Υπάρχει ένας τρόπος να σώσουμε τον κόσμο. Να αλλάξουμε. Να σταθούμε αντικριστά του καθρέφτη μας και να μας δούμε ακριβώς όπως είμαστε. Να πούμε την αλήθεια: Είμαστε εμείς ο κόσμος που βουλιάζει, εμείς και οι βόμβες που σκάνε στα κεφάλια αθώων. Στην πραγματικότητα, απλώς σφυρίζουμε αδιάφορα στη διαφθορά, ακόμη και στις σφαγές. Το ίδιο το σύστημα που δηλώνουμε πως θα ανατρέψουμε, το υπηρετούμε δουλικά, όποτε μας εξυπηρετεί.
Γιατί δεν βλέπουμε, επιτέλους, το αυτονόητο; Στους σκοτεινούς καιρούς, μονάχα το δικό μας χέρι θα ανάψει ένα μικρό φως. Και αυτό ακριβώς το φως θα γίνει η σπίθα ενός μεγαλειώδους καλλιτεχνικού έργου, το όνειρο κάποιου παιδιού και η σανίδα σωτηρίας εκείνου που γυρεύει απεγνωσμένα την ελπίδα.
Advertisment
Τι λέτε να σώσουμε τον κόσμο, σώζοντας την ελπίδα; Αρκετά με τα βαρύγδουπα λόγια που χαϊδεύουν τη ναρκισσιστική μας ανάγκη να δηλώνουμε επαναστάτες. Φτάνει με τις αναρτήσεις που ακολουθούνται από εικόνες μας με μαγιό στην παραλία. Να αποδείξουμε στο τερέν της ζωής ποιοι είμαστε. Να βγούμε εκεί έξω και να καταστούμε οι δυναμικότεροι πρεσβευτές της χαράς και της ειρήνης, της δικαιοσύνης και της συμπερίληψης.
Να κατανοήσουμε πως έλκουμε αιωνίως αυτό που είμαστε: Εάν πιστεύουμε πως ο ανώριμος σύντροφός μας χρειάζεται επειγόντως ψυχοθεραπεία, να αναρωτηθούμε γιατί τον επιλέξαμε. Και ύστερα να πάμε εμείς για ψυχοθεραπεία! Να αλλάξουμε, για να αλλάξει και ο περίγυρος μας. Να έρθουμε σε επαφή με το σταθερό σημείο μέσα μας που γνωρίζει πως αξίζει μονάχα την υποστήριξη και την ενθάρρυνση, το νοιάξιμο και την ελευθερία.
Να λάβουμε τις δύσκολες αποφάσεις. Να απομακρύνουμε από κοντά μας τη μιζέρια και τον ωχαδερφισμό, εκείνους που κλείνουν τα αυτιά τους στις συναισθηματικές μας ανάγκες και προβάλλουν ως ασπίδα τους τους μηχανισμούς άμυνας σε κάθε απόπειρα αυθεντικής επικοινωνίας.
Advertisment
Να γίνουμε καλύτεροι γονείς. Πριν αρχίσουμε να διαλαλούμε πως ακολουθούμε κατά γράμμα τη μέθοδο Μοντεσσόρι, να εφαρμόσουμε τη μόνη αδιαμφισβήτητη μέθοδο, της αγνής αγάπης. Να αφήσουμε έξω από τον ιερό χώρο της παιδικής χαράς τις κακίες και τα αμέτρητα κόμπλεξ μας, τις συγκρίσεις και τους διαχωρισμούς.
Να αντιληφθούμε πως τίποτε παραπάνω δεν θα προσφέρουμε στην επόμενη γενιά από αυτό στο οποίο εξελιχτήκαμε. Ο επικριτικός θα φυτεύσει έναν σπόρο επίκρισης και ο τρυφερός θα οργώσει ένα χωράφι στοργής. Να αναγνωρίσουμε τα τραύματα που ακόμη κουβαλάμε, να συμφιλιωθούμε με όσες πληγές μας προσποιούμαστε πως πια δεν πονάνε. Να υποσχεθούμε πως εμείς τουλάχιστον θα δημιουργήσουμε για τα παιδιά μας έναν χώρο ασφάλειας τόσο στέρεο που θα λειτουργήσει ως το αερόστατό τους στις πιο τρανταχτές τους πτώσεις.
Να αναρωτηθούμε πώς εμφανιζόμαστε στο γήπεδο της ζωής. Μοιράζουμε δίκαια την μπάλα; Ενθαρρύνουμε τους συμπαίχτες μας να ανθήσουν; Στεκόμαστε δίπλα τους στους τραυματισμούς τους; Χειροκροτούμε τις επιτυχίες τους; Και όταν ο αντίπαλος έντιμα μας κερδίζει, αναγνωρίζουμε την ανωτερότητά του ή διαδίδουμε συκοφαντίες για αυτόν, προκειμένου να κατευνάσουμε τα συμπλέγματα κατωτερότητας μας;
Φτάνει με το δάχτυλο που μονίμως υψώνεται στον άλλον, αρκετά με την αυστηρότητα που εξαντλείται στους γύρω μας. Αντί να βαφτίζουμε τους ανθρώπους αριστερούς και δεξιούς, ας τους δούμε χωρίς παρωπίδες και δανεικές πεποιθήσεις. Κάθε φορά που ανοίγουμε το στόμα μας για να προσβάλλουμε, να συλλογιζόμαστε πόσο εύθραυστοι νιώθουμε μέσα μας, για να έχουμε μια τέτοια ανάγκη. Και έπειτα να μαζεύουμε με γενναιότητα τα κομμάτια μας.
Να οικοδομήσουμε τώρα αμέσως την κοινωνία που διαρρηγνύουμε τα ιμάτιά μας πως οραματιζόμαστε. Να εκτιμήσουμε ξανά τις μικρές χαρές και να διαχειριστούμε με μια κάποια αξιοπρέπεια τις δυσκολίες. Γιατί τελικά ο άνθρωπος που επικρίνει, τίποτε άλλο δεν δύναται να φέρει στη γη παρά περισσότερο μίσος και σύγκρουση. Μικροαστός είναι κυρίως όποιος ετικετοποιεί και κατηγορεί, να το θυμόμαστε.
Ας παρατηρήσουμε προσεχτικά τους αληθινούς επαναστάτες, λοιπόν. Εκείνους που στοίχημα το έβαλαν να μη θυσιάσουν την ευαισθησία τους στον βωμό της σκληρότητας του σήμερα. Αυτούς που ξυπνάνε κάθε πρωί και λένε: «Ξέρεις κάτι; Ένα σωρό πράγματα πάνε στραβά, μα -διάολε- εγώ θα ζήσω. Και θα ζήσω με έναν ενθουσιασμό τόσο μεταδοτικό και με μια αυθεντικότητα τόσο συγκινητική που θα εμπνεύσω όσους ακόμη γυρεύουν τον ήλιο».
Γιατί οι αληθινοί επαναστάτες αθόρυβα κυκλοφορούν ανάμεσά μας. Είναι ο κύριος του διπλανού τραπεζιού που δίχως να μας ξέρει μας ακούμπησε κάποτε στον ώμο και μας είπε πως αύριο όλα θα πάνε καλύτερα. Είναι ο μποέμ γείτονας που σφυρίζει κεφάτα και μας φτιάχνει τη μέρα. Είναι ο συνάδερφος που δεν χάνει τον στόχο του και ο φίλος που δεν πουλάει τα ιδανικά του.
Οι αληθινοί επαναστάτες δεν διατείνονται πως θα αλλάξουν τον κόσμο, δεν ουρλιάζουν για να αποδείξουν το δίκιο τους, δεν διαφημίζουν την ανωτερότητά τους, δεν ορκίζονται για τη σοφία τους. Μα ακούραστα προχωρούν μπροστά. Και, κάπως έτσι, μας υπενθυμίζουν πως στους σκοτεινότερους καιρούς υπάρχει μια διαφορετική πλευρά του κόσμου, μια πλευρά που ζωγραφίζει ουράνια τόξα στον τοίχο της ανθρωπότητας. Και – ποιος αλήθεια το γνωρίζει- ίσως κάποτε τα ουράνια τόξα να ενωθούν, διαλύοντας με το χρώμα τους το μαύρο του παγκόσμιου ουρανού.