«Βαθύ κράτος», «χρόνια παθογένεια», «συστημικό πρόβλημα», «πελατειασμός»: η ζαργκόν της ενδοσκοπικής αυτοανάλυσης ήταν μέχρι πρόσφατα ένα εργαλείο των μελετητών της ελληνικής κρίσης, εκείνων που τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια ερευνούν από διακριτική επιστημονική ή δημοσιογραφική απόσταση τη δυσλειτουργία του κρατικού μηχανισμού και την αποδίδουν σε ορισμένα γνωρίσματα υπαρξιακού τύπου, που μας περιγράφουν σχεδόν συνολικά. Το κράτος είναι τεράστιο, αχανές και ανεξέλεγκτο – του λείπει η οργάνωση· κανείς δεν θέλει να το μεταρρυθμίσει επειδή το πολιτικό κόστος είναι αβάσταχτο· η ελληνική παραγωγικότητα είναι μηδαμινή, γι’ αυτό και η εθνική οικονομία στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στο ουρανοκατέβατο χρήμα. Με την παρέλευση των ετών, οι παραδοχές αυτές έχουν ξεφύγει από τη γλώσσα των αναλυτών κι έχουν εμφιλοχωρήσει στο οπλοστάσιο των πολιτικών. Ετσι, αντί να χαράξουν πολιτικές για την υπέρβαση των δεινών μας, οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποί μας απλώς χρησιμοποιούν το λεξιλόγιο των αναλυτών για να μας ενημερώσουν πόσο δύσκολη είναι η δουλειά που δεν κάνουν.
Διαπιστώνοντας το προφανές
Η στάση της κυβέρνησης στην υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ θυμίζει όσους ξεπατικώνουν ορολογία και στυλ ψυχολόγων, και αραδιάζουν καταγγελτικά το ένα κλισέ μετά το άλλο (βλ. «τοξικούς ανθρώπους», «κακοποιητικές συμπεριφορές», «χειριστικές προσωπικότητες» κ.λπ.) με την ελπίδα να κρύψουν πως ενσαρκώνουν ό,τι καταγγέλλουν. Κατά τον ίδιο τρόπο, το στρατόπεδο της Ν.Δ. αντιμετωπίζει τη διασπάθιση ευρωπαϊκού χρήματος σαν να την παρακολουθεί με την ιδιότητα του εξωτερικού παρατηρητή· σαν μια ΜΚΟ που έχει όλα τα μέσα να περιγράψει αυτό που βλέπει, αλλά δυστυχώς καμία επίδραση στην ουσία του. Πολύ ωραίες οι διαπιστώσεις του πρωθυπουργού ότι η κυβέρνησή του απέτυχε να ανατάξει το σύστημα των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων, όμως η δουλειά του πρωθυπουργού δεν είναι να διαπιστώνει προβλήματα και αποτυχίες. Εχει περάσει καιρός από τότε που ο πήχυς ήταν τόσο χαμηλά, ώστε να αρκούν λίγες κουβέντες ειλικρίνειας για να αντισταθμίσουν την ευρύτερη ανεπάρκεια. Εν προκειμένω, σημασία έχει η αδράνεια και το κόστος της, όχι η διαπιστωτική δεινότητα.
Ενδόρρηξη
Δεν είναι, όμως, μόνο η κρατική ολιγωρία αυτό που προκαλεί προβληματισμό. Είναι και η ενεργή, παραθεσμική συμμετοχή των κρατικών λειτουργών στο όργιο διαφθοράς. Η (αρκετά επιεικής) απαίτηση, λοιπόν, να επιστραφούν οι παρανόμως εισπραχθείσες επιδοτήσεις και να αποκατασταθεί το σύστημα είναι μόνο ένα σκέλος του πολιτικού ζητουμένου το οποίο, από μόνο του, δεν εγγυάται πως ό,τι συνέβη δεν θα επαναληφθεί. Αλλωστε, λεφτά που δόθηκαν με τις ευλογίες του κράτους είναι πολύ δύσκολο να γυρίσουν στο κράτος, ενώ ένα σύστημα που μάλλον ποτέ δεν λειτούργησε σωστά, δεν εξορθολογίζεται με το πάτημα ενός κουμπιού. Σημαντικότερο είναι να διερευνηθεί το θέμα σε επίπεδο συγκεκριμένων προσώπων και συγκεκριμένων πράξεων. Η αποκάλυψη των παρακμιακών συνομιλιών παραγόντων και παραγοντίσκων με χρηματικές αξιώσεις και πρόσβαση στην εξουσία είναι μόνον η αρχή. Πώς κατάφεραν όλοι αυτοί να διεκδικήσουν ευρωπαϊκούς πόρους σαν να πρόκειται για την κληρονομιά του πατέρα τους;
Διαπλοκή με κάλυψη
Οι αναφορές των εμπλεκομένων σε γνωστά πολιτικά πρόσωπα είναι η μικρότερη ένδειξη ανάμειξης των τελευταίων. Για όποιον ερευνά το ζήτημα επί της ουσίας μπορεί να είναι και περιττές. Το πιο σημαντικό στοιχείο των συνομιλιών, που καθιστά και βέβαιη την πολιτική εμπλοκή, είναι η άνεση με την οποία οι διαμεσολαβητές οργανώνουν τη δραστηριότητά τους. Πώς θα μπορούσαν να το κάνουν χωρίς πολιτική κάλυψη; Πώς είναι δυνατόν να εξετάζουν μεθόδους θωράκισης του σχεδίου τους από τους θεσμικούς ελέγχους αν δεν γνωρίζουν από θεσμικά πρόσωπα ότι επίκειται έλεγχος; Εκτός αν πρέπει να πιστέψουμε ότι μια τόσο εκτεταμένη επιχείρηση διασποράς ευρωπαϊκών κονδυλίων σε μη δικαιούχους πραγματοποιήθηκε χάρη στη σατανική εξυπνάδα των μη δικαιούχων. Εκτός αν καλούμαστε να αποδεχθούμε ότι τα ρουσφέτια έγιναν ξαφνικά μονομερείς πράξεις. Θα μπορούσε αυτό να ισχύει; Αιτήσεις να εγκρίνονται και επιδοτήσεις να «τρέχουν» κατά παράβαση του νόμου, χωρίς να το γνωρίζουν οι επιφορτισμένοι με την υποχρέωση τήρησης της νομιμότητας;
Κόμμα και κοινωνία
Για κάθε πολίτη που βλέπει την πραγματικότητα χωρίς κομματικά γυαλιά, το επιχείρημα που ορίζει την κρατική δυσλειτουργία ως προϊόν συλλογικής και διαχρονικής απαξίας, άρα ως κάτι μη καταλογίσιμο, έχει μπαγιατέψει. Για ό,τι συμβαίνει υπό τη διακυβέρνηση της Ν.Δ. ευθύνεται η κυβέρνηση της Ν.Δ., ανεξάρτητα από το τι προηγήθηκε, ποιο καθεστώς είχε προλάβει να διαμορφωθεί, ποια ήθη και ποιες συνήθειες διέπουν την ελληνική δημόσια διοίκηση εν γένει. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, πως η κομματική διάσταση του σκανδάλου του ΟΠΕΚΕΠΕ δεν απηχεί μια υπερκομματική κοινωνική τάση. Αν το πελατειακό σύστημα ήταν υπόθεση μιας παράταξης, δεν θα ήταν σύστημα· η παράταξη θα καταψηφιζόταν και το κράτος θα γινόταν ξαφνικά αξιοκρατικό. Το πρόβλημα είναι μαζικότερο γιατί αφορά ταυτόχρονα το πολιτικό σύστημα και τους πολίτες. Δεν έχουν, όμως, και οι δύο πλευρές το ίδιο μερίδιο ευθύνης: Οι έντιμοι πολίτες δεν έχουν τη δύναμη να πατάξουν τους διαπλεκόμενους πολίτες. Τα υγιή μέρη του πολιτικού συστήματος, όμως, και μπορούν και οφείλουν να πατάξουν τα άρρωστα. Οσο δεν το κάνουν, μολύνονται λίγο λίγο και αυτά.