Η σημερινή παρουσία του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στη συνάντηση στο Παρίσι των ηγετών που εκπροσωπούν τις χώρες της «συμμαχίας των προθύμων» να παρέχουν εγγυήσεις ασφαλείας στην Ουκρανία αποτελεί μία ακόμη ευκαιρία για την Ελλάδα να επαναλάβει τους όρους για τη συμμετοχή, αλλά και να παρακολουθεί από κοντά τις εξελίξεις στο συγκεκριμένο κρίσιμο θέμα.
Ο κ. Μητσοτάκης αναμένεται να επαναλάβει τον σαφή όρο που έχει θέσει εξαρχής η Αθήνα, δηλαδή τη συμμετοχή σε κάποια διεθνή δύναμη μόνο έπειτα από την υπογραφή συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός στην Ουκρανία.
Η όποια ελληνική δύναμη δεν πρόκειται να συμμετάσχει σε οποιαδήποτε επιχείρηση εντός ρωσικής επικράτειας, ενώ σε περίπτωση παραβίασης της συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός από τη Μόσχα, οι ελληνικές δυνάμεις θα επιστρέψουν άμεσα στην Ελλάδα.
Είναι κατανοητό ότι όλες αυτές οι θέσεις είναι διαμορφωμένες από την Αθήνα επί ενός σεναρίου το οποίο παραμένει έως αυτή τη στιγμή θεωρητικό.
Το ενδεχόμενο η αποστολή να γίνει υπό σημαία της Ε.Ε. έχει ουσιαστικά απομακρυνθεί έπειτα από τη σχετική άρνηση της Ρωσίας, αλλά και τη στάση κρατών-μελών όπως η Ουγγαρία.
Κατά την ελληνική αντίληψη η ανάπτυξη μιας δύναμης υπό την αιγίδα του ΟΗΕ ίσως ήταν η καλύτερη λύση, δεδομένου ότι στον οργανισμό συμμετέχουν όλα τα κράτη του κόσμου και, ως εκ τούτου, θα μπορούσαν να συμβάλουν με δυνάμεις που βρίσκονται και εκτός της αποκαλούμενης «συμμαχίας των προθύμων», χώρες από την Αφρική, τη Λατινική Αμερική ή την Ασία.

Σε περίπτωση που η συμφωνία προχωρήσει, δεν είναι ακόμη σαφές τι δυνάμεις θα στείλει η Ελλάδα. Εάν, δηλαδή, επιλεγεί η λύση της ανάπτυξης κάποιων στρατιωτών σε ουκρανικό έδαφος ή της συμμετοχής στο θαλάσσιο σκέλος της αποστολής στη Μαύρη Θάλασσα.
Η Αθήνα θα προτιμούσε τη συμμετοχή στο ναυτικό σκέλος λόγω και της φύσης της αποστολής. Ωστόσο, δεν είναι σαφές πόσο δυνατόν είναι αυτό, ειδικά εάν γίνει δεκτή η πρόταση της Τουρκίας να αναλάβει τη διοίκηση της δύναμης που θα περιπολεί στη θάλασσα.
Σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές της «Κ», η Τουρκία έχει επικαλεστεί τις προβλέψεις της Σύμβασης του Μοντρέ για το καθεστώς των Στενών, που επιτρέπουν πλήρη πρόσβαση στη Μαύρη Θάλασσα μόνο για τα παράκτια κράτη (τα υπόλοιπα με χρονικούς περιορισμούς), και έχει προτείνει να αναλάβει τη διοίκηση της θαλάσσιας δύναμης σε συνεργασία με τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία.
Η Ελλάδα θα μετάσχει σε διεθνή δύναμη εκτός ρωσικού εδάφους και μόνον εάν υπάρξει εκεχειρία – Θα αποχωρήσει σε περίπτωση επανέναρξης των εχθροπραξιών.
Προσεκτική διαχείριση
Η πολύ προσεκτική διαχείριση που κάνει η Αθήνα στο συγκεκριμένο ζήτημα συνδέεται αφενός με την ανάγκη η Ελλάδα να είναι παρούσα στο πεδίο των εξελίξεων, αφετέρου να το κάνει με τρόπο που θα διασφαλίζει τα εθνικά συμφέροντα και τις ζωές των Ελλήνων στρατιωτικών, που μπορεί να κληθούν να φορέσουν το εθνόσημο στην Ουκρανία.
Μια ενδιαφέρουσα, συχνά υποτιμημένη λεπτομέρεια, είναι η ίδια η φύση της αποστολής. Δεδομένου ότι η Ουκρανία βρίσκεται εκτός ΝΑΤΟ, πιθανό ατύχημα ή αναζωπύρωση των συγκρούσεων που θα κατέληγε σε τραυματισμό ή απώλεια ζωής στρατιωτικού τρίτου κράτους σε περιοχή που θα είναι ανεπτυγμένες οι ειρηνευτικές δυνάμεις, δεν καλύπτεται από κάποια συλλογική πρόβλεψη, αλλά θα βρεθεί στο τραπέζι ως αντικείμενο συζήτησης με τις ρωσικές ή τις ουκρανικές αρχές.

Ως εκ τούτου, είναι απολύτως σαφές ότι σε μια μελλοντική επιχείρηση έχει πολύ μεγάλη σημασία η γεωγραφική περιοχή στην οποία θα αναπτυχθεί μια ελληνική δύναμη. Θα είναι, για παράδειγμα, εντελώς διαφορετική η κατάσταση στη γραμμή επαφής ρωσικών και ουκρανικών δυνάμεων στα ανατολικά της Ουκρανίας σε σύγκριση με εκείνη στα περίχωρα του Κιέβου, του Λβιβ ή του λιμένα της Οδησσού.
Στο πλαίσιο της συμμετοχής στις εξελίξεις, έστω και σε διαφορετική ταχύτητα, περιλαμβάνεται και η απόφαση για ελληνική συμμετοχή στον σχεδιασμό της αποστολής, ήδη από την περασμένη εβδομάδα (σε επίπεδο ταξιάρχου).