Οι καμπάνιες των 5 ημερών

Για αρχές Ιουλίου ο καιρός ήταν ακόμα ευχάριστα καλοκαιρινός στην Αθήνα. Η ζέστη δεν είχε προλάβει να γίνει ανυπόφορη· ένα ήπιο, ανακουφιστικό μελτέμι έκανε το γνωστό του ταξίδι από τη Μαύρη Θάλασσα έως το Αιγαίο πέλαγος κρατώντας τη θερμοκρασία σε ανεκτά επίπεδα και κάνοντας την ανάγκη για εξορμήσεις στις κοντινές παραλίες λιγότερο επιτακτική. Υπό άλλες συνθήκες θα ήταν μια σχεδόν ειδυλλιακή Κυριακή. Αλλά για τη συντροφιά των πέντε σαραντάρηδων φίλων που είχαν δώσει ραντεβού στην πισίνα του Χίλτον «για μια βουτιά» πριν από την απογευματινή εκτέλεση του εκλογικού καθήκοντος, το μόνο ειδυλλιακό ήταν η ψευδαίσθηση μιας ευημερίας που κάποτε θεωρούσαν δεδομένη και τώρα έμοιαζε πιο εύθραυστη από ποτέ. 

Τα άπερολ και οι παγωμένες κόκα κόλες zero με τις φλούδες από λεμόνι λαμποκοπούσαν στο εκτυφλωτικό μεσημεριανό αθηναϊκό φως. Λίγο αργότερα θα κατέφθαναν τα περιποιημένα μπέργκερ με τα μικροσκοπικά μπιφτεκάκια και τα σικ κλαμπ σάντουιτς συνοδεία κάποιας εξωτικής σαλάτας με αβοκάντο και βιολογικό σπανάκι. Και όμως, τα πρόσωπα των φίλων παρέμεναν ανεξήγητα σκοτεινά. Ο πιο παρατηρητικός απ’ όλους θα πρόσεχε τη σχεδόν άδεια από κόσμο πισίνα. Μόνο λίγοι ξένοι πελάτες του ξενοδοχείου με τα παιδιά τους πλατσούριζαν ανέμελοι, κάνοντας την αντίθεση ακόμα πιο χτυπητή. Οι Έλληνες, σκυθρωποί και ανόρεχτοι, έμοιαζαν αδικαιολόγητα βυθισμένοι στα κινητά τους· απλανή βλέμματα εναλλάσσονταν με συνωμοτικές ματιές και επιφωνήματα που, ακόμα κι αν δεν ήξερες ελληνικά, καταλάβαινες ότι πρόδιδαν αγωνία, απογοήτευση και θυμό. Σίγουρα το κλίμα επιβάρυναν τακτικά τηλεφωνήματα με κάθε λογής «έμπιστες πηγές» (δημοσιογράφους, παροπλισμένους πολιτικούς, παρατρεχάμενους σε κομματικά γραφεία, κ.ά.) που όσο περνούσε η ώρα έκαναν λόγο για παραπάνω από βέβαιη επικράτηση του «Όχι». Υπήρχαν, φυσικά, και διαλείμματα προσποιητής ευφορίας με βασικά θέματα τις διακοπές που πλησίαζαν («αν κι εφόσον…») και κυρίως την απαρίθμηση των αχρείαστων υλικών αγαθών που αποκτήθηκαν άρον άρον τις τελευταίες ημέρες μετά το κλείσιμο των τραπεζών, προκειμένου να σωθεί κάτι από τις εγκλωβισμένες στις ελληνικές τράπεζες καταθέσεις: το τελευταίο μοντέλο i-pad, ένα εξεζητημένο πλυντήριο πιάτων για το εξοχικό, εσπευσμένη ανανέωση συνδρομής στο γυμναστήριο… 

Από την κάλπη στην ταβέρνα

Όχι πολύ μακριά από τις παρυφές του ξενοδοχειακού συγκροτήματος, σχεδόν ένα χιλιόμετρο σε νοητή ευθεία, στις διάσημες ψαροταβέρνες της πλατείας της Καισαριανής επικρατούσε το αδιαχώρητο. Ο υπάλληλος διερμηνείας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που είχε πληρώσει το ακριβότερο αεροπορικό εισιτήριο της ζωής του για να έρθει να ψηφίσει «Όχι» στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, έκανε το τραπέζι στις δύο κόρες του και σε έναν μικρό στρατό από φίλους και φίλες, συμφοιτητές και συμφοιτήτριες. Κατέφθαναν κατά κύματα από τα εκλογικά κέντρα, όλοι τους αναψοκοκκινισμένοι και ενθουσιώδεις. «Εκεί κατάλαβα ότι το “Όχι” είχε σαρώσει. Εντάξει, ήμασταν στην Καισαριανή και βρισκόμουν ανάμεσα σε νέα παιδιά, που ήταν φυσικό να είχαν μια πιο συναισθηματική προσέγγιση στο θέμα. Όταν όμως μια φίλη της μεγαλύτερής μου κόρης, που τον Ιανουάριο είχε ψηφίσει Σαμαρά “για να μη βγει ο Τσίπρας”, μας εξομολογήθηκε ελαφρώς συνεσταλμένα ότι ψήφισε “Όχι”, βεβαιώθηκα για το μέγεθος του κύματος που θα ακύρωνε το βράδυ κάθε υποψία “ντέρμπι”, όπως προσπαθούσαν να μας πείσουν οι εταιρείες δημοσκοπήσεων μέχρι την τελευταία στιγμή». 

Δέκα χρόνια μετά, ο Έλληνας υπάλληλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου συνεχίζει να εργάζεται στις Βρυξέλλες. «Αν μου πέρασε για λόγους αυτοσυντήρησης να ψηφίσω “Ναι”; Ήταν μια σκέψη που κράτησε μόνο λίγα δευτερόλεπτα. Απασχόλησε, όμως, πολλούς συναδέλφους μου. Τους καθησύχαζα με το παράδειγμα των Βρετανών μεταφραστών που δεν απολύθηκαν μετά το Brexit. Δεν υπάρχει στην κουλτούρα της Ένωσης η έννοια της εκδίωξης», τους έλεγα. Ευτυχώς δεν χρειάστηκε να αναμετρηθεί με την πραγματικότητα της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας. Από τη συντροφιά του Χίλτον, δύο από τους πέντε φίλους εκείνης της ηλιόλουστης Κυριακής επέλεξαν τον αμέσως επόμενο χρόνο να φύγουν από τη χώρα για να εργαστούν σε πολυεθνικές εταιρείες με έδρα μεγάλες ευρωπαϊκές μητροπόλεις. Ο ένας επέστρεψε εν μέσω πανδημίας. Ο δεύτερος συνεχίζει να ζει στο εξωτερικό. Το 2015 ήταν 38 ετών. «Το δημοψήφισμα ήταν μια εσωτερική επιβεβαίωση ότι δεν είμαστε σοβαρή χώρα. Νομίζω δεν έχω συνέλθει ακόμα. Αν και είχα επαγγελματικές προτάσεις όλο αυτό το διάστημα, διστάζω. Σαν να μην μπορώ να απαλλαγώ από το τραύμα της κρίσης».

Οι καμπάνιες των 5 ημερών-1
Στο παρασκήνιο, διχογνωμίες και σκεπτικισμός υπήρχαν και στην παράταξη του «Όχι». Δεν εκδηλώθηκε, όμως ποτέ προς τα έξω. Η ηγεσία είχε πρόσωπο. Και η βάση εξέπεμπε ασυγκράτητη πολιτική ενέργεια. (Φωτογραφία: Christopher Furlong/ Getty Images/ Ideal Image)

Το δημοψήφισμα του 2015 δεν ήταν μόνο μια τομή στον ελληνικό μεταπολιτευτικό χρόνο με τις γνωστές πολιτικές και οικονομικές προεκτάσεις. Ήταν το αποκορύφωμα μιας μακράς περιόδου τοξικής πολιτικοποίησης και ακραίας πόλωσης που πυροδοτήθηκε από το καύσιμο της χρεοκοπίας, αλλά μας έδωσε και μια πρώτη γεύση για το τι μπορούν να (μας) κάνουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σε ένα τόσο εκρηκτικό περιβάλλον. Οι σχάσεις που γέννησε η εμπειρία του 2015 συνεχίζουν να ταλαιπωρούν φίλους, συγγενείς και οικογένειες μέχρι και σήμερα. Από μία άποψη, οι δύο «παράλληλοι», ασύμπτωτοι κόσμοι που μας παρέδωσε το αποτέλεσμα της 5ης Ιουλίου εξακολουθούν να ορίζουν τις βασικές συντεταγμένες του πολιτικού μας συστήματος δέκα χρόνια μετά. Αν, όμως, προσπαθήσουμε να δούμε εκείνες τις φλογισμένες μέρες με την πολυτέλεια της απόστασης του χρόνου που διαθέτουμε σήμερα, θα προσέξουμε με κάποια έκπληξη ίσως τις ρωγμές αυτών των δύο παράλληλων κόσμων, που δεν ήταν τελικά τόσο συμπαγείς όσο πιστέψαμε τότε. Γιατί μόνο όσοι ήταν πολύ κοντά στα δύο επιτελεία του «Ναι» και του «Όχι» είχαν πρόσβαση σε αυτά τα αντιφατικά, πολυπρισματικά σύμπαντα. Αρχής γενομένης από το Μέγαρο Μαξίμου. 

«Πηγαίναμε σε τοίχο»

«Υπήρχε η δυσοίωνη αίσθηση ότι οδηγούμαστε με ταχύτητα σε έναν τοίχο, στο απόλυτο αδιέξοδο, και ότι χρειαζόμασταν κάτι πολύ δυνατό για να απεγκλωβιστούμε», λέει στην «Κ» στενός συνεργάτης του Αλέξη Τσίπρα που έζησε από πολύ κοντά το κλιμακούμενο δράμα του 2015. «Από αυτή την άποψη, το δημοψήφισμα προσέφερε μια διέξοδο και ανακούφιση. Ήταν, επίσης, μια ευπρόσδεκτη τόνωση του ηθικού μας, ένας ψυχολογικός αποσυμπιεστής ύστερα από τέσσερις πολύ δύσκολους μήνες». Η υποδοχή των «μαντάτων» το βράδυ της Παρασκευής στο Μαξίμου, λίγο πριν μαγνητοσκοπηθεί το πρωθυπουργικό διάγγελμα, ήταν μόνο εν μέρει ενθουσιώδης. Το στρατόπεδο των σκεπτικιστών, που πολιτικά εκπροσωπούσε ο Γιάννης Δραγασάκης, δεν ήταν καθόλου αμελητέο στους δύο ορόφους του Μεγάρου της Ηρώδου Αττικού και οι αντιδράσεις του, ένα μείγμα αμηχανίας, μουδιάσματος και έντονου προβληματισμού για την «επόμενη μέρα», δεν περνούσαν καθόλου απαρατήρητες. Αποτυπώνονταν, δε, και στον αρχικό σχεδιασμό της κυβερνητικής καμπάνιας. Μια πρώτη γραμμή άμυνας που τέθηκε στο τραπέζι ήταν η προσφυγή σε δημοψήφισμα να παρουσιαστεί ως ένα τελεσίγραφο των «θεσμών» προς την ελληνική κυβέρνηση, χωρίς η τελευταία να παίρνει σαφή θέση υπέρ του «Ναι» ή του «Όχι». Αλλά υπήρχαν και άλλες γραμμές άμυνας στη φαρέτρα των σκεπτικιστών του Μαξίμου. «Μπορεί ο Αλέξης να πήρε θέση, αλλά δεν θα εμφανιστεί με οποιονδήποτε τρόπο ως πρόσωπο της καμπάνιας και σίγουρα δεν θα εκφωνήσει λόγο στην εκδήλωση της Παρασκευής όπου πλειοψηφεί η ιδέα για μια συναυλία υπέρ του “Όχι” με τη συμμετοχή γνωστών καλλιτεχνών στην πλατεία Συντάγματος». Όλα αυτά συζητιούνται πολύ σοβαρά σε συσκέψεις στου Μαξίμου, με την ανοχή του ίδιου του Τσίπρα. Δίνεται εντολή να μην τυπωθούν αφίσες για τη συναυλία της Παρασκευής και σε καμία περίπτωση με το πρόσωπο του πρωθυπουργού. «Μέχρι και το μεσημέρι της Παρασκευής δεχόταν πιέσεις τόσο από το κόμμα και την κυβέρνηση, όσο και από το εξωτερικό να μην εμφανιστεί στην εκδήλωση. Αλλά ο ίδιος τα είχε αποφασίσει όλα από την πρώτη στιγμή».

Πολυφωνία υπέρ της Ευρώπης

Τα πράγματα δεν ήταν καθόλου καλύτερα στο στρατόπεδο του «Ναι». Η συγκρότηση μιας άτυπης επιτροπής συντονισμού με εκπροσώπους από τα τρία κόμματα που συνιστούσαν το λεγόμενο «μέτωπο της λογικής» (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι) ήταν το λιγότερο ανώδυνο απ’ όσα θα ακολουθούσαν. Ένα σύντομο, αλλά απαραίτητο φλάσμπακ: την Πέμπτη 18 Ιουνίου, δέκα μερες πριν από την προκήρυξη του δημοψηφίσματος, έχει πραγματοποιηθεί η πρώτη μαζική συγκέντρωση του «Μένουμε Ευρώπη», μιας διαδικτυακής πρωτοβουλίας που γεννήθηκε μέσα από τις σελίδες του Facebook. Το απόγευμα της Κυριακής 28 Ιουνίου, τα κόμματα ζητούν από τον οργανωτικό κορμό του «Μένουμε Ευρώπη» να ματαιώσει την προγραμματισμένη για το απόγευμα της Τρίτης 30 Ιουνίου τρίτη συγκέντρωση του λιλιπούτειου κινήματος. Το επιχείρημα των βετεράνων της πολιτικής ήταν ότι μια νέα συγκέντρωση θα προκαλούσε αντισυσπείρωση των υποστηρικτών του «Όχι». Τελικά η συγκέντρωση όχι μόνο θα πραγματοποιηθεί (και μάλιστα υπό βροχή), αλλά θα είναι με διαφορά και η μαζικότερη της σύντομης ιστορίας του «Μένουμε Ευρώπη».

Αυτή έμελλε να είναι και η τελευταία καλή στιγμή για το στρατόπεδο του «Ναι» σε μια εβδομάδα που όλα (θα) πήγαιναν στραβά. Οι τριβές ανάμεσα στα τρία κόμματα που συγκροτούσαν τον αντικυβερνητικό πόλο για το είδος της καμπάνιας που θα έπρεπε να «τρέξει»στις πέντε ημέρες που είχαν στη διάθεσή τους ήταν διαρκείς. Συνοπτικά, από τη μία πλευρά υπήρχε η άτυπη συμμαχία της ΝΔ με το στραπατσαρισμένο εκείνη την εποχή ΠΑΣΟΚ, που υιοθετούσαν μια πιο συγκρουσιακή γραμμή, και από την άλλη το Ποτάμι, που πίεζε για μια λιγότερο πολωτική καμπάνια η οποία θα έδινε περισσότερο έμφαση στη συναισθηματική σύνδεση των Ελλήνων με την Ευρώπη και λιγότερο στην τρέχουσα πολιτική συγκυρία. Η ιδέα του Σταύρου Θεοδωράκη οι πρώτες αφίσες της δικής τους καμπάνιας να τυπωθούν στην απόχρωση του έντονου κόκκινου, για να υπονοηθεί ότι η πραγματικά επαναστατική ψήφος είναι το «Ναι», πέφτει στο κενό παρά την αρχική αποδοχή της. Το Ποτάμι είναι σφόδρα αντίθετο και με τα τηλεοπτικά διαγγέλματα των πρώην πρωθυπουργών (Μητσοτάκης, Σημίτης, Καραμανλής) υπέρ του «Ναι», γιατί θεωρεί ότι αποξενώνει περαιτέρω κρίσιμα ακροατήρια που αρχίζουν και δυσανασχετούν με τις διαδοχικές, μονότονες παραινέσεις Ελλήνων και ξένων αξιωματούχων ή βετεράνων της πολιτικής σκηνής να υπερψηφιστεί το «Ναι». Άνθρωπος που βρισκόταν στο άτυπο συντονιστικό κέντρο του «Ναι» θυμάται την αδημονία των επιτελείων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ να επιστρέψει στην Αθήνα ο Σάκης Ρουβάς για να μαγνητοσκοπήσει ένα μήνυμα στήριξης του «Ναι». «Αν δεν ήξερες ποιον περίμεναν με τόση αγωνία, θα έβαζες στοίχημα ότι αναμενόταν τουλάχιστον ο Ντε Γκωλ αυτοπροσώπως. Αλλά ήταν τέτοιος ο πανικός, που όλοι είχαν πειστεί ότι μια δήλωση του Ρουβά ήταν ικανή να γυρίσει το “παιχνίδι”…».  

Ό,τι κι αν σκαρφιστεί το επιτελείο του «Ναι» πηγαίνει στραβά και ό,τι υποθετικά μπορούσε να βλάψει το «Όχι» περνάει εντελώς απαρατήρητο. «Από την Τετάρτη και μετά, δεν υπάρχει καμία αγωνία για το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Η μόνη αγωνία είναι για το “μετά” το δημοψήφισμα», επιβεβαιώνει ο άνθρωπος κοντά στο πρωθυπουργικό γραφείο του 2015. 

«Ήταν τέτοια η απελπισία των επιτελών του “Ναι”, που περίμεναν μια δήλωση του Ρουβά, σαν να ήταν τουλάχιστον ο Ντε Γκωλ».

Σε κάθε περίπτωση, όσο βαδίζουμε προς το τέλος της πιο βραχύβιας «προεκλογικής» περιόδου στην ιστορία της χώρας, το χάσμα επιρροής των δύο στρατοπέδων γίνεται ευδιάκριτο από «λεπτομέρειες». Η πιο χαρακτηριστική ήταν η διοργάνωση των δύο συγκεντρώσεων την ίδια μέρα, την Παρασκευή 3 Ιουλίου. Για τη συναυλία της καμπάνιας του «Όχι» στο Σύνταγμα υπάρχει υπερπροσφορά καλλιτεχνών για να συμμετάσχουν. «Αντί να τους παίρνουμε εμείς τηλέφωνο, μας έπαιρναν αυτοί», θυμάται ο συνεργάτης του Αλέξη Τσίπρα. Αντίθετα, στο στρατόπεδο του «Ναι» παρουσιάζεται δυστοκία για τα πάντα: για τους ομιλητές, τον παρουσιαστή, την παρουσία ή όχι ενεργών πολιτικών στη σκηνή. Για παρουσιαστή «ακούγονται» διάφορα ονόματα, ανάμεσά τους και του Νίκου Αλιάγα, ο οποίος θα εκφωνήσει τελικά ομιλία. Η κεντρική συγκέντρωση του «Ναι» μπροστά από το Παναθηναϊκό Στάδιο κινδυνεύει να μείνει χωρίς κεντρικό παρουσιαστή ύστερα από διαδοχικά «όχι». Τελικά τον ρόλο αναλαμβάνει ένας από τους φεϊσμπουκικούς πρωταγωνιστές του «Μένουμε Ευρώπη», αλλά άγνωστος στο ευρύ κοινό, ο πολιτικός μηχανικός Άγγελος Μπαρμπαλιός. Ένας «συναγωνιστής» του από τη Θεσσαλονίκη θυμάται από εκείνη την τελευταία ημέρα ένα στιγμιότυπο ενδεικτικό των συσχετισμών που είχαν διαμορφωθεί στην ελληνική κοινωνία. «Πάνω στην απελπισία μας τυπώσαμε με δική μας πρωτοβουλία μια σειρά από αφίσες που έγραφαν “ψηφίζουμε ναι, ανοίγουν οι τράπεζες”, τις οποίες πηγαίναμε και κολλούσαμε σε περιοχές της Θεσσαλονίκης κοντά σε τράπεζες και ΑΤΜ, μήπως επηρεάσουμε κάποιον ηλικιωμένο που ξεροστάλιαζε για να βγάλει τα 60 ευρώ που δικαιούνταν. Μετά μπαίναμε στο αυτοκίνητο και περιμέναμε αντιδράσεις. Στην καλύτερη περίπτωση επικρατούσε απόλυτη αδιαφορία. Στη χειρότερη τις έσκιζαν οι ίδιοι οι άνθρωποι που περίμεναν στην ουρά…». Ακόμα και ο λοιδορούμενος ως ο «μπον βιβέρ» της συγκέντρωσης του «Μένουμε Ευρώπη», που έγινε viral ποζάροντας με ένα ποτήρι Prosecco, αποδείχθηκε fake φιλοευρωπαϊστής. Λίγες μέρες νωρίτερα είχε βρεθεί σε συγκέντρωση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ… Όπως είχε δηλώσει στην εφημερίδα Αγορά, ήταν «δυσαρεστημένος πολιτικά και με τους μεν και με τους δε. «Γι’ αυτό κατέβηκα και στις δύο διαδηλώσεις. Και οι μεν και οι δε κατεβαίνουν στη διαδήλωση αν θίγεται το οικονομικό τους συμφέρον. Δεν υπάρχει ιδεολογία, ούτε οικονομική ούτε πολιτική. Ούτε “Μένουμε Ευρώπη”. Το θέμα είναι να μένουμε εραστές του ωραίου». Δέκα χρόνια μετά, θα μπορούσαμε να δούμε αυτή τη δήλωση ως μια απολιτίκ ωδή στις μικροχαρές μιας κανονικότητας που τόσο είχαμε νοσταλγήσει εκείνο το δύσκολο καλοκαίρι του 2015…

Πηγή

Tελευταία Nέα