερότητα και συνέχεια, τονίζουν.
Αυτό βοηθά την Ελλάδα να εκπληρώσει τους στόχους και τα ορόσημα του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, με στόχο να τονώσει την ανθεκτικότητά της και τις οικονομικές της προοπτικές. Η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων που περιλαμβάνονται στο Greece 2.0, παραμένει βασική προτεραιότητα για την ελληνική κυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένων της αντιμετώπισης των αδυναμιών στο δικαστικό σύστημα και τη δημόσια διοίκηση και την ενίσχυση του συστήματος δημόσιας υγείας
Επιπλέον, η κυβέρνηση σχεδιάζει να βελτιώσει το εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο θα βοηθήσει την Ελλάδα να επιτύχει μακροπρόθεσμα οφέλη. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας συνεχίζει να δίνει προτεραιότητα στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις διατηρώντας τις ψηλά στην πολιτική ατζέντα, ωστόσο καθώς οι επόμενες εκλογές πλησιάζουν υπάρχει κίνδυνος η πρόοδος να χάσει τη δυναμική.
Το βλέμμα στη Moody’s
Πλέον το ενδιαφέρον στρέφεται την επόμενη Παρασκευή, στις 14 Μαρτίου, με την ελληνική οικονομία να δίνει ραντεβού με την «αυστηρή» Moody’s.
Ο οίκος αξιολόγησης Moody’s είναι ο μόνος από τους πέντε αναγνωρισμένους από την ΕΚΤ οίκους, ο οποίος δεν έχει δώσει ακόμη την επενδυτική βαθμίδα στην Ελλάδα. Η κυβέρνηση ευελπιστεί ότι το «κάστρο θα αλωθεί» εντός του έτους. Η Moody’s βαθμολογεί την ελληνική οικονομία ένα σκαλοπάτι κάτω από την επενδυτική βαθμίδα (Ba1) και τον περασμένο Σεπτέμβριο αναθεώρησε τις προοπτικές σε θετικές. Η δεύτερη αξιολόγηση του Moody’s φέτος θα γίνει στις 19 Σεπτεμβρίου.
Στις 18 Απριλίου θα είναι η σειρά της Standard & Poor’s να ανακοινώσει τη δική της αξιολόγηση.
Σε κάθε περίπτωση, κάθε αξιολόγηση έχει την αξία της, δεδομένου ότι το σκεπτικό πίσω από αυτές αποτελεί έναν καλό οδηγό για την επόμενη ημέρα της ελληνικής οικονομίας.
Γι’ αυτό και το χρονοδιάγραμμα θα παρακολουθείται στενά από την κυβέρνηση και τις αγορές:
- 14 Μαρτίου η Moody’s (Ba1 με θετικό outlook)
- 18 Απριλίου η S&P (BBB- με θετικό outlook)
- 16 Μαΐου η Fitch Ratings (BBB- με σταθερό outlook)
- 30 Μαΐου η Scope Ratings (ΒΒΒ με σταθερό outlook)
- 5 Σεπτεμβρίου η DBRS
- στις 19 Σεπτεμβρίου η Moody’s
- 17 Οκτωβρίου η S&P
- 7 Νοεμβρίου η Scope Ratings
- 14 Νοεμβρίου η Fitch Ratings
Οι προκλήσεις και ο άγνωστος Χ
Αν και το κλίμα παραμένει θετικό, η διεθνής αβεβαιότητα και η αλλαγή των όρων της παγκόσμιας οικονομίας δεν αφαιρεί σε καμία περίπτωση ένα αρνητικό σενάριο από το 2025.
Άγνωστος Χ παραμένει το πώς θα επηρεάσει τους «χρησμούς» των οίκων ο εμπορικός πόλεμος που έχουν ξεκινήσει οι ΗΠΑ αλλά και οι χειρισμοί του Ντόναλντ Τραμπ απέναντι στην Ουκρανία.
Το αρνητικό σενάριο θα επέλθει σε περίπτωση δημοσιονομικών ανισορροπιών και προβλημάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, τα οποία θα επηρεάσουν την οικονομική δραστηριότητα. Επίσης αρνητική θα είναι η αξιολόγηση εάν γεωπολιτικά και εξωτερικά σοκ επηρεάσουν την οικονομία περισσότερο από το αναμενόμενο.
Το προμήνυμα του Ιανουαρίου
Σε ανάλυσή της για την ελληνική οικονομία τον περασμένο Ιανουάριο, η Moody’s ανέφερε ότι καταγράφει υψηλές επιδόσεις, με το πραγματικό ΑΕΠ να αυξάνεται κατά 2,4% σε σύγκριση με τον προηγούμενο χρόνο το τρίτο τρίμηνο του 2024, υπογραμμίζοντας ότι το αντίστοιχο διάστημα η ευρωζώνη αναπτύχθηκε μόνο κατά 1%.
Σύμφωνα με την έκθεση της επενδυτικής τράπεζας με τίτλου «Η προοπτική της Ελλάδας: Ένας μακρύς, μακρύς δρόμος», οι κύριοι συντελεστές στην ελληνική ανάπτυξη του τρίτου τριμήνου ήταν η κατανάλωση και οι εξαγωγές. Οι αναλυτές τονίζουν ότι οι καθαρές εξαγωγές συνέχισαν να επιβαρύνουν τις προοπτικές, με την αύξηση των εισαγωγών να ξεπερνά σημαντικά την αύξηση των εξαγωγών, ιδίως στον τομέα των υπηρεσιών.
Το σημαντικότερο είναι ότι το ποσοστό ανεργίας είναι το χαμηλότερο των τελευταίων 15 ετών. Ως εκ τούτου, η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό ανεργίας στην ευρωζώνη μετά την Ισπανία και αντιμετωπίζει μια σειρά από καθοδικούς κινδύνους, συμπεριλαμβανομένων των υψηλότερων δασμών των ΗΠΑ στην Ευρωπαϊκή Ένωση και της πολιτικής αστάθειας στη Γερμανία και τη Γαλλία.
Η υπερβολική εξάρτηση από τον τουρισμό σηματοδοτεί την ανάγκη αλλαγής
Η Moody’s αναφέρει ότι η Ελλάδα ξεχωρίζει ως ένας από τους κορυφαίους τουριστικούς προορισμούς της Ευρώπης με σχεδόν το 10% του εργατικού δυναμικού της να συμμετέχει σε υπηρεσίες που σχετίζονται με τον τουρισμό και σχεδόν το ένα τρίτο των εξαγωγών που προέρχονται από τη βιομηχανία.
Παρά την πρόσφατη αυτή αποδυνάμωση, η δύναμη του τουρισμού συνεχίζει να προσελκύει επενδυτές ακινήτων και οι τιμές των κατοικιών συνεχίζουν να ανθούν
Ωστόσο, παρά τις ισχυρές επιδόσεις μετά την πανδημία, τα εθνικά στατιστικά στοιχεία για τον τουρισμό για το δεύτερο εξάμηνο του 2024 δείχνουν αναδυόμενα σημάδια αδυναμίας. Η μέση δαπάνη ανά ταξίδι μειώθηκε κατά 4,3% από τον Ιανουάριο έως τον Οκτώβριο σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του 2023. Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι οι τουρίστες έχουν εξαντλήσει τις οικονομίες τους που συσσωρεύτηκαν κατά την περίοδο COVID-19.
Ο οίκος αξιολόγησης προβλέπει ότι η αύξηση των τιμών των κατοικιών στην Ελλάδα θα επιβραδυνθεί κάτω από το 6% φέτος, αλλά αυτό θα εξακολουθεί να υπερβαίνει τον μέσο όρο της ευρωζώνης.
Σύμφωνα με την έκθεση έχουν γίνει σημαντικά βήματα προς την άνοδο των επενδύσεων στην Ελλάδα, που είναι ζωτικής σημασίας για τη διαφοροποίηση της οικονομίας και τη βιώσιμη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη.
Σύμφωνα με τη Moody’s η Ελλάδα συνεχίζει να ανακτά την εμπιστοσύνη των χρηματοπιστωτικών αγορών
Χρηματοπιστωτικές αγορές
Σύμφωνα με τη Moody’s η Ελλάδα συνεχίζει να ανακτά την εμπιστοσύνη των χρηματοπιστωτικών αγορών. Το 2019, τα αρνητικά επιτόκια των βραχυπρόθεσμων ομολόγων επέτρεψαν την προπληρωμή των δανείων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου που είχαν ληφθεί κατά τη διάρκεια του GFC, τα οποία είχαν πολύ υψηλότερα επιτόκια. Τώρα, η κυβέρνηση φαίνεται πρόθυμη να προπληρώσει άλλα 5 δισ. ευρώ το 2025, τα οποία, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της τράπεζας, θα μείωναν τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ κατά άλλες 2 ποσοστιαίες μονάδες στο 147%.