Ο Πέτρος Μολυβιάτης ήταν ένας αθόρυβος, αλλά επίμονος δημόσιος λειτουργός με αταλάντευτη προσήλωση στο εθνικό και δημόσιο συμφέρον. Αφησε βαθύ αποτύπωμα στη διαμόρφωση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Ηταν το αρχετυπικό παράδειγμα της Καραμανλικής σχολής που αντιλαμβάνεται τη συμμετοχή στα κοινά όχι ως τρόπο κοινωνικής καταξίωσης, αλλά ως αποστολή και χρέος. Ως υπηρεσία στην πατρίδα, που υπερβαίνει τις κομματικές αντιπαραθέσεις και βλέπει πάντοτε προς το μέλλον.
Εκπρόσωπος μιας γενιάς διπλωματών που έζησε τη φρίκη του πολέμου, συνέδεσε την πορεία του με την υπέρβαση του παρελθόντος και με την επιδίωξη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, με την Ελλάδα αναπόσπαστο μέλος. Ταύτισε την πορεία του με έναν μεγάλο πολιτικό, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, του οποίου υπήρξε στενός συνεργάτης για δεκαετίες. Ο Καραμανλής είχε άλλωστε το μεγάλο προτέρημα να επιλέγει συνεργάτες υψηλής αξιοσύνης και ήθους και να λαμβάνει σοβαρά υπόψη τις εισηγήσεις τους.

Βαθύς γνώστης της Ιστορίας με προσωπικά και οικογενειακά βιώματα, έγινε διπλωμάτης στην ταραγμένη μεταπολεμική εποχή. Η μητέρα του καταγόταν από μικρασιατική οικογένεια από το Αϊβαλί, αδελφή του ακαδημαϊκού Ηλία Βενέζη, που έγραψε το «Νούμερο 31328», το πρώτο βιβλίο μιας τριλογίας μαζί με τη «Γαλήνη» και την «Αιολική Γη». Βιβλία που αποτύπωσαν την εμπειρία του από τη Μικρασιατική Καταστροφή, την προσφυγιά και τον πόνο για τις χαμένες πατρίδες.
Ο Μολυβιάτης μπήκε στο διπλωματικό σώμα το 1956, όταν υπουργός Εξωτερικών ήταν ο Ευάγγελος Αβέρωφ, με τον οποίο συνδέθηκε στο πέρασμα του χρόνου με στενή φιλία. Βίωσε τις διεθνείς εξελίξεις μιας ταραγμένης εποχής υπηρετώντας στο ΝΑΤΟ, στον ΟΗΕ, στην Αγκυρα και στη Μόσχα, καθώς και στο γραφείο του πρωθυπουργού.
Από την αρχή της σταδιοδρομίας του ενεπλάκη ενεργά με τα ελληνοτουρκικά, ήδη από τη δεκαετία του 1950. Το 1974 ήταν διευθυντής του πολιτικού γραφείου του Καραμανλή μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και με τις δύο χώρες να βρίσκονται στα πρόθυρα του πολέμου. Το 1976 ακολούθησε η κρίση του «Σισμίκ» και το Πρωτόκολλο της Βέρνης. Και το 2004 μόλις είχε αναλάβει υπουργός Εξωτερικών του Κώστα Καραμανλή, στη συνάντηση στη Λουκέρνη για το σχέδιο Ανάν.
Συνέδραμε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή στην προσπάθεια για την εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων χωρίς την απεμπόληση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων. Οπως έλεγε ο Μολυβιάτης, και δικαίως, ο Καραμανλής ήταν ο μόνος πολιτικός που είχε το πολιτικό θάρρος και τη βούληση να λύσει το Κυπριακό. Οι συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου ήταν η μόνη εφικτή λύση, έλεγε ο Μολυβιάτης, που αν δεν είχαν ανατραπεί «θα ήταν ένας παράδεισος σε σχέση με αυτό που είναι σήμερα».

Οταν ανέλαβε το υπουργείο Εξωτερικών έδειξε σωφροσύνη, πραγματισμό και ρεαλισμό στον χειρισμό των εθνικών θεμάτων. Γνώριζε ότι στην εξωτερική πολιτική για να επιτύχεις τον σεβασμό της άλλης πλευράς πρέπει η πολιτική σου να διακρίνεται από συνέχεια, συνέπεια και αποφασιστικότητα. Πίστευε στην ανάγκη διαλόγου και εξομάλυνσης των σχέσεων με την Τουρκία, αλλά με όρους έμπρακτου σεβασμού των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων. Η πολιτική της διαφύλαξης του status quo απέναντι σε μια ολοένα πιο επιθετική και αναθεωρητική Τουρκία ερμηνεύθηκε κακόπιστα από ορισμένους ως πολιτική ακινησίας.
Παρότι η διπλωματική του διαδρομή έχει ταυτιστεί με τα ελληνοτουρκικά, επίσης σημαντική ήταν η συμβολή του στην Ostpolitik του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Ηταν ένα τολμηρό άνοιγμα στα Βαλκάνια, αλλά και στην ίδια τη Σοβιετική Ενωση και στην Κίνα, την εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Ενα άνοιγμα που έγινε ακόμη πιο έντονο μετά την υπογραφή της Τελικής Πράξης του Ελσίνκι το 1975 και την ύφεση στις σχέσεις των δύο υπερδυνάμεων. Ηταν ένα ρεαλιστικό παράδειγμα πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής ακόμη και στις συμπληγάδες του διπολισμού του Ψυχρού Πολέμου. Η Ελλάδα νομιμοποιώντας το Κομμουνιστικό Κόμμα επούλωνε τις πληγές του Εμφυλίου. Και στις εξωτερικές σχέσεις, παρότι ανήκε στο δυτικό στρατόπεδο, έδειχνε πως πρέπει να υπάρχει ένα αναγκαίο modus operandi με την αντίπαλη υπερδύναμη, που μάλιστα βρίσκεται σε γεωγραφική εγγύτητα.
Η εθνική προσφορά του Πέτρου Μολυβιάτη δεν εξαντλήθηκε στον διπλωματικό στίβο. Ως διευθυντής του πολιτικού γραφείου του πρωθυπουργού το 1974, και στη συνέχεια γενικός γραμματέας της Προεδρίας της Δημοκρατίας, ήταν παρών και συμμετέχων στη διαμόρφωση της μεταπολιτευτικής Ελλάδας.
Με την αυστηρή και ανέκφραστη συμπεριφορά του, που μάλλον προσιδίαζε στην αγγλοσαξονική σχολή, απέφευγε να μιλάει για τον εαυτό του, αλλά και για οτιδήποτε αφορούσε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, του οποίου υπήρξε στενός συνεργάτης για δεκαετίες. Δεν υπήρξε πολιτικός με τη στενή έννοια, ήταν όμως η προσωποποίηση της πολιτικής ευθύνης. Κέρδισε δίκαια τον σεβασμό των πολιτικών του φίλων αλλά και των αντιπάλων.
Σήμερα που η δημόσια σφαίρα κυριαρχείται από τη λογική του εφήμερου και την αισθητική του κραυγαλέου, η απουσία του Πέτρου Μολυβιάτη γίνεται ακόμη πιο αισθητή. Υπήρξε υπόδειγμα δημόσιου λειτουργού, πατριώτη και δημοκράτη. Η Ελλάδα του χρωστάει πολλά. Κι εμείς, όσοι τον γνωρίσαμε, μαθητεύσαμε δίπλα του και, στο τέλος της διαδρομής, συνεργαστήκαμε, του χρωστάμε ακόμη περισσότερα.
Ο στενός συνεργάτης του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο ανιψιός του Ηλία Βενέζη, ήταν ένας σπουδαίος Ελληνας.
* Ο Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος είναι καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, διευθυντής του Ιδρύματος «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», πρώην υπουργός.