Η ευρωατλαντική αρχιτεκτονική ασφαλείας, όπως είχε διαμορφωθεί μετά το 1945, καταρρέει. Οι μετασεισμοί από τη στροφή της Ουάσιγκτον συνταράσσουν και τη δική μας γειτονιά. Η Ελλάδα προσπαθεί να αποκωδικοποιήσει τις εξελίξεις και να σχεδιάσει πώς –και με ποιους– θα σταθεί. Πώς μπορεί να ανταποκριθεί στην αλλαγή συσχετισμών μια μεσαίου μεγέθους χώρα σε μια ιδιαίτερα ασταθή περιφέρεια, πλάι σε έναν απρόβλεπτο γείτονα που βλέπει την επιρροή του διαρκώς να μεγαλώνει; Καθώς το χάσμα μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής διευρύνεται, πρέπει να διαλέξει η Ελλάδα πλευρά; Ελληνες και ξένοι πολιτικοί αναλυτές, με τους οποίους συνομίλησε η «Κ», δίνουν τις δικές τους απαντήσεις.
Ατομικές σχέσεις
«Στις τρέχουσες συνθήκες της μεγάλης αβεβαιότητας, η Ελλάδα πρέπει να βρίσκεται κοντά και στους δύο, η ισορροπία μεταξύ Ουάσιγκτον και Βρυξελλών γίνεται ακόμη πιο σημαντική», σημειώνει ο Ιαν Λέσερ, αντιπρόεδρος και επικεφαλής του γραφείου Βρυξελλών του German Marshall Fund of the United States. «Η κυβέρνηση Τραμπ δίνει μεγάλη έμφαση στις ατομικές σχέσεις και πολύ λιγότερο στις θεσμικές. Eτσι, αν η Ελλάδα θέλει να αντισταθμίσει τον κίνδυνο, δύο πράγματα θα μπορούσαν να είναι χρήσιμα: η οικοδόμηση αυτής της σχέσης με την αμερικανική ηγεσία, εάν υπάρχει άνοιγμα για κάτι τέτοιο. Και να έχει ανοιχτές τις κεραίες της για να βρει τον ρόλο που θα μπορεί να παίξει σε όποιες νέες στρατηγικές αναπτύξει η Ευρωπαϊκή Eνωση, ως αντιστάθμισμα στην αμερικανική απομάκρυνση από αυτήν». «Ψευτοδίλημμα» χαρακτηρίζει το αν θα πρέπει να κοιτάξει προς τις Βρυξέλλες ή προς την Ουάσιγκτον η Αθήνα ο καθηγητής στο ΕΚΠΑ και επικεφαλής του προγράμματος εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας στο ΕΛΙΑΜΕΠ, Παναγιώτης Τσάκωνας. «Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τη δυναμική των πραγμάτων, υπάρχει μια εύλογη απάντηση για την Ελλάδα που λέει και με τους δύο», αναφέρει. «Θα πρέπει να διατηρήσει τη σχέση με τις ΗΠΑ τονίζοντας και τα σημεία στρατηγικού ενδιαφέροντος και αναφέρομαι κυρίως στη συμμαχία 3+1 που υπάρχει στην Ανατολική Μεσόγειο». Από την άλλη, προσθέτει, «υπάρχει η Ευρώπη, όπου επίσης εύλογη στάση και απάντηση είναι ότι έχουμε κάθε λόγο να στηρίζουμε αποφάσεις της Ε.Ε. που λαμβάνονται συλλογικά όσον αφορά την ευρωπαϊκή άμυνα».
Oπως υπενθυμίζει η Ντονατιέν Ρουί, διευθύντρια της ακαδημίας Abshire-Inamori στο Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών (CSIS) στην Ουάσιγκτον, η ελληνική κυβέρνηση έχει προωθήσει τις διατλαντικές σχέσεις, «γεγονός που επέτρεψε το άνοιγμα μιας δεύτερης στρατηγικής θέσης στην Ανατολική Μεσόγειο, πλην της Τουρκίας, ενός συμμάχου που είχε αρχίσει να γίνεται πονοκέφαλος». Ακόμη, υπογραμμίζει, οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις ανέδειξαν την πρόθεση να γίνει η Ελλάδα πιο ανταγωνιστική και να έλθει πιο κοντά στους Ευρωπαίους εταίρους της. «Η Ελλάδα δεν χρειάζεται να αμφισβητήσει ή να αντιστρέψει οποιαδήποτε από αυτές τις κινήσεις πολιτικής εν μέσω του διατλαντικού ρήγματος που εξελίσσεται: έχει μεγαλύτερο βάρος μέσα σε μια ενιαία Ε.Ε. που υποστηρίζει τα ευρωπαϊκά οικονομικά συμφέροντα και τις αμυντικές επενδύσεις (μεταξύ άλλων για την υποστήριξη της Ουκρανίας), ενώ εξακολουθεί να είναι σε θέση να αξιοποιήσει τις βαθιές διασυνδέσεις που έχει με τις ΗΠΑ».

«Χωρίς καβγά»
«Η Ελλάδα θα πάει με την Ευρώπη, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα στήσει καβγά με τις ΗΠΑ», τονίζει η Μαρία Γαβουνέλη, καθηγήτρια Διεθνούς Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ και γενική διευθύντρια του ΕΛΙΑΜΕΠ. «Χρειαζόμαστε κάποιον να μας στηρίξει και είναι σαφές ότι αυτό δεν θα συμβεί από τις ΗΠΑ, άρα προτεραιότητα είναι η Ευρώπη», σημειώνει και υπογραμμίζει πως η Αθήνα θα πρέπει να συμμετάσχει σε όλα τα σχέδια της Ε.Ε. στην Ουκρανία. «Θα πρέπει να είμαστε στην καρδιά της Ευρώπης, έτσι ώστε καμία απόφαση να μην μπορεί να ληφθεί χωρίς εμάς».
Η Ελλάδα δεν παρευρέθη στις μίνι συνόδους Ευρωπαίων ηγετών που έγιναν τις τελευταίες εβδομάδες σε Παρίσι και Λονδίνο. Ενας λόγος ίσως ήταν και η διαφορά που υπήρξε με Γαλλία και Αγγλία για τυχόν αμυντικές συμφωνίες τους με την Τουρκία. Παρ’ όλα αυτά, ο Ελληνας πρωθυπουργός επικοινώνησε με τον Ουκρανό πρόεδρο, μεταφέροντας τη δέσμευση για συνέχιση της βοήθειας από μέρους της Αθήνας στο Κίεβο στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο. Οι αναλυτές συμφωνούν ότι η Αθήνα θα πρέπει να συμμετάσχει στη «συμμαχία των προθύμων» που θα συγκροτηθεί από χώρες που δηλώνουν ότι θα στηρίξουν την Ουκρανία, πρώτον, για να αμυνθεί όσο διαρκεί ο πόλεμος και, δεύτερον, εφόσον επιτευχθεί ειρήνη, να της παρέχουν στρατιωτική βοήθεια, συγκροτώντας ειρηνευτική στρατιωτική δύναμη.
Αν έπρεπε να δώσει μια συμβουλή στην Ελλάδα, όπως και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, αυτή θα ήταν «επενδύστε στην Ευρώπη», λέει ο Γιόζεφ Γιάνινγκ, senior associate fellow στο Γερμανικό Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων (DGAP). «Τι άλλη επιλογή υπάρχει; Οι Ευρωπαίοι πρέπει να καταλάβουν ότι στη σημερινή κατάσταση, δεν μπορούμε να βασιστούμε στην ύπαρξη μιας διεθνούς τάξης βασισμένης σε κανόνες, είτε πρόκειται για το εμπόριο, είτε για την ασφάλεια, είτε για το κράτος δικαίου».
Κάτω από το ραντάρ
«Προς το παρόν, η Ελλάδα δεν βρίσκεται στα ραντάρ της Ουάσιγκτον», σχολιάζει η Ντονατιέν Ρουί του CSIS. Η Αθήνα μπορεί να προσπαθήσει να διατηρήσει έτσι την κατάσταση, αλλά αν αυτό αλλάξει, η διατήρηση της ευρωπαϊκής ευθυγράμμισης με ταυτόχρονη αναγνώριση των μακροχρόνιων δεσμών με τις ΗΠΑ είναι η καλύτερη επιλογή».
Αυτή τη στιγμή, ο δίαυλος επικοινωνίας είναι ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάρκο Ρούμπιο, ο οποίος τουλάχιστον γνωρίζει την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. O Ρούμπιο ήταν ένας από τους νομοθέτες που κατέθεσαν τα δύο νομοσχέδια που είχε υπογράψει ο Τραμπ για την Ανατολική Μεσόγειο, το East Med Act (νόμος για την εταιρική σχέση ασφάλειας και ενέργειας στην Ανατολική Μεσόγειο) το 2019 και τον νόμο περί άμυνας και διακοινοβουλευτικής εταιρικής σχέσης ΗΠΑ – Ελλάδας το 2021.
Σύμφωνα με τον Ιαν Λέσερ, η Αθήνα έχει ακόμη σημασία για τις ΗΠΑ και «ακόμη και αν η αμερικανική δέσμευση για την ασφάλεια στην Ευρώπη υποχωρεί, δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι η αμερικανική παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο θα εξαφανιστεί». «Σε περίπτωση κρίσης στην Ανατολική Μεσόγειο, θα μπορούσε κανείς να περιμένει ότι η Ουάσιγκτον θα εξακολουθήσει να ανησυχεί και να ασχολείται. Οι ΗΠΑ έχουν πολλά συμφέροντα σε αυτό. Φυσικά, βρισκόμαστε σε έναν νέο κόσμο και είναι πολύ δύσκολο να κρίνουμε πώς θα αντιδράσει η κυβέρνηση Τραμπ. Πολλά θα εξαρτηθούν από την πορεία των σχέσεων μεταξύ Ουάσιγκτον και Αγκυρας, και είναι εντελώς ασαφές πώς θα εξελιχθεί αυτό».

Τα μέτρα του Τραμπ
«Ο τρόπος με τον οποίο ο πρόεδρος Τραμπ ενεργεί στις διεθνείς υποθέσεις βασίζεται σε στρατηγικές ισχύος και κυριαρχίας, κατά κύριο λόγο», επισημαίνει ο Γιόζεφ Γιάνινγκ, senior associate fellow στο Γερμανικό Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων (DGAP). Οπως εξηγεί, η Ελλάδα μπορεί να βασιστεί στο γεγονός ότι ο Αμερικανός πρόεδρος σίγουρα θα έχει θετικά λόγια γι’ αυτήν, επειδή οι αμυντικές δαπάνες της είναι σημαντικά υψηλότερες από αυτές πολλών άλλων ευρωπαϊκών χωρών. «Ο Τραμπ δεν ενδιαφέρεται γιατί συμβαίνει αυτό, επειδή η Ελλάδα και η Τουρκία έχουν προβλήματα μεταξύ τους. Γι’ αυτόν το θέμα είναι “μπορώ να χρησιμοποιήσω την Ελλάδα για να εκφοβίσω, ας πούμε, την Ολλανδία ή το Βέλγιο ή την Πορτογαλία, λέγοντας, κοιτάξτε την Ελλάδα, οι Ελληνες τα πάνε μια χαρά. Σπουδαίοι άνθρωποι. Αγαπώ τους Ελληνες”, θα πει», σημειώνει και προσθέτει: «Θα είναι βέβαια καθαρή εργαλειοποίηση. Αλλά αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο βλέπει τις ευρωπαϊκές χώρες. Γι’ αυτόν είναι ένα πιόνι στο τραπέζι, αλλά δεν κινείσαι εσύ αυτόνομα, κινείσαι από τις μεγάλες δυνάμεις».
«Η Ελλάδα έχει ακόμη σημασία για τις ΗΠΑ, δεν έχει χάσει τα όπλα της», σχολιάζει η Μαρία Γαβουνέλη. Η Αλεξανδρούπολη, όπως σημειώνει, παραμένει πολύτιμη ως πρόσβαση στην Ουκρανία, αν όμως η Αμερική σταματήσει τις επιχειρήσεις της στην Ουκρανία υποβαθμίζεται. «Εμείς πάση θυσία πρέπει να τη διατηρήσουμε. Θα πρέπει να επενδύσουμε σε μια συζήτηση για τη δημιουργία εμπορικών δρόμων για την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας, να γίνουμε ανταγωνιστικοί ως πέρασμα γι’ αυτόν τον σκοπό, ως εναλλακτικός διάδρομος από την Πολωνία».
Ο Παναγιώτης Τσάκωνας επισημαίνει πως αν κλείσει το ουκρανικό μέτωπο μπορεί να υπάρξει αποδυνάμωση, αλλά όχι εξαφάνιση της στρατηγικής σχέσης με τις ΗΠΑ. Το σχήμα 3+1 (τριμερές σχήμα Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ, συν τις ΗΠΑ) εξακολουθεί να ενδιαφέρει τις ΗΠΑ λόγω Ισραήλ. Επίσης ο Τραμπ εξέφρασε πρόσφατα την προσήλωση των ΗΠΑ στον οικονομικό διάδρομο ΙΜΕC (Ινδίας, Μέσης Ανατολής, Ευρώπης), τον οποίο και βλέπει ως αντιστάθμισμα στον κινεζικό BRI. Η Ελλάδα έχει αναβαθμίσει τις σχέσεις της με την Ινδία και προσδοκά να γίνει η πύλη εισόδου του IMEC στην Ευρώπη.
Η 5η φάλαγγα
Οπως διευκρινίζει η Μαρία Γαβουνέλη, μέσα στην Ε.Ε. υπάρχει η Ουγγαρία και σε μικρότερο βαθμό η Σλοβακία, που λειτουργούν ως πέμπτη φάλαγγα, όπως φάνηκε και στη Σύνοδο Κορυφής της Πέμπτης. «Ετσι χρειαζόμαστε τους Βρετανούς και μετακινούμε τη συζήτηση σε επίπεδο ΝΑΤΟ. Αν η Βρετανία ήταν ακόμη στην Ε.Ε., δεν θα χρειαζόταν να γίνει αυτό. Εκεί μπαίνει στο παιχνίδι η Τουρκία, λέγοντας ότι έχει τον πιο ετοιμοπόλεμο στρατό», αναφέρει. Η Ελλάδα θα είναι δύσκολο να αρνηθεί τη συμμετοχή της σε μια ειρηνευτική αποστολή της Ε.Ε. στην Ουκρανία, λέει ο Παναγιώτης Τσάκωνας, ενώ τονίζει δεν είναι τυχαία η πρόσκληση της Τουρκίας στο Λονδίνο, αφού είναι η μόνη που προτίθεται να προσφέρει ανθρώπινο δυναμικό. «Συμμετέχουμε σε κάθε περίπτωση και βλέπουμε το είδος της συμμετοχής μας, ενώ φροντίζουμε ταυτόχρονα να προλάβουμε και παρεμβάσεις της Τουρκίας στις ανάγκες της Ευρώπης».
Ο Ιαν Λέσερ σχολιάζει πως μια Τουρκία πιο κοντά στην Ευρώπη δεν είναι αρνητική εξέλιξη για τα ελληνικά ή ευρωπαϊκά συμφέροντα και η Ελλάδα μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στις σχέσεις Αγκυρας – Βρυξελλών. «Οτιδήποτε κατά μία έννοια προσδένει την Τουρκία στη Δύση είναι θετικό από την άποψη της ασφάλειας και της προβλεψιμότητας στην Ανατολική Μεσόγειο και στην Αθήνα».
_______________________________________________________________________________
Κεντρική φωτό: Η μπάντα της 101ης ταξιαρχίας του ουκρανικού γενικού επιτελείου σε πρόβα. Οι μουσικοί της, τρία χρόνια τώρα, έχουν το βαρύ καθήκον να εμψυχώνουν τους τραυματίες και να αποχαιρετίζουν τα θύματα του πολέμου. Ολοι οι αναλυτές ομονοούν ότι η Ελλάδα πρέπει να είναι παρούσα στο μεταπολεμικό σκηνικό. Φωτ. Mauricio Lima/The New York Times