«”Τέλεια Καταιγίδα” είναι όρος στη μετεωρολογία που χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα ακραίο καιρικό φαινόμενο με καταστροφικές συνέπειες, το οποίο εμφανίζεται σπανιότατα, ίσως και μία φορά κάθε εκατό χρόνια, και για την εκδήλωση του οποίου συνδυάζονται πολλοί παράγοντες». Με αυτόν τον επιστημονικό ορισμό προλογίζει το βιβλίο του «Η ελληνική τέλεια καταιγίδα και τα προβλήματα της Ευρωπαϊκής Eνωσης 2004-2013» ο πρέσβης Βασίλης Κασκαρέλης. Το βιβλίο κυκλοφορεί μεθαύριο 23 Σεπτεμβρίου. Στον πυρήνα της προβληματικής του κυριαρχεί ένα ερώτημα που διατρέχει κάθε κεφάλαιο: Γιατί η Ελλάδα και η Ευρωπαϊκή Ενωση, παρά τις δυνατότητές τους, απέτυχαν να προβλέψουν, να προλάβουν ή να συντονιστούν απέναντι σε μια κρίση που ήταν ορατή και σταδιακά προδιαγεγραμμένη; Ο υπό έκδοση τίτλος λειτουργεί ως μια μορφή θεσμικής αυτογνωσίας – αλλά και ως προειδοποίηση.
Ο συγγραφέας ήταν μέλος της Ελληνικής Διπλωματικής Υπηρεσίας από το 1974 έως το 2013, όταν αφυπηρέτησε από τη θέση του γενικού γραμματέα του υπουργείου Εξωτερικών. Το 2023 ορίστηκε υπουργός Εξωτερικών στην υπηρεσιακή κυβέρνηση (Μάιος – Ιούνιος). Την περίοδο 2009-2012 υπηρέτησε ως πρέσβης της Ελλάδας στην Ουάσιγκτον, μετά 16 έτη συνεχούς υπηρεσίας σε μόνιμες αντιπροσωπείες της Ελλάδας σε σημαντικούς διεθνείς οργανισμούς. Ως μόνιμος αντιπρόσωπος στην Ε.Ε. (2004-2009) συμμετείχε ενεργά στη λήψη καίριων αποφάσεων για το μέλλον της Eνωσης: Συνθήκη της Λισσαβώνας, δημοσιονομικές προοπτικές, διεύρυνση, σχέσεις με τη Ρωσία και την Τουρκία, διατλαντικές σχέσεις κ.ά.
Από την «Ελληνική τέλεια καταιγίδα», η «Κ» προδημοσιεύει σήμερα χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τον «βίο και την πολιτεία» του πολυσυζητημένου εσχάτως ΟΠΕΚΕΠΕ, τα υπόγεια κυκλώματα του οποίου δρούσαν εδώ και πολλά χρόνια…
H. M.
Προδημοσίευση
Τον Ιανουάριο του 2009 οι αγρότες, λόγω της έντονης κακοκαιρίας που είχε προηγηθεί, ζητούσαν έκτακτες επιδοτήσεις με απεργίες, κλείσιμο δρόμων και τις άλλες γνωστές μεθόδους που καταλήγουν σε ευρωπαϊκές ή κρατικές αποζημιώσεις. Το αποκορύφωμα ήταν η «απόβαση» των Κρητών αγροτών με τρακτέρ στο λιμάνι του Πειραιά, δημιουργώντας μια εμπόλεμη κατάσταση, γεγονός που έγινε αντικείμενο εύκολης πολιτικής εκμετάλλευσης.
Με δεδομένο ότι είχαμε μπει σε χρονιά πιθανών εκλογών, η αντιπολίτευση, κυρίως το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ, τους υποστήριζε, ενώ η κυβέρνηση της Ν.Δ. προσπαθούσε να βρει τρόπους εκτόνωσης, οι οποίοι, ως συνήθως, κατέληγαν σε βάρος των φορολογουμένων.
Στα μέσα Ιανουαρίου ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Σωτήρης Χατζηγάκης, από το βήμα της Βουλής, προανήγγειλε «στήριξη στους παραγωγούς που θα κινείται στο κοινοτικό πλαίσιο».
Συμπτωματικά, περί τα τέλη του ίδιου μήνα, η Επιτροπή, απαντώντας σε ερώτηση του ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρη Παπαδημούλη, ανέφερε ότι η Ελλάδα είχε πληρώσει περισσότερα από 1 δισ. ευρώ σε πρόστιμα για κακοδιαχείριση αγροτικών επιδοτήσεων κατά την τελευταία δεκαετία. Επιπλέον, τόνιζε ότι η Ελλάδα ήταν η πρώτη στην κατά κεφαλή επιβάρυνση ανά φορολογούμενο και ότι οι αιτίες απώλειας κοινοτικών πόρων ήταν συγκεκριμένες και διαχρονικές, σχετιζόμενες άμεσα με καθυστερημένους και αναξιόπιστους ελέγχους, την απουσία ελαιοκομικού μητρώου και την αναξιόπιστη λειτουργία του συστήματος καταγραφής ζώων.
Μέσα σε αυτό το νοσηρό κλίμα, στις αρχές του Φεβρουαρίου ήρθε στις Βρυξέλλες για διαπραγματεύσεις με την Επιτροπή ο υπουργός Χατζηγάκης με αριθμό συμβούλων του, μεταξύ των οποίων βασικός ήταν ο πρόεδρος του Οργανισμού Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΟΠΕΚΕΠΕ), τυπικό δείγμα πολιτευτή που βολεύεται σε δημόσια καρέκλα. (…)
Ενα βράδυ καλώ τον υπουργό σε ένα εστιατόριο, προκειμένου να τον ενημερώσω με ηρεμία για τα ανοικτά ζητήματα που θα θέσει η Επιτροπή στο τραπέζι και για τον ενδεδειγμένο τρόπο αντιμετώπισής τους. Με ειδοποιεί ότι θα έρθει με δύο συμβούλους του. Τελικά, εμφανίζεται με δύο νεαρές δεσποινίδες, η μία ανιψιά του χωρίς απολύτως καμία επαγγελματική εμπειρία, «για να μαθαίνει», και η δεύτερη «με πλούσια εμπειρία» στα ευρωπαϊκά, που τελικά αποδείχθηκε ότι επρόκειτο απλώς για μία πεντάμηνη πρακτική άσκηση στις Βρυξέλλες. Επειδή είχα δει πολλές παρόμοιες τραγελαφικές καταστάσεις στο παρελθόν, και δεν θα είχε κανένα νόημα να ταλαιπωρηθώ «μιλώντας στον εαυτό μου», φάγαμε ήσυχα με κοινωνική συζήτηση.
Προκειμένου να περισώσω ό,τι ήταν πρακτικά δυνατόν, συγκάλεσα το επόμενο μεσημέρι μια έκτακτη σύσκεψη στα γραφεία της Μόνιμης Αντιπροσωπείας με τον υπουργό και την ομάδα του. Μία ακόμα απογοητευτική εμπειρία, την οποία αντιμετώπισα με ιδιαίτερη ηρεμία, δεδομένου ότι, μετά από πέντε χρόνια αναγκαστικής συνεργασίας με υπουργούς, συμβούλους και ειδικούς από την Αθήνα, τίποτε δεν με εξέπληττε. Μάταια προσπάθησα για αρκετή ώρα να τους εξηγήσω πώς λειτουργούσαν τα πράγματα στις Βρυξέλλες, ότι υπήρχαν «κόκκινες γραμμές», τις οποίες δεν μπορούσες να περάσεις χωρίς βαριά πρόστιμα. Από την πλευρά τους, μιλούσαν και επιχειρηματολογούσαν με λογική προεκλογικής συγκέντρωσης στην πλατεία του χωριού. (…)

Χαμένοι στη μετάφραση
Την επομένη είχα κανονίσει συνάντηση με την αρμόδια για την Αγροτική Πολιτική Επίτροπο Μαριάν Φίσερ Μπολ και τους συνεργάτες της στο κτίριο της Επιτροπής. Στην είσοδο του κτιρίου μάς περίμεναν Ελληνες ανταποκριτές, οι οποίοι άρχισαν τις ερωτήσεις. Ο υπουργός έδωσε μια αισιόδοξη εικόνα, εξηγώντας ότι οι κυβερνητικές προτάσεις για τη χρηματοδότηση των αγροτών ήταν «απόλυτα σύννομες προς την κοινοτική νομοθεσία». Στην αίθουσα συνεδριάσεων η ελληνική αντιπροσωπεία, εμφανώς έξω από τα νερά της, προσπάθησε να εξηγήσει τα προβλήματα των αγροτών, θέτοντας ήπια το θέμα των αποζημιώσεων. Ζήτησε την έγκριση της Επιτροπής για 425 εκατ. ευρώ, τα οποία θα εκταμιεύονταν από το αποθεματικό του Οργανισμού ΕΛΓΑ (Ελληνικές Γεωργικές Ασφαλίσεις), καθώς και για ένα κρατικό δάνειο ύψους 75 εκατ. ευρώ, προκειμένου να συμπληρωθεί το ποσό των 500 εκατ. ευρώ με το οποίο η κυβέρνηση είχε υποσχεθεί να αποζημιώσει τους αγρότες.
Οι συνομιλητές μάς εξήγησαν όλους τους λόγους για τους οποίους κάτι τέτοιο για τις συγκεκριμένες περιπτώσεις ήταν εκτός των Κανονισμών, επομένως παράνομο, και ότι σε περίπτωση καταβολής αποζημιώσεων-ενισχύσεων τα χρήματα θα έπρεπε να επιστραφούν με πρόστιμα και έντοκα. Γενικά το κλίμα ήταν πολύ αρνητικό. Δεδομένου ότι τα αγγλικά των δικών μας υστερούσαν τραγικά, για να βεβαιωθώ ότι κατάλαβαν την ουσία της συζήτησης, κάθε τόσο εξηγούσα στα ελληνικά τι είχε λεχθεί. Βγαίνοντας μετά από μιάμιση ώρα από την αίθουσα συσκέψεων, εξήγησα και πάλι στον υπουργό την κατάσταση. Μου έδωσε την εντύπωση ότι συμφωνούσε. Μέχρι που φτάσαμε στο ισόγειο του κτιρίου, όπου μας περίμεναν και πάλι οι ανταποκριτές ελληνικών ΜΜΕ. Εκεί άρχισαν να με ζώνουν τα φίδια, γιατί ο υπουργός, αφού ανέφερε ότι «είχε μια εποικοδομητική συνάντηση», πρόσθεσε ότι «δεν επρόκειτο καν για διαπραγμάτευση, και κατ’ επέκταση δεν θα χρειαστεί χρόνος για την έγκριση των ενισχύσεων, καθώς πρόκειται για πράξεις απόλυτα νόμιμες και σύμφωνες με τον σχετικό κοινοτικό Κανονισμό». (…)

Το τηλεφώνημα στο Μαξίμου
Μόλις χωρίσαμε, τηλεφώνησα στον πρωθυπουργό. Του εξήγησα σε γενικές γραμμές τα βασικά προβλήματα και την ανησυχία μου για τη συνέχεια, και εισηγήθηκα να επικοινωνήσει άμεσα με τον υπουργό και να τον «μαζέψει». Μου απάντησε: «Καλά έκανες και του τα είπες, και τον πιέζεις· να του τα ξαναπείς πριν φύγει». Απάντησα ότι ήταν υπουργός και δεν μπορούσα να του υπαγορεύω τι θα δηλώσει μετά την επιστροφή του στην Αθήνα. Μείναμε εκεί, και προφανώς δεν έδωσε συνέχεια, γιατί ο Χατζηγάκης έκανε και είπε ακριβώς τα αντίθετα. Λαϊκίστικες δηλώσεις επιπέδου «πεζοδρομίου», με τις οποίες διαβεβαίωνε ότι θα δινόταν όλο το πακέτο των ενισχύσεων. (…)
Μετά από μία εβδομάδα, και για μία ακόμα φορά, κατέληξα, δυστυχώς, στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε σωτηρία για την Ελλάδα. Πληροφορήθηκα από αξιόπιστη πηγή του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης ότι ο υπουργός είχε υπογράψει –μάλλον χωρίς να το καταλάβει–, ήδη δέκα ημέρες πριν έρθει στις Βρυξέλλες, τη σχετική υπουργική απόφαση που έδινε αντισταθμιστικές ενισχύσεις στους αγρότες. Δηλαδή, το ταξίδι, οι συναντήσεις και οι συνομιλίες έγιναν χωρίς λόγο. Πιστεύω πως και πάλι κάθε άλλο σχόλιο περιττεύει. (…)
Επί δεκαετίες, με εμπλοκή των αγροτικών συνεταιρισμών, αγρότες και παραγωγοί βαμβακιού και εκτάσεων με ελαιόδεντρα εισέπρατταν παράνομα επιδοτήσεις από τον ΟΠΕΚΕΠΕ, δηλαδή χρήματα μέσω ευρωπαϊκών προγραμμάτων, τα οποία μετά από ελέγχους επιστρέφονταν με πρόστιμα και τόκους στις Βρυξέλλες από τον Ελληνα φορολογούμενο.

Δήλωναν τη θάλασσα
Η απάτη βασιζόταν σε ανύπαρκτα χωράφια. Για να εμφανίσουν περισσότερα χωράφια από όσα είχαν, οι εμπλεκόμενοι συνέτασσαν ιδιωτικά συμφωνητικά εταιρικής καλλιέργειας, στα οποία δεν συμπλήρωναν την πραγματική θέση των γεωτεμαχίων, ούτε και τα ακριβή στοιχεία των συμβαλλόμενων μερών. Αποτέλεσμα ήταν τα ίδια γεωτεμάχια να δηλώνονται ταυτόχρονα και από άλλους εμπλεκόμενους αγρότες, προκειμένου να λάβουν και αυτοί τις επιδοτήσεις. Επιπλέον –και το κυριότερο– δήλωναν τεράστιες εκτάσεις που ήταν στην κυριολεξία μέσα στη θάλασσα. Αυτό γινόταν κυρίως στη Θεσσαλία και στην Κρήτη. (…)
Το τραγικό για την Ελλάδα είναι ότι, παρά τα όσα αναφέρω ανωτέρω, κανείς δεν ενδιαφερόταν να βάλει τάξη, με τις τακτικές κολομβιανού καρτέλ, όπως συνήθιζα να αποκαλώ αυτές τις ομάδες, να συνεχίζουν να ενεργούν σε βάρος του ονόματος της χώρας και των φορολογουμένων, οι οποίοι τελικά πληρώνουν τους λογαριασμούς. Στο πλαίσιο αυτό, τον Οκτώβριο του 2024, δηλαδή περίπου δεκαπέντε χρόνια μετά, τίποτε δεν έχει αλλάξει. Αποκαλύπτεται τυχαία, μετά την αντικατάσταση μιας διευθύντριας του ΟΠΕΚΕΠΕ, ότι με παράνομες αποφάσεις δίνονταν επιδοτήσεις ύψους 2 εκατ. ευρώ σε απατεώνες «αγρότες». (…)
Εδώ τίθεται το ερώτημα πώς κατάφερναν οι εμπλεκόμενοι να εξαπατούν επί δεκαετίες τις Αρχές στην Ελλάδα. Η απάντηση και πάλι είναι πολύ απλή. Αν και γνωρίζω ότι το έχω ξαναγράψει, το επαναλαμβάνω μήπως και γίνει τελικά κατανοητό: όλο το παρακύκλωμα βασιζόταν και βασίζεται στον φόβο των κυβερνήσεων να αντιμετωπίσουν τις συνδικαλιστικές αντιδράσεις, το συνακόλουθο «πεζοδρόμιο» και τον αντίκτυπο στους ψηφοφόρους.