Η αναταραχή που επιφέρει στο διεθνές σύστημα ο Ντόναλντ Τραμπ δημιουργεί παράθυρα ευκαιριών για διάφορες περιφερειακές συνεργασίες, με πλέον ενδεικτικό αυτό που άνοιξε ανάμεσα στις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες και στην Τουρκία για τον τομέα της άμυνας. Η τουρκική αμυντική βιομηχανία έχει αναπτυχθεί ραγδαία τα τελευταία 20 χρόνια και ήδη συνεργάζεται με αρκετές ευρωπαϊκές.
H Τουρκία κερδίζει έδαφος εντός Ευρώπης
Του Βασίλη Νέδου
Η αναθέρμανση των συζητήσεων για μια πιθανώς «ειδική σχέση» της Ε.Ε. με την Τουρκία έχει ως κινητήρια δύναμη κατ’ αρχάς το «παραθυράκι» που άνοιξε για τη διεύρυνση των σχέσεων της Ευρώπης με «τρίτους» δρώντες λόγω της γεωπολιτικής αναταραχής, την οποία προκαλεί η επιθετική αλλαγή συσχετισμών που επιβάλλει η κυβέρνηση των ΗΠΑ, και εν συνεχεία λόγω της επιτακτικής ανάγκης να ενισχυθούν το ταχύτερο δυνατόν οι περιορισμένες αμυντικές δυνατότητες της Ευρώπης.

Η προσέγγιση με τις μεγαλύτερες βιομηχανικές χώρες της Ε.Ε. και η σχετική προωθημένη ρητορική του προέδρου της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ιδιαίτερα μετά την πρόσκληση του υπουργού Εξωτερικών Χακάν Φιντάν στη συνάντηση των επιλεγμένων κρατών-μελών της Ε.Ε. με πρωτοβουλία του Ηνωμένου Βασιλείου στο Λονδίνο, αναδεικνύουν κάποια πολύ ισχυρά σημεία ευρωτουρκικής σύγκλισης, με αιχμή την άμυνα. Αναδεικνύουν, παράλληλα, και την ανασφάλεια που αισθάνεται ο κ. Ερντογάν έναντι του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ και της πιο φιλοϊσραηλινής κυβέρνησης των τελευταίων ετών στην Ουάσιγκτον. Αν και η Ελλάδα αποτελεί κράτος-μέλος της Ε.Ε. και έχει στηρίξει όλες τις βασικές επιλογές, παραμένει, την ίδια στιγμή, αφοσιωμένη στη στρατηγική εταιρική σχέση με το Ισραήλ, γεγονός που εκ των πραγμάτων ενισχύεται από την τρέχουσα κατάσταση στη Συρία, όπου Αγκυρα και Ιερουσαλήμ βρίσκονται σε αντίπαλα στρατόπεδα.
Για την ελληνική διπλωματία δεν είναι τόσο ανησυχητικό το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν έλαβε πρόσκληση για τη συνάντηση του Λονδίνου, όσο είναι η επικράτηση της αρχής των συναλλακτικών σχέσεων, καθώς η Ευρώπη φαίνεται να επιθυμεί να μπει σε αυτή τη λογική με την Τουρκία. Σε κύκλους εντός του πυρήνα του κράτους υπήρχε πάντα η ανησυχία ότι μια ραγδαία βελτίωση των σχέσεων της Ευρώπης με την Τουρκία θα ασκούσε εκ των πραγμάτων πίεση για υποχωρήσεις και εκ μέρους της Ελλάδας σε κάποιες περιπτώσεις. Αν και κάτι τέτοιο βρίσκεται μακριά αυτή τη στιγμή, οι τελευταίες 45 ημέρες έχουν δείξει, αν μη τι άλλο, ότι όσο επίπονα και μακροχρόνια οικοδομήθηκαν ορισμένες ισορροπίες, τόσο απότομα και γρήγορα μπορεί να καταρρεύσουν και να αντικατασταθούν από άλλες.
Στον αμυντικό τομέα, για την προσέγγιση της Ευρώπης με την Τουρκία υπάρχουν πολλοί τρόποι να γίνει αυτό και δεν χρειάζεται κατ’ ανάγκην να περάσει μέσα από τις διαδικασίες της Ε.Ε., αλλά να προχωρήσει διμερώς. Τα πρόσφατα παραδείγματα (συζητήσεις για αεροσκάφη Eurofighter, πυραύλους Meteor, εξαγορά ιταλικής εταιρείας από τουρκική) δείχνουν ότι τα βασικά βιομηχανικά κράτη της Ε.Ε. –Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία– και το Ηνωμένο Βασίλειο έχουν αποφασίσει να συνεργαστούν διμερώς με την Τουρκία και να εκμεταλλευθούν τις τουρκικές δυνατότητες. Η τουρκική αμυντική βιομηχανία διαθέτει στη συντριπτική πλειονότητά της πιστοποιήσεις, κυρίως στον αεροναυπηγικό τομέα, που την καθιστούν επιθυμητό εταίρο για κάθε ευρωπαϊκό κολοσσό.
Προβληματισμός στην Αθήνα για τη στάση των «μεγάλων» της Ευρωπαϊκής Ενωσης έναντι της Αγκυρας.
Ο κ. Ερντογάν δήλωσε προχθές ενώπιον πρεσβευτών ότι επιθυμεί τη διατήρηση του θετικού κλίματος στα ελληνοτουρκικά, ενώ σημείωσε ότι «η ασφάλεια της Ευρώπης χωρίς την Τουρκία είναι αδιανόητη. Αναμένουμε από τους Ευρωπαίους φίλους μας να αντιμετωπίσουν αυτή την πραγματικότητα και να προωθήσουν τη διαδικασία πλήρους ένταξής μας με μια οραματική προοπτική».

Οι δηλώσεις του κ. Ερντογάν έχουν μια πολύ ισχυρή βάση και αυτή είναι η ανάπτυξη της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας, η οποία διαθέτει έναν πολύ ισχυρό εξαγωγικό χαρακτήρα (7,2 δισ. δολάρια μόνο το 2024). Δεν πρέπει να λησμονείται ότι η ληξιαρχική πράξη γέννησης της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας ήταν η εισβολή στην Κύπρο το 1974, η οποία οδήγησε σε μερικό εμπάργκο εξαγωγών οπλικών συστημάτων από τις ΗΠΑ (1975-1978). Η άνθηση της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας συνδέεται με τις κυβερνήσεις Ερντογάν (από το 2003 και έπειτα) και την έμφαση που δόθηκε τόσο σε παλαιές υποδομές β΄ βιομηχανικής επανάστασης (ναυπηγεία), αλλά και στην αεροναυπηγική. Οπως αναδεικνύεται και στα δύο γραφήματα που συνοδεύουν το κείμενο, αν και η τουρκική αμυντική βιομηχανία έχει ακόμη ελλείψεις (κυρίως στο επίπεδο των κινητήρων και των αισθητήρων), ανέπτυξε αρκετά υψηλό βαθμό αυτονομίας από τις εισαγωγές. Μάλιστα, τέσσερις από τις αμυντικές βιομηχανίες της Τουρκίας βρίσκονται στη λίστα των 100 μεγαλύτερων στον κόσμο. Ισως το μεγαλύτερο επίτευγμα της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας τα τελευταία χρόνια είναι η ανάπτυξη συμπλεγμάτων επιχειρήσεων, ειδικά στο σκέλος της αεροναυπηγικής, ανά την επικράτεια (Κωνσταντινούπολη, Αγκυρα, Σμύρνη, Προύσα, Κιρίκαλε, Εσκί Σεχίρ).
Οι ελληνικές επιδόσεις
Στον αντίποδα, η Ελλάδα έχει πενιχρές επιδόσεις, οι οποίες οφείλονται, κατά κύριο λόγο, σε απαρχαιωμένη οργάνωση και δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία. Δεν είναι τυχαίο ότι οι κύριες αμυντικές βιομηχανίες της χώρας ολοκληρώνουν τις εργασίες τους πολλές φορές με την υπενοικίαση συνεργείων τεχνικών και όχι με το μόνιμο προσωπικό. Γίνεται, πάντως, προσπάθεια να ενισχυθεί η εγχώρια καινοτομία – μάλιστα, χθες, το υπουργείο Εθνικής Αμυνας ανακοίνωσε τις δύο πρώτες προσκλήσεις ενδιαφέροντος από το Ελληνικό Κέντρο Αμυντικής Καινοτομίας (ΕΛΚΑΚ) που αφορούν την ανάπτυξη Μη Επανδρωμένων Θαλάσσιων Σκαφών Επιφανείας (USV) και την ανάπτυξη συστήματος μάχης με αρχική εφαρμογή στις κανονιοφόρους του Πολεμικού Ναυτικού (Π.Ν.).
Η Ουκρανία και οι ασκήσεις ισορροπίας από την Αγκυρα
Του Μανώλη Κωστίδη
Κωνσταντινούπολη-Ανταπόκριση. Από την ημέρα της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία η Τουρκία επιχείρησε να τηρήσει στάση ισορροπίας μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων πλευρών, προσπαθώντας να μη δυσαρεστήσει καμία χώρα. Διπλωματικά, σημαντικότερος στόχος για την Αγκυρα ήταν να αναδειχθεί η χώρα που έχει τη δυνατότητα να συνομιλεί με όλους, ενώ οικονομικά δεν ήθελε να διαταράξει τις σχέσεις με τη Μόσχα, αλλά και με τη Δύση.

Η Τουρκία δεν επέβαλε κυρώσεις στη Ρωσία, εκτός από όσες προβλέπει ο ΟΗΕ, σε αντίθεση με τις περισσότερες χώρες της Δύσης. Ετσι, παραλαμβάνει κανονικά φυσικό αέριο, συνεχίζει την κατασκευή του πυρηνικού σταθμού Ακούγιου, το οποίο αποτελεί έργο της ρωσικής Rosatom, και διατηρεί στο οπλοστάσιό της τους ρωσικούς αντιαεροπορικούς πυραύλους S-400.
Από τη μη επιβολή κυρώσεων η Αγκυρα επωφελήθηκε επιπλέον, καθώς πολλοί Ρώσοι επένδυσαν ή μετέφεραν τα χρήματά τους στην Τουρκία. Αμερικανοί αξιωματούχοι κατηγόρησαν την Τουρκία πως έχει αναλάβει τον ρόλο ενδιάμεσου για τις πληρωμές των Ρώσων προς τη Δύση, για να παρακαμφθούν οι κυρώσεις, με αποτέλεσμα να υπάρχουν ενδείξεις για εμβάσματα δισ. δολαρίων που πέρασαν από τις τουρκικές τράπεζες. Μετά τις πιέσεις του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ και τις διαδοχικές επισκέψεις Αμερικανών αξιωματούχων, η Τουρκία φέρεται να έχει μειώσει αυτή τη δράση.
Την ίδια ώρα, η Αγκυρα πούλησε δεκάδες μη επανδρωμένα αεροσκάφη Bayraktar TB-2, που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στον πόλεμο της Ουκρανίας. Η τουρκική εταιρεία Bayraktar, που ανήκει στον γαμπρό του προέδρου της Τουρκίας, χτίζει στην Ουκρανία εργοστάσιο κατασκευής μη επανδρωμένων αεροσκαφών, το οποίο αναμένεται να είναι έτοιμο μέσα στο 2025, ενώ στρατιωτικοί αναλυτές αναφέρουν πως πολλά τουρκικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη χρησιμοποιούν ουκρανικούς κινητήρες. Η Αγκυρα ναυπηγεί δύο κορβέτες για το πολεμικό ναυτικό της Ουκρανίας και συνεχίζονται κανονικά οι οικονομικές σχέσεις, όπως και οι διπλωματικές. Πριν από δύο εβδομάδες ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι πριν από τη συνάντησή του με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Αγκυρα, εγκαινίασε το νέο κτίριο της Ουκρανίας στην τουρκική πρωτεύουσα. Τουρκικές εταιρείες παράγουν οβίδες, που μέχρι πρόσφατα τις έστελναν στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες του ΝΑΤΟ, με τελικό παραλήπτη την Ουκρανία.

Υπενθυμίζεται πως κατά τη διάρκεια του πολέμου η Τουρκία φιλοξένησε Ρώσους και Ουκρανούς αξιωματούχους στην Κωνσταντινούπολη και έπειτα από πολλές διαβουλεύσεις και την παρέμβαση του ΟΗΕ επετεύχθη η συμφωνία μεταξύ των δύο αντιμαχομένων πλευρών για τη μεταφορά σιτηρών σε όλο τον κόσμο.
Σήμερα, Τούρκοι αξιωματούχοι με έμφαση αναφέρουν πως ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είναι ένας ηγέτης μιας χώρας-μέλους του ΝΑΤΟ που μπορεί να συνομιλεί και με τον Πούτιν και με τον Ζελένσκι και με τον γ.γ. του ΝΑΤΟ και τους υπόλοιπους ηγέτες της Ε.Ε, των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ κ.λπ. Το τελευταίο διάστημα ο κ. Ερντογάν με έμφαση αναφέρεται στην εδαφική ακεραιότητα και κυριαρχία της Ουκρανίας.