Η αντίληψη και η στάση απέναντι στη συνταξιοδότηση διαφέρουν σημαντικά σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς σε ορισμένες περιπτώσεις το ποσοστό στο οποίο οι συνταξιούχοι αποφασίζουν να παραμείνουν ενεργοί ακόμη και μετά την απόκτηση του δικαιώματος για σύνταξη γήρατος είναι εντυπωσιακό.
Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat που δημοσιεύθηκαν τον Ιούνιο, ο μέσος όρος σε ολόκληρη την Ένωση μεταξύ επιχειρηματιών και μισθωτών είναι 40 %.
Η συντριπτική πλειοψηφία των συνταξιούχων που συνεχίζουν να εργάζονται είναι αυτοαπασχολούμενοι (56 %), με μικρότερο, αλλά σημαντικό ποσοστό μεταξύ των μισθωτών (24 %).
Η Εσθονία και η Ισλανδία ξεχωρίζουν ως οι χώρες με το υψηλότερο ποσοστό συνταξιούχων που εργάζονται, σύμφωνα με το Euronews.
Εκπληκτικά ποσοστά επιχειρηματιών που συνεχίζουν να εργάζονται μετά τη συνταξιοδότηση
Η Σουηδία έχει μακράν τους πιο εργατικούς συνταξιούχους επιχειρηματίες.
Σχεδόν όλοι (98,4%) συνεχίζουν να εργάζονται μετά τη λήψη της σύνταξης γήρατος.
Τεράστια ποσοστά παρατηρούνται επίσης στη Φινλανδία και την Ιρλανδία, κοντά στο 90%.
Αντίθετα, στην Ισπανία και την Ελλάδα, η συντριπτική πλειοψηφία προτιμά να απολαύσει τη συνταξιοδότηση και μόνο ένας στους πέντε επιχειρηματίες παραμένει ενεργός (18% στην Ισπανία και 20% στην Ελλάδα).
Οι συνταξιούχοι της Βουλγαρίας, της Ελλάδας και της Κύπρου εργάζονται τις περισσότερες ώρες
Σε ορισμένες χώρες, οι εργαζόμενοι συνταξιούχοι εργάζονται τόσες ή και περισσότερες ώρες από τους απλούς εργαζόμενους.
Στην Ελλάδα παρόλο που είναι μικρότερο το ποσοστό των συνταξιούχων που συνεχίζουν να εργάζονται, όσοι επιλέξουν να το κάνουν δουλεύουν πολύ περισσότερες ώρες απ’ ότι όσοι δουλεύουν στην υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση.
Τα υψηλότερα ποσοστά σε ώρες στην ΕΕ είναι 39% στη Βουλγαρία, 38,5% στην Ελλάδα, 35,8% στη Λιθουανία και 35,7% στην Κύπρο.
Ωστόσο, οι περισσότεροι συνταξιούχοι που συνεχίζουν να εργάζονται προτιμούν τις επιλογές μερικής απασχόλησης (57%).
Ποιοι εργαζόμενοι είναι πιο πιθανό να συνεχίσουν να εργάζονται μετά τη λήψη της σύνταξης γήρατος;
Το ποσοστό είναι υψηλότερο μεταξύ των διευθυντικών στελεχών (40,1 %) και των ειδικευμένων εργαζομένων στον τομέα της γεωργίας, της δασοκομίας και της αλιείας (40,1 %).
Σημαντικό ποσοστό καταλαμβάνουν επίσης οι πωλητές (32,2 %) και οι τεχνικοί (30,3 %).