Η απόλυση δημοσίου υπαλλήλου προβλέπεται και από την υφιστάμενη νομοθεσία. Ωστόσο, η διαδικασία που ακολουθείται είναι χρονοβόρα, διοικητικά δύσκολη και εμπεριέχει πολλαπλά φίλτρα, με αποτέλεσμα τελικά ελάχιστοι δημόσιοι υπάλληλοι να απολύονται, και όχι για λόγους αποδοτικότητας, αλλά γιατί έχουν τελέσει μια αξιόποινη πράξη. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει στέλεχος του υπουργείου Εσωτερικών, «η διαδικασία της απόλυσης δεν είναι κάτι που δεν εφαρμόζεται και σήμερα. Ωστόσο, ο τρόπος που προβλέπεται κάτι τέτοιο στη νομοθεσία δεν είναι σαφής και έτσι πάντα τίθεται το θέμα της ερμηνείας κατά περίπτωση».
Στο ν/σ εισάγεται για πρώτη φορά ως παράπτωμα παραπομπής στο πειθαρχικό συμβούλιο η άρνηση συμμετοχής στην αξιολόγηση είτε ως αξιολογητής είτε ως αξιολογούμενος.
Η δήλωση του πρωθυπουργού χθες στον ΣΚΑΪ, που ανοίγει το ζήτημα της άρσης της μονιμότητας, συνδέει άμεσα την ενδεχόμενη απόλυση ή τη δυνατότητα επαγγελματικής και οικονομικής ανέλιξης με την αποδοτικότητα των υπαλλήλων, σημειώνει η ίδια πηγή. Από το 2019 έως σήμερα υπολογίζεται ότι έχουν απολυθεί περίπου 1.000 δημόσιοι υπάλληλοι. Οι περισσότεροι έχουν καταδικαστεί για κακουργηματικές πράξεις. Επίσης, απολύσεις έχουν γίνει και για σοβαρή απείθεια ή αδικαιολόγητη αποχή από τα καθήκοντά τους ή απρεπή συμπεριφορά εν ώρα υπηρεσίας.

Το σχέδιο νόμου για την αναμόρφωση του πειθαρχικού δικαίου των δημοσίων υπαλλήλων που παρουσιάζει η «Κ», και αναμένεται να δοθεί σε διαβούλευση τις επόμενες ημέρες, προβλέπει τη ριζική αναμόρφωση των πειθαρχικών οργάνων ώστε η πειθαρχική δικαιοσύνη να αποδίδεται πιο γρήγορα και πιο αποδοτικά για τη λειτουργία του κράτους. Σύμφωνα με στοιχεία του υπ. Εσωτερικών, αυτή τη στιγμή περισσότερες από 2.500 πειθαρχικές υποθέσεις εκκρεμούν σε 90 πειθαρχικά συμβούλια του Δημοσίου. Σε πολλές περιπτώσεις, η ολοκλήρωση των διαδικασιών μπορεί να ξεπεράσει τα πέντε χρόνια. Ο βασικότερος λόγος των καθυστερήσεων είναι το γεγονός ότι στα πειθαρχικά συμβούλια προεδρεύουν δικαστές οι οποίοι είναι ενεργοί, με πολλά παράλληλα καθήκοντα, και οι συνεδριάσεις των πειθαρχικών πραγματοποιούνται «όποτε υπάρχει χρόνος».

Στο νομοσχέδιο εισάγεται για πρώτη φορά ως παράπτωμα παραπομπής στο πειθαρχικό συμβούλιο η άρνηση συμμετοχής στην αξιολόγηση είτε ως αξιολογητής είτε ως αξιολογούμενος. Μάλιστα, το συγκεκριμένο παράπτωμα αποτελεί λόγο απόλυσης εφόσον ο υπάλληλος αρνηθεί να λάβει μέρος στη διαδικασία για δύο συνεχόμενες αξιολογικές περιόδους. Στο νομοσχέδιο αναφέρεται: «Η άρνηση ή η παράλειψη υπαλλήλου να συμμετάσχει, να διευκολύνει ή να προβεί σε ενέργεια που αφορά στον προγραμματισμό, στην αξιολόγηση, στη στοχοθεσία, στις μετρήσεις, στις επιμορφώσεις ή οποιαδήποτε άλλη διαδικασία που προβλέπεται από τον παρόντα νόμο σχετικά με την απόδοση, την αποτελεσματικότητα ή την ποιότητα των υπηρεσιών του Δημοσίου συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα, το οποίο τιμωρείται με πειθαρχικές ποινές όχι κατώτερες του προστίμου ίσου με αποδοχές δύο μηνών».

Το ν/σ προβλέπει την αντικατάσταση των σημερινών πειθαρχικών συμβουλίων, στα οποία συμμετείχαν και αιρετοί, με τη δημιουργία ενός συλλογικού οργάνου που θα ονομάζεται Πειθαρχικό Συμβούλιο Ανθρώπινου Δυναμικού Δημοσίου Τομέα, το οποίο θα είναι αρμόδιο για την άσκηση της πειθαρχικής εξουσίας στους υπαλλήλους του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Το όργανο αποτελείται από 50 μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (ΝΣΚ):
α) Εναν αντιπρόεδρο του ΝΣΚ ως συντονιστή.
β) 13 νομικούς συμβούλους του κράτους.
γ) 18 παρέδρους του ΝΣΚ.
δ) 18 δικαστικούς πληρεξουσίους του ΝΣΚ με τριετή τουλάχιστον υπηρεσία.
Τα μέλη του οργάνου έχουν διετή θητεία και σε αυτό το χρονικό διάστημα απαλλάσσονται από κάθε άλλη υπηρεσία. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο Ανθρώπινου Δυναμικού Δημοσίου Τομέα συνεδριάζει σε τριμελή ή, σε περίπτωση σοβαρής υπόθεσης, σε πενταμελή κλιμάκια.

Προβλέπεται ακόμα ένας νέος θεσμός που αποκαλείται «πειθαρχική συναλλαγή», έτσι ώστε υποθέσεις στις οποίες τα παραπτώματα δεν προκαλούν κάποια οικονομική ζημία να μπορούν να διευθετούνται χωρίς να χρειαστεί απαραιτήτως να συνεδριάσει το πειθαρχικό συμβούλιο. Σύμφωνα με το σχέδιο νόμου, η πειθαρχική διαδικασία είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από την ποινική ή άλλη δίκη. Επίσης, η ποινική δίκη δεν αναστέλλει την πειθαρχική διαδικασία. Στον κατάλογο των παραπτωμάτων προστίθενται και άλλα αδικήματα που δεν προβλέπονταν έως τώρα.
Στις διατάξεις του νομοσχεδίου, εκτός από τις υφιστάμενες ποινές στέρησης μισθού, προστίμου και αναστολής άσκησης καθηκόντων, προβλέπεται και η δυνατότητα υποβιβασμού στην ιεραρχία της υπηρεσίας έως δύο βαθμούς. Οποιος τιμωρείται με υποβιβασμό δεν κρίνεται για προαγωγή, ούτε ασκεί καθήκοντα προϊσταμένου. Τίθεται αυτοδικαίως σε αργία ο υπάλληλος που συλλαμβάνεται, έστω και αν αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση. Επίσης, ο υπάλληλος στον οποίο ασκήθηκε ποινική δίωξη για οποιοδήποτε έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή για οποιοδήποτε έγκλημα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής ή που παραπέμπεται σε δίκη για συγκεκριμένα ποινικά αδικήματα.

Εντονη κριτική από ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ
«Πυροτέχνημα» χαρακτήρισε ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Νίκος Ανδρουλάκης τη δήλωση του πρωθυπουργού ότι θα προτείνει την αναθεώρηση του άρθρου 103 του Συντάγματος που αφορά τη μονιμότητα στο Δημόσιο. «Είναι επικοινωνιακό να βάζουμε μπροστά το Σύνταγμα για κάτι που μπορεί να λυθεί με άλλους τρόπους, όπως το έκαναν και άλλα κράτη», πρόσθεσε και τόνισε ότι υπάρχει δυνατότητα απόλυσης με το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο, για να τονίσει ότι «ο πρωθυπουργός απέτυχε να εφαρμόσει τους νόμους που ψήφισε». Ο κ. Ανδρουλάκης κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι το 80% των διευθυντών και τμηματαρχών είναι κομματικές επιλογές, με αποτέλεσμα να μην εφαρμόζεται στην ουσία η αξιολόγηση. Πρόσθεσε, επίσης, ότι η μονιμότητα είναι θεσμοθετημένη σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, προκειμένου να περιφρουρεί τους δημοσίους υπαλλήλους έναντι πιέσεων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. «Η μεγαλύτερη τομή στο Δημόσιο, ο νόμος Πεπονή, δική μας πρωτοβουλία ήταν», επισήμανε. Σε σχέση με τη συνταγματική αναθεώρηση είπε ότι ο ίδιος, πριν από την κατάθεση του προϋπολογισμού στη Βουλή, θα στείλει στα κόμματα τις προτάσεις του ΠΑΣΟΚ για τα άρθρα που θεωρεί ότι πρέπει να αναθεωρηθούν και τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν.
Από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ, επικριτικός εμφανίστηκε ο αναπληρωτής εκπρόσωπος του κόμματος, Γρηγόρης Θεοδωράκης. «Απεγνωσμένα ο κ. Μητσοτάκης προσπαθεί να μεταφέρει την ατζέντα από τα Τέμπη στη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων», τόνισε και πρόσθεσε ότι τα θέματα της συνταγματικής αναθεώρησης θα συζητηθούν στην ώρα τους με σοβαρότητα και επιστημονική προσέγγιση. «Οχι με προπαγάνδα και δημιουργία κοινωνικού αυτοματισμού».
ΑΠΟΨΕΙΣ
Θεμέλιο της δημόσιας διοίκησης
Του Παναγιώτη Καρκατσούλη*
Η αρχή της μονιμότητας αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις αρχές του γραφειοκρατικού μοντέλου οργάνωσης και λειτουργίας των δημοσίων υπηρεσιών. Σκοπός της ήταν η παρεμπόδιση των πελατειακών σχέσεων, η ρύθμιση της σταδιοδρομίας των υπαλλήλων με αντικειμενικά κριτήρια και, εντέλει, η παροχή καλύτερων υπηρεσιών στον πολίτη. Το πνεύμα της μονιμότητας απέδωσε, προσφυώς, ο Ελευθέριος Βενιζέλος τονίζοντας ότι η μονιμότητα σκοπό έχει να σταθεροποιήσει μια δημόσια διοίκηση που θα υπηρετεί τον λαό με τον καλύτερο τρόπο.
Ωστόσο, η μεταλαμπάδευση αρχών και, ιδίως, πρακτικών άλλων χωρών και κοινωνιών δεν λαμβάνει χώρα εκτός του πολιτιστικού και αξιακού περικείμενου της συγκεκριμένης χώρας και δημόσιας διοίκησης. Η μεταφορά των γραφειοκρατικών αρχών στην πελατειακή πραγματικότητα της Ελλάδας είχε ως αποτέλεσμα την ad absurdum εφαρμογή της. Η μονιμότητα, αντί να ισχύσει για συγκεκριμένους κλάδους και ειδικότητες υπαλλήλων, όπως συμβαίνει σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, γενικεύθηκε. Οι προσλήψεις, αδιαφόρως εάν η θέση βρισκόταν στο κέντρο, στην περιφέρεια, σε υπουργείο ή σε κάποιο νομικό πρόσωπο, αφορούσαν, κυρίως, τακτικό προσωπικό. Οι αριθμοί είναι αδιάψευστοι: 564.782 υπαλλήλους αριθμεί το τακτικό προσωπικό και 151.214 το έκτακτο. Η πρακτική της γενικευμένης μονιμοποίησης των δημοσίων υπαλλήλων, σε συνδυασμό με περιορισμένες αντιπελατειακές μεταρρυθμίσεις, οδήγησε σε μια δημόσια διοίκηση ανορθολογική και αντιπαραγωγική.
Η ατολμία των περισσότερων κυβερνήσεων να βελτιώσουν τον επαγγελματισμό των υπαλλήλων και να μετακινήσουν τη δημόσια διοίκηση από το γραφειοκρατικό πρότυπο σε μια στοχοπροσηλωμένη οργάνωση με αποτελεσματικότητα, αποδοτικότητα και οικονομικότητα των ενεργειών της εγκλώβισε έτι περαιτέρω τους δημοσίους υπαλλήλους στο καθεστώς της μετριοκρατίας.
Αντί της κατάργησης της μονιμότητας, η δρομολόγηση και υλοποίηση των «παγωμένων» μεταρρυθμίσεων θα οδηγούσε στη φυγή προς τα εμπρός.
Αλλεπάλληλοι νόμοι για τη στοχοθεσία, την αξιολόγηση, την παραγωγικότητα, τον εσωτερικό έλεγχο και την επιμόρφωση των δημοσίων υπαλλήλων απέδωσαν ελάχιστα και είχαν χαρακτήρα περισσότερο συμβολικό.
Εν τω μεταξύ, πελατειακές πρακτικές του παρελθόντος και ευφάνταστες νεότερες συνέχισαν να λειτουργούν ως αντίβαρο των αναιμικών μεταρρυθμίσεων. Οι διατάξεις για τις προαγωγές των υπαλλήλων εξακολουθούν να δίνουν την πρωτοκαθεδρία στα τυπικά προσόντα αντί των ουσιαστικών και η πρακτική της τοποθέτησης προϊσταμένων κατ’ ανάθεση αντί της επιλογής τους μετά από κρίση συνεχίζεται, πλήττοντας βαθύτατα την αξιοκρατία και ακυρώνοντας, εν τω γεννάσθαι, φιλότιμες προσπάθειες αξιολόγησης. Η αξιοσύνη, ο επαγγελματισμός και η ηθική του λειτουργήματος αποτελούν ευχολόγια και η συνολική εικόνα του Δημοσίου ως αναποτελεσματικού και γραφειοκρατικού δεν αλλάζει.
Τούτων δοθέντων, η πιθανή άρση της μονιμότητας δεν θα οδηγούσε σε βελτίωση της κατάστασης. Αντί της κατάργησης ενός θεμελίου του διοικητικού οικοδομήματος, η δρομολόγηση και υλοποίηση των «παγωμένων» μεταρρυθμίσεων θα οδηγούσε στη φυγή προς τα εμπρός: Με τη μονιμότητα πέραν της μονιμότητας για μια αντιπελατειακή Ελλάδα.
* Ο δρ Παναγιώτης Καρκατσούλης είναι εμπειρογνώμων Δημόσιας Διοίκησης.
Ωριμη και σωστή κίνηση
Του Νίκου Ρώμπαπα*
Η δήλωση του πρωθυπουργού ότι η Νέα Δημοκρατία σκοπεύει να εισηγηθεί την αναθεώρηση του άρθρου 103 του Συντάγματος για τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων αντανακλά τη συναίνεση μιας μεγάλης πλειοψηφίας που διαπερνά ιδεολογικά ρεύματα και εκλογικές προτιμήσεις. Ακόμη περισσότερο από ώριμη, είναι μια κίνηση σωστή.
Ποιος μπορεί άλλωστε σήμερα να αρνηθεί ότι η δυνατότητα της απόλυσης πρέπει να είναι διαθέσιμη ως έσχατο διοικητικό μέσο για εκείνους τους δημοσίους υπαλλήλους που συστηματικά αρνούνται ή αδυνατούν να ανταποκριθούν με αποτελεσματικότητα στα καθήκοντά τους;
Μια και μόνη επιφύλαξη πρέπει να απαντηθεί: Οτι αυτή η δυνατότητα δεν θα γίνεται αντικείμενο κατάχρησης από την εκάστοτε πολιτική εξουσία. Οτι θα υπάρχουν πραγματικές διασφαλίσεις πως η αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων είναι ουσιαστική, αντικειμενική και δίκαιη, και όχι ένα προκάλυμμα για την επιβράβευση ημετέρων και τη δημιουργία κενών θέσεων για την εξυπηρέτηση επίσης ημετέρων.
Από τον δημόσιο υπάλληλο που επί χρόνια λουφάρει, από εκείνον που έχει υποπέσει σε σοβαρά πειθαρχικά ή υπηρεσιακά παραπτώματα, μέχρι τον διορισμένο εκπαιδευτικό που είναι εντελώς ακατάλληλος για τη σχολική τάξη, ήρθε η ώρα να ανταμείβονται συστηματικότερα και στον δημόσιο τομέα η ευσυνειδησία και οι επιδόσεις, μέσα από τη σταδιοδρομία και τις αμοιβές. Αν μη τι άλλο, αν αυτό γίνει σωστά –που είναι στο χέρι μας ως κοινωνία να το κάνουμε σωστά– θα πετύχουμε δύο πολύ σημαντικά αποτελέσματα:
Ηρθε η ώρα να ανταμείβονται συστηματικότερα και στον δημόσιο τομέα η ευσυνειδησία και οι επιδόσεις, μέσα από τη σταδιοδρομία και τις αμοιβές.
Πρώτον, θα δούμε τον πραγματικό αριθμό των υπαλλήλων που δεν ανταποκρίνονται στα καθήκοντά τους. Και μπορεί να εκπλαγούμε βλέποντας ότι ο αριθμός αυτός είναι εντέλει πολύ μικρότερος από αυτόν που μπορεί να φανταζόμαστε ελλείψει σοβαρής αξιολόγησης.
Δεύτερον, απομακρύνοντας τους, κατά πάσα πιθανότητα ελάχιστους, ασυνείδητους ή απλώς ακατάλληλους, θα αλλάξει σημαντικά η οργανωσιακή κουλτούρα στους δημόσιους φορείς. Η οικονομική επιστήμη και ευρύτερα οι επιστήμες της συμπεριφοράς έχουν εδώ και δεκαετίες καταδείξει πόσο οξείες επιπτώσεις έχει το «φαινόμενο του λαθρεπιβάτη» σε έναν οργανισμό, πόσο πέφτουν το ηθικό, η παραγωγικότητα και η διάθεση ανάληψης πρωτοβουλίας και ευθύνης όταν επιτρέπεται ακόμη και σε ελάχιστους να λουφάρουν χωρίς επιπτώσεις.
Βεβαίως, η επιστημονική έρευνα μας λέει ξανά ότι τα κριτήρια αποτελεσματικότητας ενός δημόσιου φορέα θα είναι πάντα διαφορετικά από τα αντίστοιχα μιας επιχείρησης του ιδιωτικού τομέα. Δεν θα μετατραπούν, ούτε και θα ήταν σκόπιμο να μετατραπούν οι δημόσιες υπηρεσίες σε κάτι σαν startups. Οι προσδοκίες μας πρέπει να είναι περιορισμένες. Ομως κάθε μέτρο που ενισχύει τη λογοδοσία και ξορκίζει το δηλητηριώδες «ου μπλέξεις» που σταθερά υπονομεύει τη χώρα μας, είναι τουλάχιστον κατ’ αρχάς ένα μέτρο που αξίζει να συζητήσουμε – όχι για το αν γίνεται, αλλά για το πώς ακριβώς θα γίνει.
* Ο κ. Νίκος Ρώμπαπας είναι ο γενικός διευθυντής του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών – Μάρκος Δραγούμης.