Να νοσταλγούμε τον δικομματισμό; | Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Κοινοποίηση

Φόρτωση Text-to-Speech…

Να νοσταλγούμε τον δικομματισμό;-1Το 2000 η Ελλάδα εντάσσεται επισήμως στον σκληρό πυρήνα της Ευρωζώνης, σηματοδοτώντας μια νέα εποχή επίπλαστης ευφορίας, που συνοδεύεται από μεγαλειώδεις γιορτές για την έναρξη της χιλιετίας. Χρηματιστήριο στα ύψη, διακοποδάνεια, επενδύσεις για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, εγκαίνια του μετρό στην Αθήνα και οι αγορές του αιώνα σε αμυντικούς εξοπλισμούς. Τίποτα δεν προμήνυε την ανώμαλη προσγείωση λίγα χρόνια μετά. Τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς, στις εθνικές εκλογές διεξάγεται το μεγάλο ντέρμπι μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ που καταλήγει σε ένα εκλογικό θρίλερ χωρίς προηγούμενο, με το ΠΑΣΟΚ εν τέλει να επανεκλέγεται με 43,8% και τη Νέα Δημοκρατία δεύτερη με 42,7%. Ο δικομματισμός βρίσκεται στο απόγειό του. Eνα τέταρτο του αιώνα μετά, όλα έχουν αλλάξει. Ομως, η νέα «κανονικότητα» δεν έχει διαμορφωθεί ακόμη.

Η οικονομική κρίση, που κόστισε πάνω από το ένα τέταρτο του ΑΕΠ και οδήγησε μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας σε αδιέξοδο, συνέτριψε το δικομματικό σύστημα της χώρας. Από τη Βουλή παρήλασαν λαϊκιστικά, ναζιστικά, ακροδεξιά και ακροαριστερά κόμματα, πολλά με μικρό κύκλο πολιτικής ζωής. Στη συνέχεια, η χώρα πέρασε σε ένα ετεροβαρώς μονοπολικό σύστημα, ενώ πλέον, αντί να φτιαχτεί ο δεύτερος πόλος, δείχνει να κλονίζεται και ο πρώτος. Η δημοσιονομική ισορροπία επανήλθε, αλλά η αντιπροσωπευτική δημοκρατία δεν μοιάζει να έχει βρει το δικό της σημείο ισορροπίας. Παρά την εξομάλυνση, όλες οι μετρήσεις καταγράφουν πολύ χαμηλά επίπεδα εμπιστοσύνης στους θεσμούς. Το σύστημα βρίσκεται σε μετάβαση, χωρίς κανείς να μπορεί να προβλέψει πού πηγαίνει.

Η «Κ» συνομιλεί με πολιτικά στελέχη με σημαίνοντα ρόλο στο πολιτικό σκηνικό και πολιτικούς αναλυτές, επιχειρώντας να απαντήσει στο ερώτημα: Μπορεί να εισέλθει ξανά σε ένα κύκλο σταθερής εναλλαγής το πολιτικό σύστημα; Ποιος πρέπει να είναι ο ιστορικός απολογισμός του παλαιού διπολισμού, που έδινε ισχυρές, αυτοδύναμες κυβερνήσεις; Πρέπει να ευχόμαστε την επιστροφή σε αυτή τη «σταθερότητα» – που οδήγησε στη χρεοκοπία; Ή πρέπει επιζητούμε τη μετάβαση προς ένα πολυκομματικό τοπίο, που θα επιτρέπει τον σχηματισμό κυβερνήσεων συνεργασίας;

Τι θα γινόταν αν…

Οπως περιγράφει η πρώην υπουργός Εξωτερικών και βουλευτής της Νέας ∆ημοκρατίας Ντόρα Μπακογιάννη, ο σταθερός δικομματισμός, με την εναλλαγή Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ στη διακυβέρνηση για περισσότερες από τρεις δεκαετίες, αποτελεί «κεντρικό άξονα της Μεταπολίτευσης που διαμόρφωσε όχι μόνο την κυβερνητική πρακτική, αλλά και την πολιτική κουλτούρα της χώρας», με την εξαίρεση του 1989. Oμως, σημειώνει, «η οικονομική κρίση και κυρίως η αδυναμία των παραδοσιακών κομμάτων να συμφωνήσουν σε μια δύσκολη αλλά απαραίτητη πολιτική διέρρηξαν τη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ πολιτών και πολιτικού συστήματος, με αποτέλεσμα το ΠΑΣΟΚ να υποστεί ιστορική εκλογική συρρίκνωση».

Ο Ευάγγελος Βενιζέλος, πρώην υπουργός και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης (2013-15), εξηγεί πως μπορεί ως χώρα να είμαστε μαθημένοι σε ένα κοινοβουλευτικό σύστημα πλειοψηφικού χαρακτήρα, κάτι που υποστηρίχθηκε διαχρονικά από τα εκλογικά συστήματα, «όμως την πιο δύσκολη περίοδο στην Ελλάδα, αυτήν της κρίσης, είχαμε κυβερνήσεις συνεργασίας». Σύμφωνα με τον ίδιο, «καθοριστική στιγμή για τη μοίρα του διπολικού συστήματος ήταν η απόρριψη της πρότασής μου, το 2010, να ζητηθεί η αυξημένη πλειοψηφία των 180 βουλευτών για την έγκριση του πρώτου μνημονίου. Αυτό είχε ως συνέπεια να αναλάβει το ΠΑΣΟΚ δυσανάλογο βάρος και να προστατευθεί η Ν.Δ.».

Ο ΣΥΡΙΖΑ, που εμφανίστηκε ως νέος πόλος στη θέση του ΠΑΣΟΚ, «δεν άντεξε, καθώς το αντιμνημονιακό κύμα δεν είχε βάθος. Μεγάλο μέρος της βάσης του ΠΑΣΟΚ, επιρρεπές σε υποσχέσεις λαϊκίστικες, παροχικού χαρακτήρα, μετακινήθηκε προς τον ΣΥΡΙΖΑ και μετά «χάθηκε». Πάντως, υπενθυμίζει, πανευρωπαϊκώς τα κοινοβουλευτικά συστήματα είναι συνήθως συνεργατικά, άρα στην Ελλάδα «δεν κάνουμε τίποτα το φοβερό, απλώς προσεγγίζουμε τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αλλωστε, τα ποσοστά του 40%, που μέχρι και στις τελευταίες εθνικές εκλογές του 2023 είχε η Ν.Δ., είναι απολύτως ασυνήθιστα για τις σημερινές φιλελεύθερες δημοκρατίες».

«Ο κυρίαρχος δικομματισμός της μεταπολιτευτικής περιόδου περιέπεσε, στο πλαίσιο της παγκόσμιας κρίσης του 2008, σε πλήρη απαξίωση, ακόμη και ως προς τη διαχειριστική του ικανότητα απέναντι στις διαχρονικές οικονομικές παθογένειες», αναφέρει ο πρώην πρόεδρος της Βουλής Νίκος Βούτσης, ενώ προσθέτει πως οι επιμέρους ευθύνες των δύο πόλων –Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ– «δύσκολα μπορούν να διακριθούν και να αξιολογηθούν, καθώς εντάσσονται στο ίδιο, επί της ουσίας, πλαίσιο άσκησης πολιτικής».

«Η λαϊκή εντολή προς την Αριστερά, τον ΣΥΡΙΖΑ, να αναλάβει τον ρόλο της διεξόδου από την κρίση υπήρξε ιστορικής σημασίας, με διεθνές αποτύπωμα, παρά τους συμβιβασμούς που εν μέρει θόλωσαν αυτήν την προσπάθεια», επισημαίνει.

Δεν είναι κρίση

«Το τέλος του δικομματισμού δεν συνιστά αυτομάτως πρόοδο ή οπισθοδρόμηση και σίγουρα δεν συνεπάγεται κρίση της δημοκρατίας», επισημαίνει χαρακτηριστικά η Ντόρα Μπακογιάννη, ενώ προσθέτει πως «η έλλειψη άλλης ισχυρής πολιτικής πρότασης απέναντι στην πρόταση της Ν.Δ. δεν είναι πρόβλημα της δημοκρατίας, είναι πρόβλημα του πολιτικού συστήματος, των κομμάτων, που δεν μπορούν να παρουσιάσουν αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση ικανή να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της εποχής και να δώσει απαντήσεις στις ανησυχίες των ανθρώπων».

«Αυτή την περίοδο πάμε σε μια αποσπασματοποίηση αντίστοιχη του 2012, σε μεγάλο βαθμό, επειδή η διαστρωμάτωση της κοινωνίας είναι πια πολύ επιμερισμένη, παράγει πολυπολικές πολιτικές συμπεριφορές».

Αλλωστε, όπως εξηγεί, η κρίση δημοκρατίας, που δεν είναι ελληνικό φαινόμενο, «είναι αποτέλεσμα της νέας εποχής που διαμορφώνεται, εν μέσω fake news και εξατομικευμένης “ενημέρωσης”, καθώς και της αδυναμίας των κομματικών σχηματισμών να πλησιάσουν, να ακούσουν και να ακουστούν από τους πολίτες, αξιοποιώντας και τα νέα εργαλεία, με αποτέλεσμα την απομάκρυνση των πολιτών από την πολιτική. Η απογοήτευση και η αποχή είναι το πρόβλημα για τη δημοκρατία».

Πάντως, σύμφωνα με τον κ. Βενιζέλο, το τέλος του δικομματισμού έχει επέλθει προ πολλού, απλώς μέχρι τώρα υπήρχε ένας πόλος. «Αυτή την περίοδο πάμε σε μια αποσπασματοποίηση αντίστοιχη του 2012, σε μεγάλο βαθμό, επειδή η διαστρωμάτωση της κοινωνίας είναι πια πολύ επιμερισμένη, παράγει πολυπολικές πολιτικές συμπεριφορές, κάτι που δεν αντιστοιχεί με την κουλτούρα των κομμάτων που δεν είναι συνηθισμένα στις συνεργασίες. Τα κόμματα είναι μαθημένα αλλιώς, στην απομόνωσή τους, επειδή είναι είτε αντισυστημικά παλαιού τύπου (π.χ. ΚΚΕ) είτε αντισυστημικά νέου τύπου (ένα μεγάλο μέρος των παραγώγων του ΣΥΡΙΖΑ και η Ακροδεξιά). Eτσι δεν υπάρχει δυνατότητα διαλόγου μεταξύ των συστημικών κομμάτων».

Ο ίδιος επαναλαμβάνει την άποψή του που έχει συζητηθεί πολύ τις τελευταίες εβδομάδες, ότι η χώρα είναι «μη διακυβερνήσιμη», όπως επισημαίνει όχι με την έννοια ότι δεν μπορούν να προκύπτουν κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες, αλλά κυρίως ότι διανοούμενοι, μέσα ενημέρωσης, κόμματα και κοινωνία δεν συζητούν τα μεγάλα θέματα με τρόπο που μπορεί να οδηγήσει σε λύσεις νέου τύπου.

«Δεν μιλάμε για τα πιο ουσιώδη θέματα, γίνεται μια μάχη χαρακωμάτων, τα μέτωπα είναι στατικά. Εμείς έχουμε χαρακώματα σταθερά σαν να είμαστε στον A΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ ο πόλεμος διεξάγεται πλέον με μέσα τεχνητής νοημοσύνης. Εχουμε φτιάξει γραμμές, έχουμε μπει μέσα στο σκάμμα και από πάνω κυκλοφορούν στην κυβερνοσφαίρα drones και μικροί δορυφόροι».

Προς τα πού να πάμε;

Σύμφωνα με τον κ. Βούτση, «η εξαετία που διανύουμε, με την κυριαρχία ενός κόμματος –της Ν.∆.– και τον πολυκερματισμό της δημοκρατικής αντιπολίτευσης, ιδίως του μέχρι πρότινος κραταιού ΣΥΡΙΖΑ, δεν προμηνύει άμεσα τη διαμόρφωση ενός νέου, ισχυρού, συστημικού δικομματισμού». Κατά τον ίδιο, «τα διδάγματα της πρόσφατης κρίσης και τα σταυρικά διλήμματα που τίθενται διεθνώς για το κλίμα, την οικονομία του πολέμου, τη μετανάστευση, τις οικονομικές ανισότητες, καθώς και για την ίδια την ύπαρξη και τον ρόλο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, καθιστούν ιστορικώς αναγκαία την αναθεμελίωση της σύγχρονης Αριστεράς. Απαιτούν την εφαρμογή ριζοσπαστικών και ρεαλιστικών πολιτικών επιλογών από έναν ευρύτερο πόλο δυνάμεων, με ισχυρή και την παρουσία της πολιτικής Οικολογίας. Τη διαμόρφωση ενός νέου πολιτικού διπολισμού με την αυτονόητη ενεργοποίηση και στήριξη της κοινωνικής πλειοψηφίας».

Ο κ. Βενιζέλος σημειώνει πως «τώρα κυριαρχεί μια κατάσταση απροσδιοριστίας», όμως ανεξαρτήτως του πώς θα εξελιχθεί το φαινόμενο ενδιαμέσως, «θα περάσουμε από μια φάση που δεν θα είναι διπολική με την έννοια της παλιάς πόλωσης, της παλιάς διεκδίκησης αυτοδυναμίας, θα κοιτάμε απλώς ποιος μπορεί να μιλήσει με ποιον».

Αναφέρει πως η κρίση αντιπροσώπευσης είναι γενικευμένη και επικρατεί πλήρης πολιτική απαξίωση. «Είναι και θέμα προσώπων, αλλά η θεωρία που λέει ότι έχουμε μόνο ένα πρόσωπο στην Ελλάδα που μπορεί να κάνει τον πρωθυπουργό είναι τραγική για τη χώρα. Πιστεύουμε πραγματικά ότι μια μεσαία για τα ευρωπαϊκά δεδομένα χώρα έχει ένα μόνο πρόσωπο;».

Οπως επισημαίνει ο Γιάννης Κωνσταντινίδης, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, ο βαθμός κατακερματισμού του κομματικού συστήματος δεν είναι κριτήριο ωρίμανσης, αλλά μάλλον τεκμήριο του πλήθους των κοινωνικο-πολιτισμικών διαιρέσεων που αποτυπώνονται στην πολιτική εκπροσώπηση.

«Στην Ελλάδα οι διαιρέσεις αυτού του τύπου (ταξικές, θρησκευτικές, εθνοτικές κ.λπ.) δεν είναι πολλές και συνεπώς ο πολυκομματισμός δεν είναι το “φυσικό χαρακτηριστικό” του συστήματος», αναφέρει και σημειώνει πως πρόκειται απλώς για «προϊόν της δυστοκίας συνεργασίας κομμάτων του αντιδεξιού πόλου και της ανωριμότητας του πολιτικού προσωπικού της χώρας, που αντιμετωπίζει την πολιτική με όρους “ποδοσφαιρικού παραγοντισμού”. Με άλλα λόγια, ο δικομματισμός παραμένει το “φυσικό χαρακτηριστικό” του ελληνικού συστήματος, ίσως λιγότερο ισχυρός, λόγω των επιφυλάξεων για τη μονοκομματική διακυβέρνηση που γεννά η πολιτική απογοήτευση».

Ο δικομματισμός, άλλωστε, καταλήγει, δεν είναι η ασθένεια του ελληνικού συστήματος, αλλά «ο θεσμικός συγκεντρωτισμός –δηλαδή ο εκμηδενισμός του ρόλου του κοινοβουλίου, των ανεξάρτητων αρχών ή της δημόσιας διοίκησης– και η κομματοκρατία. Και αυτά μένουν αθεράπευτα τα τελευταία 25 χρόνια».

Πηγή

Διαβάστε Περισσότερα

Δυτική Οχθη: Ισραηλινοί στρατιώτες σκότωσαν 20χρονο Παλαιστίνιο

Οι ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις (IDF) ανακοίνωσαν χθες Τρίτη ότι σκότωσαν τον οδηγό ενός αυτοκινήτου που αποπειράθηκε να παρασύρει στρατιώτες κοντά στη Ναμπλούς της κατεχόμενης...

Tελευταία Nέα