Πίτερ Χάσεκαμπ: «Οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν μάλλον εφησυχάσει»

Κοινοποίηση

Οι ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, έχουν περιλάβει αισιόδοξες προβλέψεις οικονομικής ανάπτυξης στα μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά τους σχέδια, διατρέχοντας τον κίνδυνο να μην επιτύχουν τους στόχους τους και να απαιτηθεί μεγαλύτερη δημοσιονομική προσαρμογή στο μέλλον, δηλώνει στη συνέντευξή του στα «ΝΕΑ» ο νέος πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Δημοσιονομικού Συμβουλίου (ΕΔΣ) Πίτερ Χάσεκαμπ.

Είναι οι δημοσιονομικοί κανόνες κατάλληλοι για τη γεωπολιτική και γεωοικονομική κατάσταση που αντιμετωπίζει η Ευρώπη;

Οι καλοί δημοσιονομικοί κανόνες έχουν πάντα τη δυνατότητα να λαμβάνουν υπόψη τις νέες εξελίξεις και θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνουν τη δυνατότητα εξαιρέσεων, όπως η εφαρμογή της εθνικής ρήτρας διαφυγής για επιπλέον αμυντικές δαπάνες. Εχουμε δει διαφορετικές ειδικές περιστάσεις τα τελευταία χρόνια, πρώτα την πανδημία Covid, στη συνέχεια τον πόλεμο στην Ουκρανία και την ενεργειακή κρίση. Είναι νωρίς για να πούμε, αλλά καταρχήν οι κανόνες θα πρέπει να μπορούν να λαμβάνουν υπόψη αυτές τις ειδικές περιστάσεις.

Το ΔΝΤ ζητεί δημοσιονομική προσαρμογή. Πώς θα μπορούσε η Ευρώπη να βρει μια ισορροπία μεταξύ της ανάγκης για περισσότερες δαπάνες λόγω γεωπολιτικών εξελίξεων, αλλά και λόγω πρόσθετων αναγκών, όπως η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, και της ανάγκης για δημοσιονομική συνετότητα;

Η εθνική ρήτρα διαφυγής παρέχει κάποιο περιθώριο βραχυπρόθεσμα. Οι περισσότερες χώρες πρέπει να αυξήσουν γρήγορα τις αμυντικές τους δαπάνες. Δεν είναι λογικό να περιμένουμε ταυτόχρονα μεγάλη δημοσιονομική εξυγίανση. Είναι σημαντικό τώρα να κάνουμε σχέδια για την επόμενη περίοδο. Κάποια στιγμή, αυτές οι επιπλέον αμυντικές δαπάνες θα πρέπει να καλυφθούν είτε από υψηλότερους φόρους, υψηλότερα έσοδα είτε από περικοπή ή περιορισμό άλλων τύπων δαπανών και πιθανώς κοινωνικών δαπανών. Αυτά είναι πολιτικά ερωτήματα. Ως ΕΔΣ συμφωνούμε με το ΔΝΤ ότι κάποια στιγμή η Ευρώπη θα πρέπει να κινηθεί προς μια αξιόπιστη πορεία δημοσιονομικής εξυγίανσης. Ορισμένες χώρες το έχουν ήδη κάνει. Η Ελλάδα είναι ένα παράδειγμα χώρας που σαφώς έχει κάνει μεγάλα βήματα τα τελευταία χρόνια, αλλά άλλες χώρες πρέπει ακόμη να κάνουν αυτά τα βήματα και να ακολουθήσουν δημοσιονομικές προσαρμογές.

Η ετήσια έκθεση του ΕΔΣ αμφισβητεί κατά πόσο τα δημοσιονομικά πλάνα που έχουν αποφασίσει οι ευρωπαϊκές χώρες θα φέρουν τα απαραίτητα αποτελέσματα.

Σχεδόν όλες οι χώρες έχουν χρησιμοποιήσει πιο αισιόδοξες υποθέσεις από την αρχική πορεία, την οποία είχε διατυπώσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ιδίως πιο αισιόδοξες μακροοικονομικές προβλέψεις για την αύξηση του ΑΕΠ. Εάν αυτές οι προβλέψεις είναι πολύ αισιόδοξες, τότε η δημοσιονομική προσαρμογή θα είναι μικρότερη απ’ ό,τι θα έπρεπε και θα απαιτηθεί επιπλέον προσαρμογή στο μέλλον. Αλλά αυτό που μας ανησυχεί περισσότερο είναι ότι αυτές οι αποκλίσεις από τις οδηγίες δεν εξηγήθηκαν αρκετά με σαφήνεια, ότι ανεξάρτητοι δημοσιονομικοί θεσμοί δεν συμμετείχαν πραγματικά στη διαδικασία. Οταν εξέτασαν αυτές τις προβλέψεις στη συνέχεια, είχαν ως επί το πλείστον τα ίδια σχόλια με το ΕΔΣ.

Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγετε και για την Ελλάδα. Στην έκθεση αναφέρεται ότι λόγω πιο φιλόδοξων μακροοικονομικών προβλέψεων η Ελλάδα διατρέχει τον κίνδυνο να μην επιτύχει τους δημοσιονομικούς στόχους.

Μένει να δούμε πώς θα εξελιχθεί στην πραγματικότητα η οικονομία. Υπάρχει όμως μια σαφής διαφορά μεταξύ των προβλέψεων της Επιτροπής, στις οποίες βασίστηκε η καθοδήγησή της, και των προβλέψεων μακροοικονομικού σεναρίου που χρησιμοποίησαν οι ελληνικές Αρχές. Η διαφορά στην πιθανή αύξηση του ΑΕΠ είναι περίπου 1% τόσο το 2025 όσο και το 2026. Μετά η διαφορά γίνεται λίγο μικρότερη. Ωστόσο, η πρόβλεψη είναι πιο αισιόδοξη. Οι ελληνικές Αρχές μπορεί να έχουν δίκιο, δεν το γνωρίζουμε. Αλλά σαφώς δεν είναι ένα πολύ συνετό σενάριο.

Ποιους κινδύνους βλέπετε για την Ευρώπη;

Οι ανησυχίες για την ασφάλεια είναι οι πιο πιεστικές βραχυπρόθεσμα. Αλλά ταυτόχρονα έχουμε και μια σειρά από άλλες προκλήσεις. Η έκθεση Ντράγκι σκιαγραφεί σε μεγάλο βαθμό τις προκλήσεις που αφορούν την αύξηση της παραγωγικότητας και την ικανότητα της Ευρώπης να ανταγωνιστεί χώρες όπως οι ΗΠΑ και η Κίνα. Αυτό συνδέεται με τη στρατηγική αυτονομία και τις ανησυχίες για την ασφάλεια, αλλά είναι περισσότερο από αυτό. Η απώλεια της αύξησης της παραγωγικότητας αποτελεί μεγάλη ανησυχία. Η ενεργειακή μετάβαση και οι κλιματικοί κίνδυνοι πρέπει επίσης να αντιμετωπιστούν σε μεγάλο βαθμό. Η Ευρώπη θα πρέπει να διαχειριστεί την πράσινη μετάβαση παραμένοντας ανταγωνιστική. Αυτή είναι η κύρια πρόκληση που αντιμετωπίζει αυτή τη στιγμή. Η ανάγκη για επενδύσεις, για σχεδιασμό εκ των προτέρων και ουσιαστικά για την κατασκευή υποδομών, την εκπαίδευση του πληθυσμού, την επένδυση στην καινοτομία και τη νέα τεχνολογία για να είναι σε θέση να είναι ανταγωνιστική, αλλά και για να είναι σε θέση να πληρώσει για την κοινωνική ασφάλιση και την υγειονομική περίθαλψη στο μέλλον.

Η Ευρώπη χρειάζεται περισσότερα κεφάλαια, αλλά θα μπορούσαμε να πούμε ότι το πιο κρίσιμο ερώτημα είναι το εάν η Ευρώπη έχει την προθυμία να εφαρμόσει τις απαραίτητες διαρθρωτικές αλλαγές;

Ισως οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν μάλλον εφησυχάσει. Αυτό δεν ισχύει για την Ελλάδα. Λόγω της κρίσης, έπρεπε να εφαρμόσετε ισχυρές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Αλλά για πολλές άλλες χώρες αυτές οι μεταρρυθμίσεις εξακολουθούν να είναι απαραίτητες. Δεν είναι μόνο θέμα χρημάτων, όπως λέτε. Το πιο σημαντικό εμπόδιο είναι περισσότερο η έλλειψη προθυμίας για εφαρμογή μεταρρυθμίσεων σε ορισμένες χώρες. Χώρες όπως η Ολλανδία και η Γερμανία στο παρελθόν είχαν καλό ιστορικό στην προετοιμασία για τη γήρανση του πληθυσμού και μια σειρά από άλλα ζητήματα. Αλλά τα τελευταία χρόνια οι μεταρρυθμίσεις έχουν καθυστερήσει. Αυτό ισχύει και για μια σειρά από άλλες χώρες. Σαφώς, ορισμένες από τις συμβουλές του Ντράγκι, όπως η ένωση αποταμιεύσεων και επενδύσεων, είναι σημαντικές. Θα απαιτήσει επίσης μεταρρυθμίσεις από ορισμένες χώρες και την προθυμία για συμβιβασμό, επειδή αν ο καθένας θέλει να διατηρήσει το δικό του σύστημα δεν προχωράμε ποτέ προς ένα ευρωπαϊκό σύστημα. Η ολοκλήρωση των εσωτερικών αγορών, όπως αναφέρεται στην έκθεση Λέτα, απαιτεί επίσης περαιτέρω βήματα.

Ποια είναι η άποψή σας για το ζήτημα του κοινού χρέους;

Το νέο ΕΔΣ δεν έχει ακόμη λάβει θέση σχετικά με το εάν θα πρέπει να υπάρχει περισσότερος χώρος για κεντρική χρηματοδότηση σε οποιαδήποτε μορφή, είτε εντός του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού είτε μέσω ευρωομολόγων.

Premium Έκδοση ΤΑ ΝΕΑ

Πηγή

Διαβάστε Περισσότερα

Tελευταία Nέα