Ο υπουργός Άμυνας της Γερμανίας, Μπόρις Πιστόριους λογαριάζει στη συνέχιση της υποστήριξης της κυβέρνησης των ΗΠΑ στην Ουκρανία ώστε να συνεχίσει να αμύνεται έναντι της Ρωσίας κι επιμένει πως ο πόλεμος δεν αφορά μόνο την επιβίωση της χώρας, αλλά την ασφάλεια της Ευρώπης στο σύνολό της.
Ο Πιστόριους επισήμανε ότι η κατάπαυση πυρός που αναγγέλθηκε το Πάσχα δεν τηρήθηκε
Σε δηλώσεις του στο RTL/ntv χθες Δευτέρα, ο Πιστόριους επιχειρηματολόγησε πως η ασφάλεια της Ευρώπης είχε διαχρονικά «κεφαλαιώδη σημασία» για τις ΗΠΑ μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και πιστεύει ότι συνεχίζει να έχει.
Ερωτηθείς για το ενδεχόμενο η Ουάσιγκτον να μειώσει δραστικά τη στρατιωτική και οικονομική υποστήριξή της στο Κίεβο, ο σοσιαλδημοκράτης υπουργός Άμυνας της απερχόμενης κυβέρνησης τόνισε πως «θα κάνουμε το παν εντός των δυνάμεών μας για να το αντισταθμίσουμε αυτό, αλλά πρώτα θα κάνουμε εκστρατεία προκειμένου οι Αμερικανοί να παραμείνουν» στο πλευρό του ουκρανικού στρατού.
Αντιμετώπισε με δυσπιστία τη μονομερή κατάπαυση πυρός από τη Ρωσία
Εξάλλου ο Μπόρις Πιστόριους αντιμετώπισε με δυσπιστία την κατάπαυση του πυρός από την 8η ως τη 10η Μαΐου που ανήγγειλε μονομερώς ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν, ώστε να συμπέσει με την 80ή επέτειο από τη νίκη επί της ναζιστικής Γερμανίας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η πρόσφατη εμπειρία έδειξε πως τέτοιες δηλώσεις δεν σημαίνουν και πολλά, έκρινε, όπως αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Σημείωσε πως η κατάπαυση του πυρός που αναγγέλθηκε το Πάσχα δεν τηρήθηκε.
«Ανακοίνωσε τώρα άλλη μια. Ας δούμε αν κρατήσει, ειδικά ως προς τις επιθέσεις εναντίον υποδομών και του πληθυσμού στις πόλεις».
Εξάλλου, ο Πιστόριους συνέκρινε την πρόταση που φέρεται να έκανε πρόσφατα η αμερικανική πλευρά στην ουκρανική για τη σύναψη ειρηνευτικής συμφωνίας ισοδυναμεί με de facto ουκρανική παράδοση, εγκατάλειψη του στόχου για την ένταξή της στο NATO και χωρίς επαρκείς εγγυήσεις ασφαλείας.
Ο υπουργός Άμυνας της Γερμανίας ανέφερε πως είχαν γίνει υποσχέσεις για εγγυήσεις ασφαλείας για την Ουκρανία δυο φορές στο παρελθόν, αναφερόμενος στο μνημόνιο της Βουδαπέστης (1994) και στις συμφωνίες του Μινσκ (2015), κρίνοντας πως αποδείχτηκαν αναποτελεσματικές.