Η σκηνή είναι γνώριμη σε πολλούς: Ένας άντρας επιστρέφει από μια εξουθενωτική μέρα στη δουλειά. Έχει συγκρατήσει τον θυμό του μπροστά στον αυταρχικό προϊστάμενο, έχει καταπιεί το παράπονο όταν οι κόποι του υποτιμήθηκαν, έχει παραμείνει “επαγγελματίας”. Και μόλις ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του, ένα αθώο σχόλιο της συντρόφου του για το φαγητό λειτουργεί σαν σπίθα. Η φωνή του υψώνεται. Ο τόνος γίνεται κοφτός, παγωμένος. Κάτι ξεσπά. Κάτι που δεν έχει να κάνει πραγματικά με εκείνη.
Σε άλλες περιπτώσεις, μια μητέρα που έχει νιώσει απόρριψη από τον σύντροφό της, φωνάζει στο παιδί της επειδή δεν φόρεσε τις παντόφλες του. Ένας εργαζόμενος, απογοητευμένος από την έλλειψη αναγνώρισης, ειρωνεύεται έναν συνάδελφο για ένα λάθος χωρίς σημασία.
Advertisment
Σε κάθε μία από αυτές τις στιγμές, ο θυμός δεν απευθύνεται στον πραγματικό του στόχο. Ο “άλλος” — αυτός που πυροδότησε το συναίσθημα — παραμένει στο απυρόβλητο. Και ο «ασφαλής» άνθρωπος, ο ανίσχυρος, εκείνος που αγαπάμε και θεωρούμε δεδομένο, μετατρέπεται σε αποδέκτη ενός φορτίου που δεν του ανήκει.
Το φαινόμενο αυτό είναι ψυχολογική στρατηγική και το όνομά του είναι μετάθεση.
Η μετάθεση ως αμυντικός μηχανισμός: Πώς και γιατί συμβαίνει
Στην ψυχανάλυση, ο όρος “μετάθεση” (displacement) περιγράφει έναν αμυντικό μηχανισμό μέσω του οποίου το άτομο μεταφέρει συναισθήματα, παρορμήσεις ή συγκρούσεις από μια απειλητική πηγή σε έναν πιο ακίνδυνο στόχο. Ο Sigmund Freud, ο πρώτος που περιέγραψε το φαινόμενο, πίστευε ότι οι αμυντικοί μηχανισμοί είναι απαραίτητοι για τη διατήρηση της ψυχικής ισορροπίας του εγώ. Η Anna Freud, στην κλασική της μελέτη The Ego and the Mechanisms of Defence (1936), υπογράμμισε ότι η μετάθεση σχετίζεται με καταστάσεις στις οποίες το άτομο δεν μπορεί να εκφράσει ανοιχτά την επιθετικότητά του χωρίς συνέπειες.
Advertisment
Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι ο θυμός που δεν μπορεί να εκφραστεί προς μια εξουσία, έναν επικριτικό γονέα ή έναν σύντροφο που μας απειλεί συναισθηματικά, στρέφεται αλλού. Σε πρόσωπα που θεωρούμε “ανεκτικά”, “με κατανόηση” ή απλώς “εύκολους στόχους”.
Η μετάθεση λειτουργεί ως ασφάλεια. Μας προστατεύει από τη ρήξη, από την απόρριψη, από την απειλή. Όμως, μακροπρόθεσμα, διαστρεβλώνει την επικοινωνία και υπονομεύει τις σχέσεις. Γιατί τα σωστά συναισθήματα δεν φτάνουν ποτέ στον σωστό παραλήπτη.
Στη σύγχρονη ψυχολογία, η μετάθεση κατατάσσεται στους νευρωτικούς αμυντικούς μηχανισμούς, δηλαδή σε εκείνους που χρησιμοποιούνται συχνά από λειτουργικά άτομα, αλλά όταν γίνονται χρόνιοι, δυσχεραίνουν την ουσιαστική επεξεργασία του συναισθήματος (Vaillant, 1992).
Το συναισθηματικό κόστος για εμάς και για τους άλλους
Η μετάθεση έχει συνέπειες που δεν φαίνονται αμέσως. Από τη μία πλευρά, δημιουργεί σύγχυση και αίσθηση αδικίας στον αποδέκτη. Ο άλλος δεν καταλαβαίνει γιατί έγινε στόχος και αρχίζει να αμύνεται ή να απομακρύνεται. Από την άλλη, ο άνθρωπος που εκτονώνεται μέσω της μετάθεσης δεν λυτρώνεται πραγματικά. Αντιθέτως, συχνά βιώνει τύψεις, ενοχές και έναν εσωτερικό διχασμό: “Δεν ήθελα να το πω έτσι”, “Δεν ήταν δικό του το λάθος”, “Νιώθω απαίσια που φώναξα”.
Η συναισθηματική ζημιά γίνεται κυρίως στις κοντινές σχέσεις. Η οικειότητα παύει να είναι χώρος ασφαλής και γίνεται χώρος προβολής. Οι λέξεις σκληραίνουν, η κατανόηση μειώνεται, και οι επαναλαμβανόμενες “παρεξηγήσεις” γίνονται συμπτώματα βαθύτερης ασυμφωνίας.
Ακόμα χειρότερα, η συνεχής μετάθεση μας απομακρύνει από την πηγή του πόνου. Αν ξεσπάμε αλλού, δεν αντιμετωπίζουμε ποτέ αυτό που μας πονάει στ’ αλήθεια. Παραμένουμε εγκλωβισμένοι σε έναν φαύλο κύκλο συναισθηματικής εκτόνωσης χωρίς ουσιαστική επίλυση.
Όπως σημειώνει ο Daniel Goleman στο έργο του Emotional Intelligence (1995), η αποτυχία αναγνώρισης και διαχείρισης των συναισθημάτων οδηγεί σε βλαπτικά μοτίβα επικοινωνίας και αποδυναμώνει τη συναισθηματική μας νοημοσύνη, δηλαδή την ικανότητα να σχετιζόμαστε με ενσυναίσθηση και αυθεντικότητα.
Από τη μετάθεση στην επίγνωση
Η κατανόηση της μετάθεσης δεν είναι εύκολη, γιατί λειτουργεί σχεδόν αυτόματα. Όμως, η αναγνώριση της στιγμής που το συναίσθημα μετατοπίζεται — και δεν απευθύνεται εκεί που ανήκει — είναι ένα πρώτο βήμα προς την αυθεντικότητα.
Μια χρήσιμη ερώτηση είναι: «Αυτό που με εκνευρίζει τώρα, είναι αυτό που συνέβη εδώ και τώρα, ή κάτι που κουβαλούσα ήδη;»
Αν το συναίσθημα μοιάζει δυσανάλογο με την αφορμή, πιθανότατα είναι αποτέλεσμα μετάθεσης.
Η θεραπευτική διαδικασία βοηθά στο να εντοπίσουμε αυτές τις εσωτερικές μετατοπίσεις. Η ψυχοδυναμική ψυχοθεραπεία συγκεκριμένα, προσπαθεί να φέρει στο φως τα ασυνείδητα μοτίβα που καθορίζουν τις συμπεριφορές μας. Όπως παρατηρεί ο Glen Gabbard (2000), η συνειδητή αναγνώριση των αμυντικών μηχανισμών αποτελεί σημαντικό κομμάτι της συναισθηματικής ωρίμανσης.
Στην καθημερινότητα, μπορούμε να δοκιμάσουμε κάτι πιο απλό. Να εκφράσουμε το ευάλωτο συναίσθημα που βρίσκεται πίσω από την ένταση — αντί να επιτρέψουμε στην ένταση να μιλήσει για εμάς. Να πούμε: «Νιώθω πνιγμένος στη δουλειά και με τρομάζει που δεν το βλέπεις.», αντί να υψώσουμε τη φωνή. Η συναισθηματική αλήθεια δεν χρειάζεται να είναι τέλεια. Χρειάζεται μόνο να είναι δική μας.
Και όταν καταλαβαίνουμε πως πληγώσαμε κάποιον που αγαπάμε, δεν ζητάμε συγγνώμη μόνο για να “διορθώσουμε” την πράξη, αλλά για να φροντίσουμε αυτό που πλήξαμε: τον σεβασμό, τη φροντίδα, την εγγύτητα.
Η μετάθεση είναι ανθρώπινη και οι σχέσεις δεν έχουν ανάγκη από τελειότητα, αλλά από ειλικρίνεια που δεν φοβάται να ζητήσει συγγνώμη.
Πηγές
- Freud, A. (1936). The Ego and the Mechanisms of Defence. London: Hogarth Press.
- Vaillant, G. E. (1992). Ego Mechanisms of Defense: A Guide for Clinicians and Researchers. Washington, DC: American Psychiatric Press.
- American Psychiatric Association. (2013). Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders (5th ed.). Arlington, VA: APA.
- Cramer, P. (2006). Protecting the Self: Defense Mechanisms in Action. New York: Guilford Press.
- Goleman, D. (1995). Emotional Intelligence: Why It Can Matter More Than IQ. New York: Bantam.
- Greenberg, L. S., & Paivio, S. C. (1997). Working with Emotions in Psychotherapy. New York: Guilford Press.
- Baumeister, R. F., Bratslavsky, E., Muraven, M., & Tice, D. M. (1998). Ego depletion: Is the active self a limited resource? Journal of Personality and Social Psychology, 74(5), 1252–1265.

