Το πιο πιθανό είναι ότι το σχέδιο των 28 σημείων που προετοίμασε η αμερικανική κυβέρνηση στη τρέχουσα μορφή του δεν θα ευοδωθεί. Από τη μια, διότι δύσκολα μπορεί να το αποδεχτεί πλήρως η ουκρανική πλευρά, από την άλλη διότι η ρωσική πλευρά δεν έχει – ακόμη τουλάχιστον – λόγο να σταματήσει να κατοχυρώνει στρατιωτικά ό,τι δεν της προσφέρεται διπλωματικά. Βεβαίως, αυτό δεν σημαίνει ότι το αμερικανικό σχέδιο δεν κάνει παραδοχές που αποτυπώνουν μια μεγαλύτερη επίγνωση της πραγματικότητας στο έδαφος και με αυτή την έννοια θα μπορούσε να αποτελέσει αφετηρία για μια ειρηνευτική διαπραγμάτευση. Ξεκινά από την παραδοχή ότι υπάρχουν εδάφη που τελούν πλέον υπό ρωσική κυριαρχία και δεν μπορούν να επιστρέψουν στην Ουκρανία, ότι χρειάζεται να δοθούν εγγυήσεις ασφαλείας και στις δύο πλευρές, στη βάση όμως της ουδετερότητας της Ουκρανίας, ότι στον ορίζοντα πρέπει να υπάρξει επανένταξη της Ρωσίας στην παγκόσμια οικονομία, άρα μια σταδιακή άρση των κυρώσεων.
Ωστόσο, υπάρχουν σημεία στο σχέδιο για ειρήνη στην Ουκρανία που θα αποτελέσουν σημεία τριβής. Η αναφορά σε ντε φάκτο κατοχή δεν αντιστοιχεί στη ρωσική θέση, που είναι ότι οι συγκεκριμένες περιοχές ανήκουν συνταγματικά στη ρωσική επικράτεια και δεν αποτελούν απλώς περιοχές την κατοχή των οποίων από τη Ρωσία αποδέχεται η διεθνής κοινότητα. Ούτε πρόκειται να δεχτούν εύκολα οι Ρώσοι ένα «πάγωμα» της σύγκρουσης στη γραμμή επαφής σε περιοχές όπου θεωρούν ότι μπορούν στρατιωτικά να κερδίσουν περισσότερα. Αντίστοιχα, η σημερινή ουκρανική κυβέρνηση δεν είναι εύκολο να δεχτεί τους όρους που θέτουν οι ΗΠΑ τόσο σε σχέση με την επικύρωση του εδαφικού, όσο και σε σχέση με την μη ένταξη στο ΝΑΤΟ. Ούτε η Ρωσία μπορεί εύκολα να απεμπολήσει έστω και μέρος των περιουσιακών της στοιχείων που βρίσκονται υπό δυτικό έλεγχο αυτή τη στιγμή εξαιτίας των κυρώσεων, ακόμη και εάν το υπόλοιπο μπορέσει να αξιοποιηθεί σε κοινές αμερικανορωσικές επενδύσεις.
Σε όλα αυτά προστίθενται και αρκετές ασάφειες, πρωτίστως ως προς το ποιος ακριβώς θα είναι ο ρόλος του ΝΑΤΟ και εάν θα υπάρξουν ξένα στρατεύματα σε Ουκρανικό έδαφος. Μάλιστα, σε ένα σημείο αναφέρεται σε αμερικανική μεσολάβηση για τον διάλογο ανάμεσα σε Ρωσία και ΝΑΤΟ, παραβλέποντας ότι οι ΗΠΑ είναι η μεγαλύτερη δύναμη εντός του ΝΑΤΟ.
Την ίδια στιγμή, σε δύσκολη θέση βρίσκεται η Ευρώπη, ιδίως από τη στιγμή που όχι μόνο επί της ουσίας δεν αντιμετωπίζεται ως ισότιμος εταίρος της ειρηνευτικής διαδικασίας, αλλά και βλέπει τις ΗΠΑ να μην υιοθετούν την κυρίαρχη ευρωπαϊκή θέση υπέρ της ήττας της Ρωσίας. Ουσιαστικά, σε μια συγκυρία όπου οι ευρωπαϊκές ηγεσίες αναζητούν συνοχή και νομιμοποίηση γύρω από το στόχο της αποτροπής μιας «ρωσικής απειλής» (με αποκορύφωμα την προσπάθεια «προετοιμασίας» της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης για πολεμική εμπλοκή με κόστος στο εγγύς μέλλον), βλέπουν τις ΗΠΑ να προκρίνουν μια ειρηνευτική διαδικασία που στα μάτια αρκετών Ευρωπαίων φαντάζει ως δικαίωση της Ρωσίας. Και βέβαια, ενώ ούτως ή άλλως η Ευρώπη επρόκειτο να αναλάβει σημαντικό μέρος του κόστους σε σχέση με την Ουκρανία, βλέπει τις ΗΠΑ να θεωρούν ότι δικαιούνται τα κέρδη από τα «παγωμένα» ρωσικά περιουσιακά στοιχεία γεγονός που θέτει υπό αίρεση το τρέχον ευρωπαϊκό σχέδιο για ένα μεγάλο δάνειο για την Ουκρανία.
Η ουκρανική πλευρά βρίσκεται αυτή τη στιγμή υπό σημαντική πίεση, εξ ου και η δήλωση Ζελένσκι ότι η χώρα καλείται να διαλέξει ανάμεσα στην αξιοπρέπεια και τον πιο πολύτιμο σύμμαχο. Μια πίεση που εντείνεται και από τις αποκαλύψεις για σκάνδαλα διαφθοράς που υπονομεύουν ακόμη περισσότερη τη θέση του Ζελένσκι, που γνωρίζει πια τα όρια της όποιας ευρωπαϊκής υποστήριξης την οποία συχνά χρησιμοποίησε ως αντίβαρο απέναντι στον Τραμπ. Η πίεση απέναντι στην ουκρανική πλευρά εντείνεται και από τις απειλές της αμερικανικής πλευράς ότι θα διακόψει τις αποστολές στρατιωτικού εξοπλισμού αλλά και την διαμοίραση στρατιωτικών πληροφοριών που είναι απαραίτητες ώστε να μπορεί η Ουκρανία να συνεχίσει τα χτυπήματα που πραγματοποιεί εντός ρωσικού εδάφους αλλά και κρίσιμες
Η ρωσική πλευρά, από τη μεριά της, φαίνεται να μη βιάζεται. Δείχνει να θέλει να αξιοποιήσει τις μετατοπίσεις της αμερικανικής θέσης, εξ ου και ότι δεν έχει εμφανιστεί ρητά απορριπτική αλλά χωρίς να κάνει παραχωρήσεις, την ώρα που γνωρίζει ότι υπάρχει αρκετός δρόμος μέχρι και την αναγνώριση των δικών της θέσεων και την πλήρη κατοχύρωση όσων διεκδικεί. Από την άλλη, πρέπει να σταθμίσει το κόστος από τις αμερικανικές δευτερογενείς κυρώσεις αλλά και την ίδια την παράταση των πολεμικών συγκρούσεων. Σε αυτό το πλαίσιο ενδεικτική είναι η δήλωση του ίδιου του Πούτιν ότι η πρόταση αυτή μπορεί να «αποτελέσει μια βάση για μια οριστική διευθέτηση» του πολέμου.
Την ίδια στιγμή, αναρωτιέται κανείς εάν χρειαζόταν για να φτάσουμε στο σημερινό σημείο, στα τρία χρόνια και εννιά μήνες ενός ιδιαίτερα αιματηρού πολέμου, όταν αντίστοιχες διαρρυθμίσεις και εγγυήσεις ασφάλειας και ουδετερότητας μπορούσαν να είχαν δοθεί όχι μόνο στην αρχή του πολέμου, αλλά και καιρό πριν, για να μην αναφερθούμε στα όσα προέβλεπαν οι συμφωνίες του Μινσκ που δεν εφαρμόστηκαν. Όμως, σε όλες εκείνες τις περιπτώσεις πρυτάνευσε πολύ περισσότερο ένας σχεδιασμός που θεωρούσε ότι ο εγκλωβισμός της Ρωσίας σε μια σύγκρουση και τελικά η ήττα της σε αυτή ήταν σημαντικότερες προτεραιότητες από την αποφυγή ενός καταστροφικού πολέμου.

