Αισθητή επιδείνωση με απόκλιση από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο παρουσιάζει ο μέσος μισθός στη χώρα μας (σε όρους αγοραστικής δύναμης), αντικατοπτρίζοντας την επίδραση της πολυετούς οικονομικής κρίσης και την ασθενική επενδυτική δραστηριότητα.
Oπως προκύπτει από τα στοιχεία που επεξεργάστηκε το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) στην έκδοσή του «Οικονομικές Εξελίξεις», μεταξύ των 237 περιφερειών του δείγματος των χωρών της ΕΕ-27, οι ελληνικές περιφέρειες καταλήγουν να καταλαμβάνουν τις τελευταίες θέσεις στον μέσο μισθό.
Κατά μέσο όρο, μεταξύ του 2009 και του 2022, οι περιφέρειες της ελληνικής επικράτειας έχουν υποβαθμιστεί κατά περίπου 40 θέσεις.
Σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, το 2009 η περιφέρεια Αττικής ξεχώριζε ελαφρώς από τον εθνικό μέσο όρο, αλλά συνολικά η χώρα βρισκόταν στην κατηγορία 60–90, με τάσεις σύγκλισης προς το άνω άκρο. Έκτοτε, η πορεία της μισθολογικής σύγκλισης έχει ανατραπεί. Το 2022, η μισθολογική κατάσταση των ελληνικών περιφερειών έχει επιδεινωθεί αισθητά και αποκλίνουν από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Η Αττική συνεχίζει να εμφανίζει καλύτερους μισθούς σε σχέση με την υπόλοιπη χώρα, αλλά δεν καταφέρνει να συγκλίνει με τα μεγάλα μητροπολιτικά κέντρα της Δυτικής Ευρώπης, ούτε καν με τις κυριότερες πόλεις της Ανατολικής Ευρώπης οι οποίες στην κατάταξη του 2022 έχουν βελτιωθεί σημαντικά και την έχουν ξεπεράσει.
Αυτό οφείλεται στη μακροχρόνια συγκράτηση των μισθών που επιβλήθηκε από τις πολιτικές οικονομικής προσαρμογής, σε αντίθεση με τις περιφέρειες της Ανατολικής Ευρώπης που μοιάζουν να ενσωματώνονται πιο αποτελεσματικά στις ανάγκες των διεθνών αγορών.
Οι περιφέρειες με υψηλή συγκέντρωση βιομηχανικής δραστηριότητας, τεχνολογίας, έρευνας και υπηρεσιών υψηλής ειδίκευσης εμφανίζουν σαφώς υψηλότερους μέσους μισθούς. Αντίθετα, οι περιοχές με εξάρτηση στον τουρισμό ή σε υπηρεσίες χαμηλών δεξιοτήτων τείνουν να κινούνται σε υποδεέστερα μισθολογικά επίπεδα.
Οι μισθολογικές ανισότητες έχουν, επίσης, σημαντικές κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις. Σημαντικές διαφορές των αμοιβών των εργαζομένων τροφοδοτούν εσωτερική μετανάστευση από τις φτωχότερες στις πλουσιότερες περιφέρειες, δημιουργούν πιέσεις σε αστικές περιοχές και επιτείνουν την πληθυσμιακή αποψίλωση των φτωχότερων περιφερειών (ή και χωρών).
Οι περιφέρειες της Ανατολικής Ευρώπης, ενώ το 2009 κατέγραφαν μισθούς στο 60–90, όπως η Βαρσοβία, η Πράγα, η Μπρατισλάβα και η Βουδαπέστη, το 2022 έχουν ανέβει στις κατηγορίες 100–130, ακολουθώντας την αναπτυξιακή τροχιά των οικονομιών τους.
Η Τσεχία και η Σλοβακία, για παράδειγμα, δείχνουν μια σαφή άνοδο χάρη στη βιομηχανική τους ενσωμάτωση στις διεθνείς αλυσίδες αξίας της Κεντρικής Ευρώπης, ενώ η Πολωνία και η Ρουμανία παρουσιάζουν μερική βελτίωση, ιδίως στις πρωτεύουσες και στα μεγάλα αστικά τους κέντρα.
Το 2009 το «κέντρο» της Δυτικής και Κεντρικής Ευρώπης εμφανίζει σαφώς υψηλότερους μισθούς σε περιφέρειες όπως το Λουξεμβούργο, η Ιλ-ντε-Φρανς (Παρίσι), οι Βρυξέλλες, η Ολλανδία και οι νοτιοδυτικές περιφέρειες της Γερμανίας, οι οποίες κινούνταν στο 180–210 του ευρωπαϊκού μέσου όρου (100).
Αντίθετα, μεγάλο τμήμα της Ανατολικής Ευρώπης (Ρουμανία, Βουλγαρία, Βαλτικές χώρες) κινούνταν κάτω από το 60–90, ενώ ο ευρωπαϊκός Νότος (Ισπανία, Πορτογαλία, Νότια Ιταλία και Ελλάδα) υπολειπόταν του μέσου όρου, με λίγες εξαιρέσεις μητροπολιτικών κέντρων.