Η πρόοδος που κατακτήθηκε με αγώνες δεκαετιών όσον αφορά τη μείωση της θνησιμότητας των παιδιών κάτω των πέντε ετών σε παγκόσμια κλίμακα ενδέχεται να σταματήσει, ή ακόμη χειρότερα ν’ αντιστραφεί, εξαιτίας των περικοπών στη διεθνή βοήθεια, προειδοποίησε χθες Δευτέρα με έκθεση που δημοσιοποίησε ο ΟΗΕ (φωτογραφία, επάνω, από unicef.org/Dejongh).
Η ετήσια έκθεση, που εκπονείται από τη UNICEF, τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) και την Παγκόσμια Τράπεζα, δεν αναφέρεται ονομαστικά στις ΗΠΑ.
«Διατρέχουμε κίνδυνο να δούμε την αντιστροφή προόδων που κατακτήθηκαν με σκληρούς αγώνες»
Ομως δίνεται στη δημοσιότητα μερικές εβδομάδες αφού η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ έκανε γνωστό πως προχωρά στην κατάργηση των περισσότερων από τα προγράμματα της αμερικανικής υπηρεσίας διεθνούς αναπτυξιακής βοήθειας, της USAID, που διέθετε ετήσιο προϋπολογισμό 42,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
«Η παγκόσμια υγειονομική κοινότητα ουδέποτε ήταν πιο ανήσυχη», τόνισε στο Γαλλικό Πρακτορείο η Φούζια Σαφίκ, αξιωματούχος αρμόδια για ζητήματα υγείας στη UNICEF.
Το 2023, η θνησιμότητα των παιδιών κάτω των 5 ετών συνέχισε να μειώνεται, με 4,8 εκατομμύρια θανάτους, συμπεριλαμβανομένων 2,3 εκατ. νεογέννητων ηλικίας μικρότερης του ένα μήνα, σύμφωνα με την έκθεση.
Μετά τη μείωσή του για πρώτη φορά το 2022 κάτω από το φράγμα των 5 εκατ., το νέο ιστορικό χαμηλό σηματοδοτεί μείωση κατά 52% από το 2000. Αλλά ακόμη κι έτσι, πρόκειται για φοβερό αριθμό, επέμεινε η κυρία Σαφίκ.
Εξάλλου από το 2015 η πρόοδος άρχισε να επιβραδύνεται, κάτι που επιτάθηκε λόγω της ανακατεύθυνσης κεφαλαίων για χρόνια στην αντιμετώπιση της πανδημίας του νέου κορονοϊού. Και αυτό πιθανόν δεν ήταν παρά μόνο η αρχή.
«Αναζωπύρωση των θανάτων»
«Χωρίς τις σωστές πολιτικές επιλογές και επαρκείς επενδύσεις, διατρέχουμε κίνδυνο να δούμε την αντιστροφή προόδων που κατακτήθηκαν με σκληρούς αγώνες», προειδοποίησε η εκτελεστική διευθύντρια της UNICEF, η Κάθριν Ράσελ. «Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε να γίνει αυτό», πρόσθεσε.
Οι συνέπειες των περικοπών της χρηματοδότησης, προειδοποιεί η έκθεση, θα είναι βαρύτερες εκεί όπου οι δείκτες θνησιμότητας ήταν ήδη οι υψηλότεροι: στην υποσαχάρια Αφρική και στη νότια Ασία.
«Για να το πούμε απλά, αν δεν συνεχιστεί η υποστήριξη ζωτικών υπηρεσιών, πολλές χώρες μπορούν να περιμένουν αναζωπύρωση των θανάτων νεογέννητων και παιδιών», τόνισε.
Ορισμένες συνέπειες έχουν ήδη αρχίσει να γίνονται αισθητές: ελλείψεις ιατρικού προσωπικού, κλείσιμο κλινικών, προβλήματα σε προγράμματα εμβολιασμού, έλλειψη φαρμάκων, ειδικά κατά της ελονοσίας.
Οπως για παράδειγμα στην Αιθιοπία, όπου η νόσος αυτή μαίνεται το τρέχον διάστημα, τονίζει η Φούζια Σαφίκ του Ταμείου των Ηνωμένων Εθνών για την Παιδική Ηλικία. Ομως η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη μ’ έλλειψη διαγωνιστικών τεστ, δεν διαθέτει κουνουπιέρες περασμένες με εντομοκτόνα ούτε μέσα για εκστρατείες εξάλειψης των κουνουπιών, εξήγησε.
Η «σπαρακτική εμπειρία»
Χωριστή έκθεση των ίδιων υπηρεσιών εκφράζει ταυτόχρονα ανησυχία για τη στασιμότητα όσον αφορά τον «ρυθμό θνησιγένειας», τους θανάτους μωρών έπειτα από 28 εβδομάδες κύησης, πριν την κύηση ή κατά τη διάρκειά της, που έφθασαν τους 1,9 εκατ. το 2023.
«Κάθε μέρα, πάνω από 5.000 υφίστανται τη σπαρακτική εμπειρία της γέννησης μωρού που είναι νεκρό», τονίζεται στο έγγραφο.
Με συστηματική ιατρική παρακολούθηση και θεραπεία κατά την κύηση θα μπορούσε να αποφευχθεί μεγάλος αριθμός αυτών των θανάτων, όπως και παιδιών που γεννήθηκαν πρόωρα και είναι εξαιρετικά ευάλωτα.
Οι θάνατοι πολύ μικρών παιδιών θα μπορούσαν να περιοριστούν ευρύτερα με τον αγώνα εναντίον ιάσιμων ασθενειών όπως η πνευμονία ή η διάρροια.
«Από τον αγώνα εναντίον της ελονοσίας ως την πρόληψη των θνησιγενειών, περνώντας από την παροχή φροντίδας για τα μικρότερα παιδιά, μπορούμε να κάνουμε τη διαφορά για εκατομμύρια οικογένειες», διαβεβαίωσε ο γενικός διευθυντής του ΠΟΥ Τέντρος Αντανόμ Γκεμπρεέσους.
Πηγή: ΑΠΕ