Δύο αποφάσεις ιστορικής αξίας, που προκάλεσαν όμως απορίες και διχογνωμίες στον νομικό και πολιτικό κόσμο της χώρας, εξέδωσε το Ανώτατο Ειδικό ∆ικαστήριο, σε λειτουργία Εκλογοδικείου. Η ιδιαιτερότητα των αποφάσεων αυτών εντοπίζεται στον λόγο έκπτωσης των τριών βουλευτών του κόμματος Σπαρτιάτες που εξέπεσαν του αξιώματός τους όχι εξαιτίας κάποιας συνηθισμένης εκλογικής ακυρότητας, αλλά επειδή, σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, παραπλάνησαν το εκλογικό σώμα.
Η εξέλιξη αυτή, από μόνη της πρωτοφανής, αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία λόγω των συνεπειών της ακύρωσης της εκλογής των τριών βουλευτών, αφού οι έδρες τους δεν θα αναπληρωθούν με ανακατανομή σε άλλα κόμματα ή με επανάληψη εκλογών στις συγκεκριμένες περιφέρειες, με αποτέλεσμα η Βουλή να συνεχίσει τις εργασίες της με 297 μέλη αντί για 300.
Με ποιο σκεπτικό αποφάσισε το δικαστήριο να αφήσει κενές τις τρεις θέσεις των έκπτωτων βουλευτών; Γιατί το Εκλογοδικείο αποφάσισε αντίθετα από το Μονομελές Εφετείο, που, ένα μήνα πριν, στην ποινική δίκη, είχε κρίνει τους Σπαρτιάτες αθώους για το αδίκημα της εξαπάτησης του εκλογικού σώματος;
Η «Κ» επιχειρεί να παραθέσει μια «ακτινογραφία» της κρίσης των ανώτατων δικαστών – αν και πλήρης εκτίμηση θα μπορεί να γίνει μόνο όταν αυτή καθαρογραφεί και δημοσιευθεί.
«Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, με μια απόφαση-σταθμό στα μεταπολιτευτικά χρόνια, έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση της εκλογικής νομοθεσίας που συνίσταται σε εξαπάτηση των εκλογέων υπό την έννοια ότι τα πρόσωπα που εκπίπτουν του βουλευτικού αξιώματος συμμετείχαν σε πολιτικό κόμμα με υποκρυπτόμενο αρχηγό, ο οποίος έχει ήδη καταδικαστεί για την κακουργηματική πράξη της ένταξης και διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης. Από την άποψη αυτή, το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο έκανε δεκτούς τους ισχυρισμούς και τις αιτιάσεις των ενισταμένων και των παρεμβαινόντων και διαμόρφωσε βήμα έννομης προστασίας στους θεσμούς και στη Δημοκρατία», λέει ο Θεόδωρος Μαντάς, νομικός παραστάτης των υποψηφίων βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ Χρήστου Σπίρτζη και Μαριλίζας Ξενογιαννακοπούλου, που είχαν ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση στην υπόθεση των Σπαρτιατών.
Πώς κινήθηκε η διαδικασία για την έκπτωση;
Οι δύο αποφάσεις του ΑΕΔ αφορούν την ένσταση του εκλογέως Κωνσταντίνου Παπαστεργίου, που στρεφόταν κατά των βουλευτών των Σπαρτιατών Βασίλη Στίγκα και Πέτρου Δημητριάδη, βουλευτή Β΄ Θεσσαλονίκης και πρώην νομικού συμβούλου του Ηλία Κασιδιάρη, και την ένσταση κατά του βουλευτή Β΄ Πειραιώς των Σπαρτιατών Αλέξανδρου Ζερβέα.
Στο διά ταύτα των αποφάσεων αναφέρεται πως γίνονται δεκτές οι ενστάσεις και εκπίπτουν οι τρεις βουλευτές από το αξίωμα, καθώς κρίθηκε πως πράγματι υπήρξε εξαπάτηση των εκλογέων, γιατί υποκρυπτόμενος αρχηγός των Σπαρτιατών ήταν ο Ηλίας Κασιδιάρης. Οπως σχολίασε από έδρας ο πρόεδρος του ΣτΕ Μιχάλης Πικραμένος κατά την ανακοίνωση της ομόφωνης απόφασης του ΑΕΔ, έγινε μια «δυναμική ερμηνεία του άρθρου 29 του Συντάγματος», η οποία μεταξύ άλλων κλείνει και την πόρτα στον Ηλία Κασιδιάρη για να επανέλθει ως πολιτικός αρχηγός, αφήνοντάς του τη δυνατότητα να κατεβεί μόνος ως ανεξάρτητος υποψήφιος.
Γιατί το ΑΕΔ αποφάσισε αντίθετα από το ποινικό δικαστήριο;
Το πρώτο ερώτημα που γεννάται είναι πώς οδηγήθηκε σε κρίση περί εξαπάτησης εκλογέων το ΑΕΔ μετά την απαλλακτική πρόταση του πρωτοβάθμιου ποινικού δικαστηρίου για το αδίκημα αυτό.
«Ο κανόνας είναι πως αν δεν έχει καταστεί αμετάκλητη η ποινική απόφαση, δεν σε δεσμεύει. Αυτός είναι ο λόγος που το ΑΕΔ κατέληξε στη δίκη του κρίση. Υπήρχε λοιπόν μια πρωτόδικη απόφαση ποινικού δικαστηρίου, κατά της οποίας μάλιστα έχει ασκηθεί έφεση. Παράλληλα, δεν υπάρχει διάταξη που να επιβάλλει τη δέσμευση του ΑΕΔ από ποινικές αθωωτικές αποφάσεις», σημειώνει δικαστική πηγή.
«Θα ήταν παράδοξο» – «Η παράβαση δεν θεραπεύθηκε ολόκληρη, αφού δεν υποβλήθηκαν ενστάσεις για τις άλλες περιφέρειες. Θα ήταν παράδοξο να γίνουν εκλογές μόνο για τρεις έδρες και οι υπόλοιποι βουλευτές (των Σπαρτιατών) να παραμείνουν στη θέση τους», λέει στην «Κ» δικαστική πηγή.
Γιατί δεν εξέπεσαν όλοι οι βουλευτές των Σπαρτιατών;
Απορίες δημιούργησε το σκέλος της απόφασης που αφορά στην έκπτωση μόνο των τριών βουλευτών εις βάρος της εκλογής των οποίων υποβλήθηκαν ενστάσεις και όχι και των 12 βουλευτών που είχαν εκλεγεί με τους Σπαρτιάτες. Οπως αναφέρεται στην περίληψη της σχετικής απόφασης, «η περίπτωση της εξαπάτησης των εκλογέων από τους εκλογικούς συνδυασμούς πολιτικού κόμματος με υποκρυπτόμενο αρχηγό αφορά το σύνολο της επικράτειας και ειδικότερα τις εκλογικές περιφέρειες στις οποίες ανακηρύχθηκαν βουλευτές του εν λόγω πολιτικού κόμματος. Αν όμως με την ένσταση αμφισβητούνται τα αποτελέσματα μόνο ορισμένης ή ορισμένων εκλογικών περιφερειών, για τις λοιπές εκλογικές περιφέρειες για τις οποίες δεν ασκήθηκαν ενστάσεις οι εκλογές έχουν καταστεί οριστικές και αμετάκλητες».
Γιατί δεν έγιναν επαναληπτικές εκλογές;
Ανάμεσα στα ζητήματα που κλήθηκε να απαντήσει το ΑΕ∆ από τη στιγμή που έκρινε πως πρέπει να εκπέσουν του αξιώματος οι τρεις βουλευτές ήταν η τύχη των βουλευτικών εδρών. Μία από τις λύσεις που εξετάστηκε ήταν η διενέργεια εκλογών στις δύο περιφέρειες από τις οποίες χάθηκαν οι έδρες, με τους δικαστές να χαρακτηρίζουν όμως «περιττή» την επανάληψη της ψηφοφορίας στις συγκεκριμένες εκλογικές περιφέρειες ενόψει της φύσης της συγκεκριμένης εκλογικής παράβασης.
«Δεν προκρίθηκε η λύση της διενέργειας εκλογών γιατί ο νόμος επιτρέπει να μη γίνονται, όταν το επιβάλλει η φύση της παράβασης. Εδώ η παράβαση αφορούσε όλη την επικράτεια όπου είχαν συνδυασμούς οι Σπαρτιάτες και ιδίως εκεί όπου εξέλεξαν βουλευτές. Κατά συνέπεια, η παράβαση δεν θεραπεύτηκε ολόκληρη, αφού δεν υποβλήθηκαν ενστάσεις για τις άλλες περιφέρειες. Θα ήταν παράδοξο να γίνουν εκλογές μόνο για τρεις έδρες και οι υπόλοιποι βουλευτές να παραμείνουν στη θέση τους», λέει στην «Κ» η ίδια πηγή.
Το δικαστήριο στην απόφασή του απέρριψε και το ενδεχόμενο οι τρεις έδρες να περάσουν στα χέρια των αναπληρωματικών βουλευτών του κόμματος, με την περίληψη της απόφασης να αναφέρει σε σημείο της πως «η ανακήρυξη αναπληρωματικού βουλευτή του ιδίου κόμματος δεν είναι επιτρεπτή ενόψει της ιδιαιτερότητας της συγκεκριμένης εκλογικής παράβασης που αφορά συνολικά το πολιτικό κόμμα στο οποίο συμμετείχε ο βουλευτής, η εκλογή του οποίου ακυρώνεται, όπως επίσης και της αναπληρωματικής βουλευτή».
Γιατί οι έδρες δεν ανακατανεμήθηκαν σε άλλα κόμματα;
Η πιο ενδιαφέρουσα σκέψη του δικαστηρίου, τουλάχιστον πολιτικά, βρίσκεται στην απόφαση να μην προχωρήσει σε ανακατανομή των βουλευτικών εδρών σε υποψήφιους βουλευτές άλλων πολιτικών κομμάτων και να οδηγηθεί στην απόφαση ότι οι επίμαχες έδρες θα παραμείνουν κενές.
«Η αίσια έκβαση της προσφυγής για την ακύρωση της εκλογής τριών βουλευτών των Σπαρτιατών αρχικά μας γεμίζει ικανοποίηση. Και αποτελεί το μείζον αίτημα αυτής της υπόθεσης από την πρώτη στιγμή που καταθέσαμε τη σχετική προσφυγή, λίγες μέρες μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 2023, όταν και από το πουθενά ουσιαστικά το ακροδεξιό μόρφωμα των Σπαρτιατών ως κέλυφος της Χρυσής Αυγής και του καταδικασμένου για σύσταση εγκληματικής οργάνωσης Ηλ. Κασιδιάρη πέτυχε, κατά παράνομο τρόπο, την είσοδό του στη Βουλή», λέει στην «Κ» ο Θανάσης Γλαβίνας, ο πρώτος του ψηφοδελτίου του ΠΑΣΟΚ στη Β΄ Θεσσαλονίκης και υποψήφιος διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου, που προσέφυγε τον Ιούλιο του 2023 κατά της εκλογής των βουλευτών των Σπαρτιατών στην εν λόγω περιφέρεια.
«Το ΑΕΔ δεν είναι νομοθέτης» – Δικαστικοί κύκλοι σχολίαζαν στην «Κ» πως «ο νόμος δεν προβλέπει αντικατάσταση με βουλευτές άλλων κομμάτων, γιατί για πρώτη φορά υπήρξε έκπτωση βουλευτών για υποκρυπτόμενο αρχηγό και το ΑΕΔ δεν μπορεί να υποκαταστήσει τον νομοθέτη».
«Εμείς από την πλευρά μας στο δικόγραφο ζητήσαμε την αναλογική κατανομή της ακυρωθείσας έδρας στο κόμμα με το μεγαλύτερο υπόλοιπο στην εν λόγω εκλογική περιφέρεια. Η άρνηση ανακατανομής των βουλευτικών εδρών και συγχρόνως η άρνηση επανάληψης των εκλογών στις εκλογικές περιφέρειες όπου ακυρώθηκαν οι έδρες των Σπαρτιατών, με κάθε σεβασμό στην απόφαση του δικαστηρίου και μέχρι να έχουμε γνώση του σκεπτικού ολόκληρης της απόφασης, δημιουργεί εύλογες απορίες», σημειώνει ο κ. Γλαβίνας, συμπληρώνοντας πως το άρθρο 104 του Π.Δ. 26/2012 ρυθμίζει με σαφή τρόπο την περίπτωση βουλευτικών εδρών που κενώνονται για οποιονδήποτε λόγο με κατάληξη την επαναληπτική εκλογή.
«Η μη πλήρωση των κενών βουλευτικών εδρών δημιουργεί ένα πρωτοφανές για τα ιστορικά δεδομένα έλλειμμα εκπροσώπησης των πολιτών των εν λόγω εκλογικών περιφερειών και μάλιστα στο μέσον της κοινοβουλευτικής περιόδου. Οπως η φύση, έτσι και η δημοκρατία απεχθάνεται τα κενά», καταλήγει.

Το ΑΕΔ έκρινε ότι οι διατάξεις του ν. 345/1976 δεν προβλέπουν σε περίπτωση ακυρώσεως ανακηρύξεως βουλευτή λόγω συμμετοχής του σε πολιτικό κόμμα με υποκρυπτόμενο αρχηγό, που συνιστά την εκλογική παράβαση της εξαπατήσεως του εκλογικού σώματος, την ανακατανομή της βουλευτικής έδρας σε υποψήφιους βουλευτές άλλων πολιτικών κομμάτων.
Δικαστικοί κύκλοι σχολίαζαν στην «Κ» πως «ο νόμος δεν προβλέπει αντικατάσταση με βουλευτές άλλων κομμάτων, γιατί για πρώτη φορά υπήρξε έκπτωση βουλευτών για υποκρυπτόμενο αρχηγό και το ΑΕΔ δεν μπορεί να υποκαταστήσει τον νομοθέτη». Μάλιστα, εξηγούν πως το δικαστήριο δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη λαϊκή βούληση, διαμορφώνοντας κρίση για το ποιο θα ήταν το εκλογικό αποτέλεσμα στην περίπτωση που οι εκλογείς των Σπαρτιατών δεν είχαν εξαπατηθεί και ψήφιζαν οτιδήποτε άλλο.
«Η υποκατάσταση της βούλησης των εκλογέων χωρίς ρητή και λεπτομερή νομοθετική ρύθμιση –ιδίως ως προς τον τρόπο ανακατανομής ψήφων και εδρών– δεν είναι επιτρεπτή, γιατί μια τέτοια παρέμβαση θα παραβίαζε βασικές συνταγματικές διατάξεις», συμπληρώνουν. Πάντως, για ζήτημα ερμηνείας κάνει λόγο ο Θεόδωρος Μαντάς, σχολιάζοντας όσα έχουν δημοσιευθεί από την περίληψη της απόφασης. «Το δικαστήριο έκρινε ότι οι έδρες των εκπεσόντων βουλευτών πρέπει να παραμείνουν κενές, αφού δεν ρυθμίζεται νομοθετικά η αναπλήρωσή τους στην περίπτωση της εξαπάτησης του εκλογικού σώματος και δεν προβλέπεται ρητώς η ανακατανομή τους σε υποψήφιους βουλευτές άλλων πολιτικών κομμάτων. Είναι μια ερμηνεία…».