Ενώ συμπληρώνει 200 ημέρες στην εξουσία, λίγοι είναι οι πολιτικοί σχολιαστές των mainstream μέσων που αποδέχονται ότι χρησιμοποιεί φασιστικές πολιτικές.
Ωστόσο, πολλοί προειδοποιούν για μια κοινωνική πορεία προς τον αυταρχισμό, η οποία, αντί να χάνει δυναμική, φαίνεται να επιταχύνεται.
Ενέργειες που κλιμακώνουν την ανησυχία
Τον τελευταίο μήνα, ο Τραμπ ζήτησε να διωχθεί ο πρώην πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα για «προδοσία», απέλυσε τον κορυφαίο στατιστικολόγο της κυβέρνησης μετά από αρνητική έκθεση για την εργασία, και ανάγκασε το Πανεπιστήμιο της Κολούμπια να καταβάλει πάνω από 200 εκατ. δολάρια σε έναν διακανονισμό που πολλοί εξέλαβαν ως πράξη πολιτικής πίεσης.
Επίσης, απομάκρυνε αξιωματούχο του FBI που αρνήθηκε να κατονομάσει πράκτορες που ερεύνησαν τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου.
Παράλληλα, ενθάρρυνε Ρεπουμπλικάνους σε Τέξας και άλλες πολιτείες να αναδιαμορφώσουν τις εκλογικές περιφέρειες προς όφελος του κόμματός του, ενώ διέταξε νέα απογραφή που αποκλείει τα άτομα «που βρίσκονται παράνομα στη χώρα μας».
Η κυβέρνηση απείλησε ακόμη και να θέσει την Ουάσιγκτον υπό ομοσπονδιακό έλεγχο, υποσχέθηκε την επαναφορά αγάλματος Νοτίων που είχε ανατραπεί από διαδηλωτές του κινήματος Black Lives Matter και ξεκίνησε εκτεταμένες αλλαγές στον Λευκό Οίκο.
Οι επικριτικές φωνές
Η τάση είναι σαφής για τους επικριτές του Τραμπ, σύμφωνα με τον Guardian.
Η Ρέιτσελ Μάντοου, μια κορυφαία προοδευτική τηλεπαρουσιάστρια, είπε στους τηλεθεατές της εκπομπής της στο δίκτυο MSNBC αυτή την εβδομάδα:
«Ζούμε πλέον σε μια χώρα που έχει έναν αυταρχικό ηγέτη. Έχουμε μια δικτατορία που εδραιώνεται στη χώρα μας».
Υπάρχει πλέον μια αυξανόμενη συναίνεση ότι οι πυλώνες της αμερικανικής δημοκρατίας καταρρέουν ένας-ένας.


Protesters hold a sign depicting the face of Israeli Prime Minister Netanyahu and another with U.S. President Donald Trump along with a phrase that reads «Financier» during a march in solidarity with the Palestinian people, in Buenos Aires, Argentina August 9, 2025. REUTERS/Francisco Loureiro.
Ματ Μπένετ, εκτελεστικός αντιπρόεδρος της Third Way, ενός κεντρώου think tank που δεν έχει τάση για υπερβολές, δήλωσε: «Η κατάσταση χειροτερεύει δραματικά μέρα με τη μέρα. Το ερώτημα αν βρισκόμαστε σε συνταγματική κρίση ή αν έχει φτάσει ο αυταρχισμός είναι μάλλον ακαδημαϊκό. Είτε είναι εδώ είτε θα είναι πολύ σύντομα».
Από την «πρώτη μέρα» στις συστηματικές παρεμβάσεις
Ο Τραμπ είχε πει προεκλογικά ότι θα ήταν «δικτάτορας, αλλά μόνο την πρώτη μέρα».
Αρχισε αμέσως να εργάζεται για να δώσει χάρη σε υποστηρικτές που συμμετείχαν στις ταραχές της 6ης Ιανουαρίου, να τοποθετήσει πιστούς σε καίριες θέσεις του υπουργείου Δικαιοσύνης και του FBI και να αναθέσει στον Έλον Μασκ την αναδιοργάνωση κυβερνητικών υπηρεσιών παρακάμπτοντας το Κογκρέσο.
Έφτασε ακόμη και στο σημείο να ζητήσει την παραπομπή δικαστών που έκριναν κατά της κυβέρνησής του.
Μετά από μια δικαστική απόφαση που εμπόδιζε απέλαση, τον χαρακτήρισε «διεφθαρμένο», προκαλώντας μια σπάνια δημόσια αντίδραση από τον δικαστή πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Τζον Ρόμπερτς.
Πόλεμος με τα μέσα και τον πολιτισμό
Η κυβέρνηση μετέφερε γραφεία μέσων ενημέρωσης στο Πεντάγωνο, απαγόρευσε την πρόσβασή τους στο Οβάλ Γραφείο και το Air Force One και καθαίρεσε την ηγεσία του Κέντρου Παραστατικών Τεχνών Τζον Φ. Κένεντι, τοποθετώντας τον ίδιο τον Τραμπ ως πρόεδρο.
Ο Σάιμον Ρόζενμπεργκ, στρατηγικός σύμβουλος των Δημοκρατικών, ήταν σαφής:
«Έχει πάρει σαφώς την απόφαση να μετατρέψει την Αμερική σε μια μορφή δικτατορίας. Δεν υπάρχει πλέον τρόπος να αγνοήσουμε αυτό το γεγονός».
Σύμφωνα με ανάλυση του Axios, η κυβέρνηση απέσπασε πάνω από 1,2 δισ. δολάρια σε διακανονισμούς από ισχυρούς παράγοντες της ακαδημαϊκής, νομικής, δημοσιογραφικής και τεχνολογικής κοινότητας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η συμφωνία 16 εκατ. δολαρίων με την Paramount, που συνέπεσε με την ακύρωση της εκπομπής του Στίβεν Κολμπέρ, γνωστού επικριτή του Τραμπ.
Νομοθετικές κινήσεις και στρατιωτικοποίηση
Παρά τις ήττες στα δικαστήρια, ο Τραμπ δεν έδειξε πρόθεση να επιβραδύνει. Υπέγραψε νομοσχέδιο που μειώνει την ασφάλιση υγείας για εκατομμύρια, ενώ δίνει 170 δισ. δολάρια για την επιβολή της μετανάστευσης και την κράτηση, καθιστώντας την ICE τη μεγαλύτερη εγχώρια αστυνομική δύναμη.
Ο Λάρι Τζέικομπς από το Πανεπιστήμιο της Μινεσότα προειδοποίησε:
«Βρισκόμαστε σε μια πορεία προς τη διάλυση των θεμελίων της αμερικανικής δημοκρατίας… Η γεωγραφική αναδιαμόρφωση των εκλογικών περιφερειών στο Τέξας μπορεί να είναι ένα κακό σημάδι για το αν οι Δημοκρατικοί… θα έχουν αυτή την ευκαιρία».
Οι επικείμενες ενδιάμεσες εκλογές θεωρούνται από τους Δημοκρατικούς η καλύτερη ευκαιρία για να περιοριστεί η εξουσία του Τραμπ. Διαδηλώσεις όπως οι «No Kings» δείχνουν την ύπαρξη ενός δυναμικού κινήματος υπέρ της δημοκρατίας.
Παρά την εικόνα ισχύος που καλλιεργεί, ο Τραμπ, η δημοσκόπηση του Πανεπιστημίου Μασαχουσέτης δείχνει ποσοστό αποδοχής 38%, με ελάχιστους υποστηρικτές να μετανιώνουν για την ψήφο τους.
«Ο γέρος πίσω από την κουρτίνα»
Ο Ρόζενμπεργκ σχολίασε δηκτικά:
«Η πλειοψηφία της χώρας γνωρίζει πλέον ότι είναι ο γέρος πίσω από την κουρτίνα και όχι ο μάγος», υποστηρίζοντας ότι η απώλεια της αξιοπιστίας του ωθεί τον Τραμπ να κάνει επίδειξη δύναμης.
«Αυτό είναι ένα σημάδι της αδυναμίας του και του ότι δεν είναι τόσο ισχυρός όσο πιστεύει. Είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους αναζητά αυτούς τους τρόπους για να αποκαταστήσει τη δύναμη και την εξουσία του και να δημιουργήσει την εντύπωση ότι ο λαός υποκλίνεται.
Κάθε φορά που προσπαθεί να το κάνει αυτό, αποτυγχάνει και απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τον αμερικανικό λαό.
Αυτό πρέπει να μας δίνει την ελπίδα ότι τους επόμενους μήνες θα έχουμε τα εργαλεία για να αρχίσουμε να κερδίζουμε τις εκλογές και να χτίζουμε ένα πιο επιτυχημένο κίνημα υπέρ της δημοκρατίας, που θα μπορεί να περιορίσει τη ζημιά που ο Τραμπ και η Maga προκαλούν στη χώρα».