Θεωρείται ήδη η μικρή έκπληξη της χρονιάς. Η πρωταγωνίστρια της σειράς του apple TV «Physical», τσαλακώνει την απαστράπτουσα εικόνα της και τα δίνει όλα σε μια ερμηνεία που δεν έχει περάσει πουθενα απαρατήρητη. Λίγες μέρες μετά την πρώτη της προβολή στην Ελλάδα στο Φεστιβάλ «Νύχτες Πρεμιέρας» και λίγες μέρες πριν την πρώτη της προβολή στο Φεστιβάλ της Ρώμης που παρακολουθούμε και σας ενημερώνουμε καθημερινά, η πρωταγωνίστρια έκανε διαδικτιακή συνάντηση με δημοσιογράφους από όλο τον κόσμο. Σας δημοσιεύουμε μερικά από τα αποσπάσματα, και σε δεύτερο χρόνο, όταν η ταινία βγει επίσημα στις Ελληνικές αίθουσες, θα δημοσιευτεί ολόκληρη η συνέντευξη τύπου που συμμετείχε και το ertnews.gr


Η Ρόουζ Μπερν για το If I Had Legs I’d Kick You και τα όρια της μητρότητας
Στο φετινό κινηματογραφικό τοπίο, όπου η μητρότητα συχνά παρουσιάζεται μέσα από εξιδανικευμένα φίλτρα ή μελοδράματος τραβηγμένου από τα μαλλιά, η ταινία If I Had Legs I’d Kick You (Αν είχα πόδια θα σε κλώτσαγα) της Μαίρη Μπρόνσταϊν έρχεται να ταράξει τα νερά. Με πρωταγωνίστρια τη Ρόουζ Μπερν η ταινία επιχειρεί μια βουτιά στον ψυχισμό μιας γυναίκας που προσπαθεί να σταθεί όρθια μέσα σε ένα συναισθηματικό χάος.
Η Μπερν, που βρέθηκε στο προσκήνιο μετά την πρεμιέρα της ταινίας στο Φεστιβάλ του Σάντανς, μίλησε με ειλικρίνεια για τη συνεργασία της με τη Μπρόνσταϊν, για τη μητρότητα ως εμπειρία «ανελέητης αυτογνωσίας» και για την ανάγκη να επιτρέψουμε στους γυναικείους χαρακτήρες να είναι ατελείς. Όπως είπε χαρακτηριστικά: «Η Μαίρη δείχνει ότι μια μητέρα μπορεί να αγαπά το παιδί της και ταυτόχρονα να ζει μια κρίση· και αυτό είναι εντάξει».
Μια ταινία που δεν σε αφήνει να πάρεις ανάσα
Το If I Had Legs I’d Kick You είναι μια ταινία που δύσκολα κατατάσσεται σε είδος. «Στη Νέα Υόρκη το είδαν σαν μια κομψή κωμωδία, στο Τορόντο σαν θρίλερ και στο Βερολίνο σαν δραματική μελέτη χαρακτήρα», σχολίασε η Μπερν. Αυτή η αδυναμία κατηγοριοποίησης δεν είναι στην πραγματικότητα αδυναμία, αλλά η δύναμή της: Είναι ένα έργο που κινείται ανάμεσα στο παράλογο και το ρεαλιστικό, στο αστείο και την απόγνωση, συλλαμβάνοντας τη ρευστότητα της γυναικείας εμπειρίας.
Η ιστορία επικεντρώνεται στη Λίντα, μια ψυχοθεραπεύτρια και μητέρα που προσπαθεί να αντιμετωπίσει τη σοβαρή ασθένεια του παιδιού της, ενώ η δική της ψυχική ισορροπία καταρρέει. Σε μια σειρά από σκηνές γεμάτες ειρωνεία και σκοτεινό χιούμορ, η Λίντα βρίσκεται περιτριγυρισμένη από «αποκομμένες φωνές» όπως τον σύζυγο στο τηλέφωνο, την κόρη που δεν βλέπουμε ποτέ, τον θεραπευτή της (τον οποίο υποδύεται ο Κόναν Ο’ Μπράιαν), και έναν απρόσμενο «άγγελο».
Η κάμερα παραμένει σχεδόν μόνιμα κολλημένη στο πρόσωπο της Μπερν, μετατρέποντας κάθε της αναπνοή σε έκρηξη έντασης. «Η Μαίρη ήξερε ακριβώς πώς να χρησιμοποιήσει την κάμερα σαν καθρέφτη της ασφυξίας της Λίντα», εξήγησε η ηθοποιός. «Στην αρχή δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο κοντά θα ήταν ο φακός, κι όταν είδα το αποτέλεσμα, έμεινα έκπληκτη. Ήταν σαν να βλέπω ένα πρόσωπο παγιδευμένο μέσα στην ίδια του την ψυχή».


Ένα ασφυκτικό πορτρέτο μητρότητας χωρίς εξωραϊσμούς
Η ταινία προσεγγίζει τη μητρότητα όχι ως ηρωισμό, αλλά ως μια συνεχή πάλη με τα όρια. «Η Μαίρη καταφέρνει να αποστάξει τη σκληρότητα της γονεϊκότητας», είπε η Μπερν. «Να δείξει τη στιγμή που ένας γονιός συνειδητοποιεί τις ίδιες του τις αδυναμίες. Κανείς δεν περνά ακριβώς αυτό που περνά η Λίντα, αλλά όλοι αναγνωρίζουμε εκείνο το αίσθημα εξάντλησης, το να φτάνεις στα όριά σου».
Η ίδια, μητέρα δύο παιδιών, αναγνώρισε πως ο ρόλος τη συγκίνησε σε προσωπικό επίπεδο. «Το να είσαι γονιός είναι η πιο σκληρή μορφή καθρέφτη. Τα παιδιά βλέπουν τα καλύτερα και τα χειρότερα κομμάτια σου. Και τελικά είναι αυτά που σε μαθαίνουν ποιος είσαι».
Μέσα από αυτή την οπτική, η ταινία γίνεται μια τολμηρή ανατομία της σύγχρονης γυναίκας που παλεύει να είναι ταυτόχρονα επαγγελματίας, μητέρα, σύντροφος και «καλός άνθρωπος», χωρίς να επιτρέπεται στιγμή να καταρρεύσει. Όπως παρατήρησε η Μπερν, «είναι ριζοσπαστικό να βλέπεις μια γυναίκα να λέει «δεν αντέχω άλλο» και να μην τιμωρείται γι’ αυτό».
Μια σκηνοθεσία-οδοστρωτήρας
Η Μπερν μίλησε με θαυμασμό για τη Μαίρη Μπρόνσταϊν, την οποία χαρακτήρισε «μια μικρόσωμη γυναίκα, αλλά πραγματική δύναμη της φύσης». Η σκηνοθέτις χρειάστηκε οκτώ χρόνια για να ολοκληρώσει το πρότζεκτ, ενώ τα γυρίσματα έγιναν σε μόλις 27 ημέρες, χωρίς CGI, με τα πάντα γυρισμένα πρακτικά. «Από τη στέγη που καταρρέει μέχρι το χάμστερ που μοιάζει με τον Τζακ Νίκολσον από το The Shining, όλα ήταν αληθινά», είπε γελώντας η Μπερν.
Η συνεργασία τους υπήρξε σχεδόν θεατρική: πέντε εβδομάδες πρόβες γύρω από το τραπέζι της κουζίνας της Μπρόνσταϊν, δουλεύοντας «κάθε πρόταση, κάθε αναπνοή». «Ήταν σαν πρόβα για θεατρικό έργο· μια πολυτέλεια που σπάνια έχεις στον κινηματογράφο», εξήγησε η ηθοποιός.


Λυτρωτική υποκριτική εμπειρία
Σε μια στιγμή αυτοαναφορικότητας, η Μπερν παραδέχτηκε πως η υποκριτική είναι για εκείνη κάτι περισσότερο από επάγγελμα: «Χωρίς την υποκριτική, δεν ξέρω ποια θα ήμουν. Είναι, με έναν τρόπο, ο σωτήρας μου».
Με ειλικρίνεια και αυτοσαρκασμό, περιέγραψε τη δουλειά της ως «μια συνεχή δημιουργική συνομιλία με τον εαυτό μου», γεμάτη φόβους και αμφιβολίες. «Κάθε φορά νιώθω ότι στέκομαι στο χείλος του γκρεμού. Πρέπει να φοβάσαι για να συνεχίσεις να δημιουργείς», είπε.
Για εκείνη, η επιτυχία και η αποτυχία είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. «Πρέπει να αποτύχεις για να ξαναβρείς τον εαυτό σου», σημείωσε, αποδίδοντας στη μακρά πορεία της, από το θέατρο στο Σίδνεϊ ως τα στούντιο του Χόλιγουντ, μια αίσθηση ευγνωμοσύνης και ταπεινότητας.
Κάπου ανάμεσα στο δράμα και το χιούμορ
Παρά το σκοτεινό της θέμα, η ταινία δεν χάνει ποτέ το πικρό της χιούμορ. «Είναι μια σκέτη ακροβασία», είπε η Μπερν. «Όσο πιο μεγάλες οι εντάσεις, τόσο πιο αστείες μπορεί να γίνουν. Το μυστικό είναι να παίζεις τα πάντα απολύτως αληθινά».
Για εκείνη, το χιούμορ είναι πάντα σωτήριο: «Αναζητώ πάντα το αστείο, ακόμα και στις πιο σκοτεινές στιγμές. Η κωμωδία είναι απελευθερωτική». Και πράγματι, η Μπερν, γνωστή από ταινίες όπως το «Φιλενάδες» και το «Παγιδευμένη Ψυχή», αποδεικνύει εδώ πως μπορεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην τραγωδία και το γέλιο με μια φυσικότητα που ελάχιστοι καταφέρνουν.


Η πίεση, τα όρια και η ανάγκη για ρεαλισμό
Η ίδια παραδέχεται ότι η ερμηνεία της ήταν ψυχοφθόρα. «Το γύρισμα κράτησε μόλις 27 μέρες, χωρίς χρόνο για ανάσα. Κρατούσα τα πάντα μέσα μου, διαρκώς σε εγρήγορση». Παρ’ όλα αυτά, υποστηρίζει ότι έχει μάθει να προστατεύει τον εαυτό της. «Είμαι πολύ καλή στο να αφήνω τη δουλειά… στο χώρο δουλειάς. Τα παιδιά μου δεν ενδιαφέρονται αν είχα μια δύσκολη μέρα, και αυτό είναι λυτρωτικό».
Η Μπερν, με το γνωστό αυτοσαρκαστικό της χιούμορ, παραδέχτηκε και το πιο «γήινο» φάρμακο κατά της πίεσης: «Καμιά φορά η λύση είναι απλώς ένα κοκτέιλ και μια κακή σειρά στην τηλεόραση».
Επιστροφή στις ρίζες
Παρά τη διεθνή της καριέρα, η ηθοποιός δηλώνει ότι η Αυστραλία παραμένει το «συναισθηματικό της σπίτι». «Προσπαθώ πάντα να επιστρέφω και να δουλεύω εκεί. Είναι ένας τρόπος να θυμάμαι ποια είμαι», είπε, εξηγώντας πως ο επόμενος της στόχος είναι ένα θεατρικό ανέβασμα του Fallen Angels του Νόελ Κάουαρντ στη Νέα Υόρκη.
Το If I Had Legs I’d Kick You δεν είναι μια ταινία για να «περάσεις καλά». Είναι μια εμπειρία που σε κοιτάζει στα μάτια και σε ρωτά αν αντέχεις να δεις τον εαυτό σου γυμνό από άμυνες. Η Ρόουζ Μπερν, με την υποδόρια δύναμή της, ενσαρκώνει μια γυναίκα που φτάνει στο άκρο, και αντί να σπάσει, κοιτάζει το χάος της και το αναγνωρίζει.
Όπως είπε η ίδια: «Είναι δύσκολο να είσαι άνθρωπος. Και νιώθω ευγνωμοσύνη που η υποκριτική μου δίνει έναν τρόπο να το αντέχω».
Η φράση αυτή θα μπορούσε να είναι και το μότο της ταινίας: μια ωδή στη θραυσματική, ατελή, αλλά βαθιά ανθρώπινη προσπάθεια να παραμείνουμε όρθιοι, ακόμα κι όταν δεν έχουμε πια πόδια για να κλωτσήσουμε.
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
Γίνε μέλος στο κανάλι μας στο Viber
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος