Μέσα σε 72 ώρες το Ισραήλ χτύπησε έξι χώρες: Παλαιστίνη, Κατάρ, Λίβανο, Συρία, Τυνησία, Υεμένη και Κατάρ. Στην τελευταία παράνομη επίθεση στόχος ήταν η Χαμάς. Ωστόσο, αν και η παραδοσιακή συνταγή δολοφονίας ηγετών έχει αποδειχτεί αναποτελεσματική, το Τελ Αβίβ έκανε μια μοιραία δήλωση την Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου.
Μετά τις 7 Οκτωβρίου 2023, το Ισραήλ πολεμά σε όλη την περιοχή. Πέρα από τον πόλεμο στη Γάζα που, μέχρι στιγμής, έχει εξοντώσει πάνω από 64.000 Παλαιστινίους, το Ισραήλ επιτέθηκε στη Χεζμπολάχ στον Λίβανο, έπληξε στόχους Χούθι στην Υεμένη, πραγματοποίησε δεκάδες αεροπορικές επιδρομές στη Συρία και βομβάρδισε το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και στόχους της ιρανικής ηγεσίας.
Η πιο πρόσφατη επίθεση είναι, τυπικά, απάντηση στη δολοφονία έξι ανθρώπων σε στάση λεωφορείου στην Ιερουσαλήμ από δύο ένοπλους που φέρονται να προέρχονταν από τη Δυτική Όχθη.
Ωστόσο, για τον Ντάνιελ Μπάιμαν, καθηγητή στη σχολή διεθνών σχέσεων του Πανεπιστημίου Τζορτζτάουν των ΗΠΑ, υπάρχουν ελάχιστες ενδείξεις ότι αυτή η τρομοκρατική ενέργεια συντονίστηκε από ηγέτες της Χαμάς εκτός Δυτικής Όχθης.
Αντίθετα, ο Μπάιμαν λέει σε ανάλυσή του στο Foreign Policy, ότι το πλήγμα στη Ντόχα αποτελεί άλλη μία επίδειξη από την κυβέρνηση Νετανιάχου ότι ακολουθεί αμιγώς στρατιωτική προσέγγιση για την καταστροφή της Χαμάς.
«Μεγάλο μέρος της πολιτικής δεξιάς -η βασική εκλογική βάση του Νετανιάχου- πιστεύει ότι η Χαμάς πρέπει να συντριβεί ολοκληρωτικά για να είναι ασφαλές το Ισραήλ, και επιθέσεις όπως αυτή δείχνουν σε αυτούς τους ψηφοφόρους ότι το Ισραήλ δεν πρόκειται να κάνει πίσω στην επιδίωξη της καταστροφής της».
Έτσι, το βασικό συμπέρασμα για τον καθηγητή είναι ότι το πλήγμα συνιστά λιγότερο ένα τακτικό χτύπημα κατά της Χαμάς και περισσότερο μια «στρατηγική δήλωση» ότι το Ισραήλ θα συνεχίσει να διευρύνει το πεδίο της σύγκρουσης, ακόμη κι αν αυτό ακυρώνει κάθε ελπίδα για κατάπαυση του πυρός και δεσμεύει τους στενότερους εταίρους του στις συνέπειες.
Απίθανη η εξόντωση της Χαμάς
Η Χαμάς, ωστόσο, παραμένει η ισχυρότερη δύναμη στη Γάζα, και η πλήρης εξόντωσή της φαντάζει απίθανη, σύμφωνα με τον Μπάιμαν, λόγω και της διαρκούς παλαιστινιακής στήριξη στην οργάνωση.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα, όμως, για τον ίδιο είναι ότι η ισραηλινή κυβέρνηση αντιτίθεται στην είσοδο της Παλαιστινιακής Αρχής στη Γάζα ή γενικότερα στην αντικατάσταση της Χαμάς από ένα παλαιστινιακό σχήμα. «Ως αποτέλεσμα, η Χαμάς είναι ο ισχυρότερος παλαιστινιακός παράγοντας στη Λωρίδα εξ ορισμού» λέει και προσθέτει πως «όταν η παρουσία του Ισραήλ σε κάποιο τμήμα της Γάζας μειώνεται, η Χαμάς επανεμφανίζεται, απαιτώντας περισσότερα στρατεύματα και πιο μακρά στρατιωτική εκστρατεία για να κρατηθεί υπό έλεγχο».
Ο Μπάιμαν εκτιμά ότι παρά τη μεγάλη πολιτική τους σημασία, οι πιο πρόσφατες επιθέσεις του Ισραήλ θα αλλάξουν ελάχιστα τη στρατιωτική κατάσταση επί του εδάφους στη Γάζα.
«Οι δυνάμεις της Χαμάς εκεί είναι ιδιαίτερα αποκεντρωμένες, και ο θάνατος ηγετών στη μακρινή Ντόχα δεν θα μεταβάλει ουσιωδώς τις επιχειρήσεις τους. Μάλιστα, πολύ πριν από τις 7 Οκτωβρίου, η ισχύς εντός της Χαμάς είχε ήδη μετατοπιστεί από την εξωτερική ηγεσία προς τους ηγέτες στη Γάζα».
Το Ισραήλ δεν θεωρεί τις διαπραγματεύσεις σοβαρές
Κατα συνέπεια, στην ανάλυσή του Μπάιμαν σημειώνει πως το πλήγμα θα παρεμποδίσει τις προσπάθειες για διαπραγμάτευση κατάπαυσης του πυρός. «Παρότι ο Χάγια φαίνεται να επέζησε, μια τέτοια επίθεση μεταφέρει ένα μήνυμα -αδύνατο να αγνοηθεί- ότι το Ισραήλ δεν θεωρεί τις διαπραγματεύσεις σοβαρές».
Έτσι, ένας από τους κορυφαίους στόχους του Ισραήλ -η επιστροφή των Ισραηλινών ομήρων- είναι τώρα ακόμη λιγότερο πιθανός.
«Η επίθεση στη Ντόχα, δείχνει ότι ο σκοπός των επιχειρήσεων δεν είναι να εξαναγκαστεί η Χαμάς να αλλάξει τη διαπραγματευτική της θέση, αλλά να μειωθεί η επιχειρησιακή της ισχύς και ο έλεγχός της στη Γάζα» ακόμα και αν πεθάνουν όλοι οι όμηροι.
Διπλωματικές συνέπειες
Η ανάλυση του Foreign Policy δεν παραλείπει να αναφερθεί και στις διπλωματικές συνέπειες.
«Η διεξαγωγή της επίθεσης στη Ντόχα αποτελεί σαφή προσβολή προς το Κατάρ, το οποίο, μαζί με την Αίγυπτο, ήταν από τους αραβικούς πρωταγωνιστές των ειρηνευτικών συνομιλιών. Μέχρι την επίθεση, το Κατάρ πίεζε τη Χαμάς να αποδεχθεί τις αμερικανικές προτάσεις για κατάπαυση του πυρός».
Η οικονομική στήριξη του Κατάρ στη Χαμάς -με την προηγούμενη άδεια του Ισραήλ φυσικά- και η φιλοξενία ηγετών της Χαμάς προκάλεσαν κατηγορίες ότι η Ντόχα είναι βασικός χορηγός της τρομοκρατίας, παρά τους ισχυρισμούς του Κατάρ ότι φιλοξενούσε τη Χαμάς μόνο κατόπιν αιτήματος των ΗΠΑ.
Αμερικανική συνενοχή
Ο Μπάιμαν τέλος, σημειώνει πως οποιαδήποτε αμερικανική συνενοχή στην επίθεση, ακόμη κι αν πρόκειται περισσότερο για αντίληψη παρά για πραγματικότητα, δημιουργεί επιπλοκές για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ στην περιοχή.
«Εκτός από το ότι βοηθά την Ουάσιγκτον να διαπραγματευτεί με τη Χαμάς, το Κατάρ φιλοξενεί μια τεράστια αμερικανική αεροπορική βάση, κεντρικής σημασίας για τη στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή. Αν οι ΗΠΑ πράγματι γνώριζαν εκ των προτέρων την επιχείρηση και δεν ζήτησαν από το Ισραήλ να την αποσύρει, τότε φαίνεται πως ανέχθηκαν μια επίθεση στο έδαφος ενός σημαντικού περιφερειακού εταίρου των ΗΠΑ».
Για τις ΗΠΑ, η επίθεση περιπλέκει τις προσπάθειες ανάκτησης των ομήρων, κινδυνεύει να υπονομεύσει την προθυμία του Κατάρ να μεσολαβήσει και εγείρει ερωτήματα για την αξιοπιστία της Ουάσιγκτον στους αραβικούς συμμάχους της.
«Από εδώ και πέρα, οι Αμερικανοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα χρειαστεί να σταθμίσουν αν η συνέχιση της στήριξης σε τέτοιες επιχειρήσεις προάγει τους βασικούς στόχους των ΗΠΑ -την επιστροφή των ομήρων, τη σταθερότητα στην περιοχή και τη διατήρηση κρίσιμων εταιρικών σχέσεων- ή αν η τρέχουσα προσέγγιση του Ισραήλ περιορίζει αυτές τις επιλογές και ενισχύει τον κύκλο βίας στην περιοχή» καταλήγει ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Τζορτζτάουν.